Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Με την Ανατολή στην πλατεία Ναυαρίνου

   Το διήγημα της Αλεξάνδρας Μυλωνά, Ένα ακόμα φλιτζάνι καφέ, παρακαλώ. Ένα ακόμα, που προέρχεται από τη Συλλογή διηγημάτων της Πώς τα πας με την απώλεια; Οροπέδιο, 2018, σ. 21-27 αξιοποιεί το ομώνυμο τραγούδι του Bob Dylan και εκτός από τις πολλαπλές αναγνώσεις που προσφέρει μπορεί να αξιοποιηθεί με πολλούς δημιουργικούς τρόπους μέσα στην τάξη ως ένα σύγχρονο λογοτεχνικό κείμενο από μια συγγραφέα της Θεσσαλονίκης.


 ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΥΛΩΝΑ

Ένα ακόμα φλιτζάνι καφέ, παρακαλώ. Ένα ακόμα.

Για τη Βάλια που γερνάμε μακριά και μαζί

(Κατεβαίνει τη Δημητρίου Γούναρη η ψηλή Ανατολή, κόρη με μαύρα, λουστρίνια μαλλιά και μαύρα μάτια που καίνε. Δονούνται συθέμελα τα κτήρια απ’ το καμαρωτό το βάδισμα κι ας φοράει δετά σανδάλια μόνο, αναστατώνεται ο δρόμος από το θρόισμα της μακριάς φούστας με τα καθρεφτάκια, φφρρρστ, φφρρρστ, φφρρρστ, διαλύεται η ομίχλη του πρωινού -τους υδρατμούς απορροφά το μάλλινό της ταγάρι. Στο ξέφωτο της πλατείας Ναυαρίνου η πόλη δείχνει τα σπλάχνα της –σπαράγματα ενός άλλου κόσμου, αρχαίου).


Κατεβαίνει τη Δημητρίου Γούναρη η Ανατολή, γυναίκα ωραία άλλοτε, με παράστημα, μα τώρα κάπως χλωμή, κάπως ξεθωριασμένη –είναι που γκρίζαραν τα μαλλιά κι αδυνάτισαν, που θάμπωσε το βλέμμα, που τρέμει λίγο, ανεπαίσθητα, το περπάτημα, αβέβαιο περπάτημα μες στο ομιχλώδες τοπίο. Λίγο πιο πίσω έν’ αδέσποτο σκυλί, παρέα της –μπορεί και όχι.
Φτάνει στο βιβλιοπωλείο.

(Από δω προμηθευόταν παλιά τα βιβλία της, Μαρξ στην αρχή, Παπαγιώργη αργότερα, Αξελό, Αλτουσέρ, οι συγγραφείς που την έμαθαν ν’ απορεί, να σκέφτεται. Τ’ αγόραζε και πήγαινε στο Καφέ απέναντι, να τα μυρίσει, να τα ξεφυλλίσει, να διαβάσει κάποιο απόσπασμα στα γρήγορα –όπου έπεφτε το μάτι της, ό,τι της τραβούσε την προσοχή– πίνοντας έναν αχνιστό ελληνικό σε φλιτζάνι με χοντρά χείλια και καπνίζοντας, καπνίζοντας, καπνίζοντας –δαχτυλίδια έκανε ο καπνός πάνω απ’ το κεφάλι της, Σαντέ άφιλτρα πρώτα κι αργότερα Δελφοί, σέρτικα τσιγάρα, δυνατά. Τι αξίζει η ζωή χωρίς τις μικρές της απολαύσεις, αναρωτιόταν σιωπηλά και χαμογελούσε.
Το βράδυ στο φοιτητικό της σπίτι θα γινόταν η ιεροτελεστία της κοπής των φύλλων με χαρτοκόπτη-αν χρειαζόταν-για ν’ αρχίσει η μελέτη μετά με υπογραμμίσεις και σημειώσεις στο περιθώριο.  Και με πάθος.
Αγόραζε και ποίηση από ’κει, Αναγνωστάκη και Ασλάνογλου και πεζογραφία όμως Ιωάννου, Κοροβίνη, Σκαμπαρδώνη, έπαιρνε και περιοδικά –το Διαβάζω, το Δέντρο,  τη Λέξη, την Οδό Πανός ανελλιπώς. Πώς χωρούσαν όλα αυτά στο μικρό κατάστημα, μια σταλίτσα ήταν-δεν ήταν το Κεντρί!
Και πώς θυμάται ν’ ακούγεται πάντα γύρω της, μέσα της, να τη συνοδεύει, σκιά ηχητική, μια μουσική, μια φωνή, να δεις ποια ήταν, ποιο τραγούδι, ποιο παράπονο...)

