Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Τα καιρικά φαινόμενα στη Λογοτεχνία (διδακτική πρόταση)


  
Στο πλαίσιο μιας διαθεματικής προσέγγισης της Λογοτεχνίας, με τίτλο:" Με του καιρού τ αλλάματα που αναπαημό δεν έχου, μα στο καλό και εις το κακό περιπατούν και τρέχου..." ανακαλύψαμε με τους μαθητές την παρουσία, συμβολική και πραγματική, των καιρικών φαινομένων σε πολλά κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Συνήθως, η βροχή, ο άνεμος, οι αστραπές και οι βροντές, ο ήλιος και το χιόνι υποβάλλουν αντίστοιχες συναισθηματικές καταστάσεις και προσημαίνουν την αλλαγή του σκηνικού και της ψυχικής κατάστασης του ποιητικού υποκειμένου. Η παρούσα διδακτική πρόταση, που θα τεκμηριωθεί σύντομα με τη μορφή διδακτικού σεναρίου, μπορεί να υποστηριχθεί και με την παράλληλη παρουσίαση-διδασκαλία των φυσικών φαινομένων από εκπαιδευτικό σχετικής ειδικότητας ( ΠΕ04).

Ενδεικτικά, παραθέτω επιλεκτικά ορισμένα ποιητικά κείμενα με "καιρικές" συνδηλώσεις που μελετήσαμε στην τάξη:

(Ο ΚΑΙΡΟΣ γενικά)

Κ. Καβάφης,  Καλός και Κακός Καιρός 

Δεν με πειράζει αν απλώνη
έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα.
Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή.
Το γέλιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη, 
σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι, 
του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει.
Τι ωφελεί οπού φυτρώνει 
λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα! 
Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί. 
Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει, 
σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει, 
πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι.
 (Από τα Αποκηρυγμένα) 

(ΒΡΟΧΗ)

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Η βροχή (1938)

Όπως ο άνεμος που φέρνει νερό, γέρνει το πλοίο με τα ιστία
απ' τη μια μπάντα, και περνούν κάτω απ' την εύδρομη τρόπιδα,
και σκαμπανεβάζουν το κύτος τα πολυκέφαλα κύματα
το ξεφύλλισμα κάποιων αναμνηστικών,
έγειρε την ύπαρξή μου ολόκληρη στη νοσταλγία.

Όπως είναι η βροχή, θέλω να προσδιορίσω,
όταν οι χοντρές στάλες χτυπούν
το ξανθό θερινό χώμα και μεταλλάσσουν την ουσία του
και σηκώνουν τη μυρωδιά.

Όπως είναι η θερινή βροχή, όταν συρτά περνά πάνω στα φύλλα
των δέντρων κι' απ' ανατρίχιασμα κυματίζει
το στρόγγυλο σχήμα τους.

Γιατί το πρόσωπό σου που ζητώ είναι όπως η βροχή η άφθονη,
και τα πράσινα μάτια σου όπως το χρώμα του καιρού, το βαρύ.
Κλεισμένος στην κάμαρη την άγευστη βροχή ακούω να χτυπά
το παράθυρο της μοναξιάς μου.
Γλυκύτατη βροχή, πλούσια σ' όλον τον τόπο.

(Εφημερίδα «Νέα Αλήθεια» Θεσσαλονίκης, 1938)

(ΑΣΤΡΑΠΗ & ΒΡΟΝΤΗ)

Διονύσιος Σολωμός - Ὁ Κρητικός (ἀπόσπασμα)
XVII.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 
Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριὰ ἀκόμη τ᾿ ἀκρογιάλι· 
«ἀστροπελέκι μου καλό, γιὰ ξαναφέξε πάλι!». 
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ᾿ ἄλλο, 
πολὺ κοντὰ στὴν κορασιά, μὲ βρόντημα μεγάλο· 
τὰ πέλαγα στὴν ἀστραπὴ κι ὁ οὐρανὸς ἀντήχαν, 
οἱ ἀκρογιαλιὲς καὶ τὰ βουνὰ μ᾿ ὅσες φωνὲς κι ἂν εἶχαν.

