Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ, ο κλασσικός φιλόλογος (1929-2016)



Με το άκουσμα του θανάτου του μεγάλου κλασσικού φιλολόγου και δασκάλου μου στα πρώτα χρόνια των σπουδών μου, θυμήθηκα μια από τις πολλές ρήσεις του: "Προτιμώ τα ποιήματα από τους ποιητές.". Ας είναι ευτυχισμένος στα Ηλύσια Πεδία, συντροφιά με τον Συκουτρή και τον Κακριδή, μια χορεία Φιλολόγων!

Ο Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη (1929). Γυμνασιακές σπουδές στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Προπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου. Μεταπτυχιακές σπουδές σε πανεπιστήμια της πρώην Δυτικής Γερμανίας με υποτροφία της Humboldt-Stiftung. Διδάκτωρ και εντεταλμένος υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έως το 1967. Απολύεται, συλλαμβάνεται και βασανίζεται από τη στρατιωτική χούντα. Επανέρχεται και παραμένει καθηγητής της ίδιας Σχολής από το 1975 έως το 1996. Επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια της Γερμανίας, Αυστρίας και Κύπρου και των ΗΠΑ. Από το 1994 έως το 2001 πρόεδρος και γενικός διευθυντής του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη. Εφεξής συντονιστής του προγράμματος "Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση", που εκπονείται στο πλαίσιο του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας. Έγραψε βιβλία, μονογραφίες, και άρθρα για τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Σοφοκλή, τον Ηρόδοτο, τον Αλκαίο, τη Σαπφώ, που, ενμέρει ή εν όλω, και μετέφρασε. Προέχει η συντελεσμένη μετάφραση της "Οδύσσειας". Συγχρόνως μελέτησε και δημοσίευσε δοκίμια για μείζονες νεοέλληνες ποιητές και πεζογράφους, επιμένοντας σε εκπροσώπους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

πηγή: biblionet


Δημήτρης Μαρωνίτης

Από την ιδεοληψία στην ιστορία

Της Αννας Γριμανη

H ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

Η λέξη «ελληνικότητα» είναι, κατά τη γνώμη μου, γλωσσικά δύσκαμπτη, σημασιολογικά ασαφής και ιδεολογικά επιβαρυμένη. Αντ' αυτής προτιμώ τον όρο «ρωμιοσύνη», τόσο για το ιστορικό του απόθεμα όσο και για το συνειδησιακό του βάθος. Τον καθιέρωσαν εξάλλου στα νεοελληνικά μας γράμματα δύο μείζονες ποιητές: ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιάννης Ρίτσος. Ο Σεφέρης μιλώντας για το ψηφιδωτό και τον καημό της ρωμιοσύνης· ο Ρίτσος ομολογώντας: τη ρωμιοσύνη μην την κλαις.

Tι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα;

Το μονόχωρο, νοικιασμένο σπίτι στη Δήλου 4 (συνοικισμός Ευαγγελιστρίας, Θεσσαλονίκη), όπου πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια (γερμανική κατοχή, κατοχική πείνα), διαβάζοντας τα πρώτα βιβλία, καθισμένος σ' ένα παλιό μπαούλο, ακουμπώντας στον υγρό τοίχο του ενός δωματίου.

Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.

Δεν συμμερίζομαι την ιδεολογία περί ελληνικής υπεροχής, ούτε διαχρονικά (με αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα) ούτε συγχρονικά (έναντι των βαλκανικών γειτόνων και των Ευρωπαίων εταίρων). Ενδιαφέρει, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο το πραγματικό «έχειν» μας (που φαίνεται να διατηρεί ακόμη έναν ανθεκτικό πυρήνα) από το φανταστικό «υπερέχειν» μας (που καιρός είναι να το προσγειώσουμε, αφαιρώντας του την παραπλανητική πρόθεση «υπέρ»).

Aυτό που με χαλάει.

Αλλοτε και αλλού η υπεροψία και η μέθη των ισχυρών, άλλοτε και αλλού η παθητική μιζέρια των αδυνάτων. Στη μια περίπτωση έχουμε προκλητικό περίσσευμα, στην άλλη θλιβερό έλλειμμα. Το ζητούμενο είναι αν προβλέπεται και επιχειρείται κάποια εξισορρόπηση περισσεύματος και ελλείμματος με γνώμονα την αρχή της έμπρακτης κοινωνικής δικαιοσύνης. Οπου λανθάνουν κάποια γενναία παραδείγματα, τα οποία όμως τείνουν να ξεχαστούν.

Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;

Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γιατί το ένα εκτρέφει συχνά το ρατσισμό, το άλλο τον εύκολο συμβιβασμό. Στην πραγματικότητα, εξάλλου, πρόκειται για πλαστό μεν, εκμεταλλεύσιμο δε, δίλημμα. Ετσι, το προσόν σερβίρεται συνήθως ως παρηγοριά για τις ελλείψεις μας· το μειονέκτημα ως εύκολος έλεγχος της κακοδαιμονίας μας.

Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή παραμένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;

Αυτοφυής, αυτόνομος και αυτόφωτος πολιτισμός δεν υπάρχει - ευτυχώς. Ενδέχεται όμως (και αυτό συμβαίνει συχνά στον τόπο μας) ο πολιτισμός μιας χώρας, επειδή είναι προβληματικός στο παρόν, να επικαλείται το ίνδαλμα ενός υψηλού πολιτισμικού παρελθόντος Ετσι όμως υπονομεύεται και νοθεύεται η νεοελληνική μας αυτογνωσία, που τη μια φουσκώνει από έπαρση, την άλλη ξεφουσκώνει από μιζέρια και οκνηρία.

Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται τον σύγχρονο κόσμο;

Προφανώς με αυτήν που πράγματι έχει και όχι με αυτήν που φαντάζεται πως έχει. Εξάλλου, η ταυτότητα είναι συντελεστής ανθρωπολογικός και ιστορικός, όχι θεολογικός και μεταφυσικός. Στην πραγματικότητα, η όποια εθνική ταυτότητα είναι μείγμα του δικού και του ξένου. Το οποίο στις ευτυχέστερες περιπτώσεις καταλήγει σε χημική ένωση. Δεν θα 'λεγα ότι η νεοελληνική μας ταυτότητα διαθέτει αυτό το προσόν: το δικό και το ξένο σε εμάς συνήθως διακρίνονται έντονα, όταν δεν συγκρούονται με εμπάθεια· σπανίως συμφιλιώνονται και σμίγουν.

Το ελληνικό μου «γιατί» και ένα «πρέπει» που πέταξα.

Η αναγνώριση του «γιατί» είναι δύσκολη υπόθεση σε κάθε περίπτωση: προϋποθέτει όρεξη έρευνας και διάθεση αιτιακής (που σημαίνει επιστημονικής) γνώσης. Το «πρέπει», όταν μάλιστα αποσυνδέεται από το «γιατί» και το «προς τι», ανήκει περισσότερο στη σφαίρα της ηθικής και της ηθικολογίας και τελικώς ευνοεί την αυταρχική και διατακτική συμπεριφορά, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό μας βίο.

Ο Ελληνας ποιητής μου.

Προτιμώ τα ποιήματα από τους ποιητές.

Δεδομένου μάλιστα ότι καλά ποιήματα δεν γράφουν μόνο οι καλοί ή οι διάσημοι ποιητές. Τούτο σημαίνει ότι με ενδιαφέρει περισσότερο η Ιλιάδα, που μεταφράζω τον τελευταίο καιρό, από τον Ομηρο, για να μείνω σε ένα μόνο θεμελιακό παράδειγμα. Το οποίο, πλην των άλλων, είναι έπος με ανοιχτό ορίζοντα και μετέωρο τέλος· προκαλώντας από μόνο του τη μετάφρασή του, προκειμένου να επιβιώσει, γεφυρώνοντας το παρελθόν με τον παρόν.

Η Οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.

Προτιμώ να κινούμαι «Στην οδόν των Φιλελλήνων», που τη χάραξε εύστοχα και οριστικά στο ομότιτλο ποίημά του ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Πρόκειται για αποκαλυπτικό δρόμο, που προχωρεί ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στον ύμνο της ζωής και στην κατάφαση του θανάτου. Προπαντός δεν υποχωρεί, από δειλία και φόβο, περπατώντας με αξιοπρέπεια πάνω στον παγκόσμιο χάρτη.