(ΑΝΕΜΟΣ)

Γιώργος Σαραντάρης , Ο Άνεμος κι η Άνοιξη

O άνεμος ρέει μέσα στην καρδιά μας
Σαν ουρανός που έχασε το δρόμο
Δέντρα προσπαθούν να του δέσουν τα χέρια
Aλλά μάταια κοπιάζουν

O άνεμος αναπνέει μέσα στην καρδιά μας
Σαν στρατός που ορμάει στον αγώνα
Tον καλωσορίζει η άνοιξη στην κοιλάδα
Tον χαιρετάνε τ' αρώματα της γης

H άνοιξη είναι μια παρθένα που δεν την ξέραμε
Kαι όλους μάς φίλησε με θάρρος προτού το ζητήσουμε
Tώρα αγκαλιάζει τον άνεμο και κάνει σαν τρελή
Kι αναγκάζει κι εμάς να τον αγαπήσουμε


(ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΟΣ-ΘΥΕΛΛΑ)

Κούλα Αδαλόγλου, ερωτικό

Θα ξανασυναντηθούμε, αγάπη,
όταν δε θα μετράμε την αγάπη μας στα γραμμάρια του μπιμπερό.
Είναι που
ήσουν ανεμοστρόβιλος
κι ήμουν ένα αφημένο στάχυ.
Ήσουν θύελλα
κι ήμουν σιγανός μπάτης,
ήσουν καταιγίδα
κι ήμουν δειλή αστραπή.
Θα ξανασυναντηθούμε, αγάπη,
κι η κούραση θα σεργιανάει στο φλεβίτη του ποδιού μου.
Εκεί στην άκρη της θλίψης
είναι ένα λιβάδι παπαρούνες.
Είναι φριχτές οι παπαρούνες σαν τις κοιτάς κατάματα.
Φυλλορροείς.
Θα ξανασυναντηθούμε, αγάπη,
κι εσύ θ’ αναρωτιέσαι για την ερημιά μας,
κι εγώ θα ξέρω.

(ΟΜΙΧΛΗ)

Τόλης Νικηφόρου, «ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται»

«νάμασταν, λέει, τραγούδι σε παλιό γραμμόφωνο,
δέντρο σε καλοκαιρινό ψιλόβροχο,
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται.
ή μήπως νάμασταν εκεί ψηλά τα κεραμίδια
πλάι στην καπνοδόχο την ώρα
που όρθιος ξαποσταίνει ο πελαργός.
κι ύστερα, λέει, να φύτρωναν κόκκινα,
κατακόκκινα φτερά στους ώμους μας, στα μάτια μας
ένας κιτρινισμένος χάρτης για τον ουρανό.
να ταξιδέψουμε πέρα απ’ τον πόνο και τον θάνατο.
νάμασταν, λέει, με κόκκινα φτερά
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται»

(ΧΙΟΝΙ)

Γιάννης Ρίτσος, «Το χιόνι»

Το χιόνι είναι άσπρο, μαλακό σαν τελειωμένος έρωτας, -είπε.
Έπεσε απρόσμενα, τη νύχτα, μ’ όλη τη σοφή σιωπή του.
Το πρωί, λαμποκοπούσε ολόλευκη η εξαγνισμένη πολιτεία.
Μια παλιά στάμνα, πεταμένη στην αυλή, ήταν ένα άγαλμα.

Εκείνος ένοιωσε την κοφτερή ψυχρότητα του πάγου,
την απεραντοσύνη της λευκότητας, σαν άθλο του προσωπικό
μονάχα μια στιγμή ανησύχησε: μήπως και δεν του απόμενε
τίποτα πια θερμό να το παγώσει, μήπως και δεν ήταν
μια νίκη του χιονιού, μα απλώς μια ουδέτερη γαλήνη,
μια ελευθερία χωρίς αντίπαλο και δόξα.
Βγήκε λοιπόν αμήχανος στο δρόμο, κι όπως είδε το χιονάνθρωπο
που φτιάχναν τα παιδιά, πλησίασε και του ‘βαλε
δυο σβηστά κάρβουνα για μάτια, χαμογέλασε αόριστα
κ’ έπαιξε χιονοπόλεμο μαζί τους ως τα’ απόγευμα.


Επιμέλεια: Ελένη Κ. Παπαδοπούλου