Κολλάει το πρόσωπό της στη βιτρίνα. Μια ποιητική συλλογή του Χριστιανόπουλου, άλλη μια του Νικηφόρου και μια της Αδαλόγλου -απ’ το Σαιξπηρικόν αυτή, Εποχή αφής. Και οι Ασκήσεις μνήμης του Χατζητάτση εδώ βρίσκονται, εκδόσεις Πόλις –τις βλέπει καιρό, θέλει εδώ και καιρό πολύ να τις διαβάσει, πριν από-, να και το Άγριο βελούδο της Κουγιουμτζή απ’ τον Καστανιώτη –οι προτιμήσεις της είναι ξεκάθαρα λογοτεχνικές τώρα πια, στην παραγωγή της Θεσσαλονίκης εστιάζει, μετράει και τον εκδοτικό οίκο βέβαια, ξέρει να βουτά δεινά και να επιλέγει μόνο τα μαργαριτάρια στη θάλασσα των βιβλίων. Πώς θέλει να...
Η Ανατολή όμως, ό,τι κι αν θέλει, δεν έχει πια λεφτά στην τσέπη μετρώντας τα να το μπορέσει. Σκέφτεται να πει μια καλημέρα στον βιβλιοπώλη, τόσα χρόνια γνωρίζονται καλούτσικα, πάντα με το χαμόγελο αυτός, αισθάνεται άβολα όμως να μπει, να μπαίνει πια μέσα στον χώρο του και να μην αγοράζει. Δικό της είναι το πρόβλημα, δική της και η ντροπή που την κάνει να τραβηχτεί πιο πέρα μόλις την κατακλύζει και να καθίσει στο πεζούλι απέναντι -τα πόδια της σχεδόν κρέμονται στον αέρα, μάζεψε το σώμα με τα χρόνια, μάζεψε η άνθρωπος1 .
Δίπλα της κάθονται κι άλλοι, νεαροί οι περισσότεροι, με ξυρισμένα τα κεφάλια και γένια, αντάρτες του γλυκού νερού, σκέφτεται, το βλέπει στα μάτια τους, μόδα είναι γι’ αυτούς όλα, εικόνα, όχι ψυχή. Εκείνη αλλιώς φορούσε τα ινδικά τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα που είχε περάσει στη Φιλοσοφική, αλλιώς τα μοβ φουλάρια. Μωρέ, και το ταγάρι, διαφορετικά το κρατούσε, ανέμελα. Μπορεί πάλι και να κάνω λάθος, μονολογεί τρομαγμένη την επόμενη στιγμή, πώς κρίνω έτσι τα νέα παιδιά, πώς τ’ απορρίπτω, για να προβάλω εγώ καλύτερη... Σαν τον πατέρα μου έγινα, απόλυτη, αυτό που σιχάθηκα έγινα, τι κρίμα! Μπορεί και να βλέπουν κάτι, να ξέρουν κάτι αυτά τα παιδιά που εγώ δεν, μπορεί- Κι αυτά τα τατουάζ; Πόση απελπισία πια χαραγμένη στο μπράτσο, στο λαιμό; Λες και δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του πια, γυμνό και φυσικό το κορμί για ν’ αγαπηθεί, παρά μόνο πειραγμένο, τρύπιο παντού, μπλε από τη μνήμη του πόνου στο δέρμα και όχι του χαδιού, αχάιδευτο, μάνα μου, αχάιδευτο. Μπα, τι έπαθα τώρα; Τι με νοιάζει εμένα; Τι κάθομαι  κι ασχολούμαι, λέει στον εαυτό της και προσπαθεί ν’ αλλάξει ρότα στη σκέψη της.
Όμως δεν τα καταφέρνει. Μια χαραμάδα φως έχει ανοίξει μέσα της και ξεπηδούν, ορμούν τώρα από κει εικόνες, στιγμές, λόγια, θραύσματα ζωής μπροστά της –πώς να σταματήσει αυτόν τον χείμαρρο;

(Νάτος ο Αποστόλης που έρχεται και κάθεται δίπλα της, με το ξανθό του το μαλλί ν’ ανεμίζει και της λέει πάμε να φύγουμε, μια βόλτα με τη μηχανή μέχρι τα Ζαγοροχώρια, ν΄ ανεβούμε στη Δρακόλιμνη, πάμε! Κι αυτή τον φιλά και του λέει πήγαινε εσύ, έχω να διαβάσω εγώ για την εξεταστική, θα σε περιμένω. Νάτος που φεύγει, ωραίος και ξεσηκωμένος για την περιπέτεια που δεν έχει γυρισμό –μετωπική ήταν η σύγκρουση με τη νταλίκα, ακαριαίος ο θάνατος, είπαν, πάνω που ξημέρωνε– έμεινε η υπόσχεσή της στον αέρα…)

 …ήρθε μετά από χρόνια, ο Πέτρος, συνάδελφος αυτός, διορισμένοι στο ίδιο δυσπρόσιτο, ταίριαξαν τα χνώτα τους, είπαν να ενώσουν τους μισθούς, να κάνουν οικογένεια. Δυο παιδιά μεγάλωσαν αυτά τα τριάντα χρόνια, δίδυμα. Πήγαν στο σχολείο, μπήκαν στο Πανεπιστήμιο, βγήκαν, φύγανε για μεταπτυχιακά στην Αυστραλία, σε κάτι συγγενείς πήγαν αλλά πάλι, ερήμωσε το σπίτι.

(Νάτος ο Αποστόλης, γερασμένος αλλά ακόμα γερός, δυνατός, άρχοντας που έρχεται και κάθεται δίπλα της, έλα μαζί μου, της λέει, όχι, δεν πέθανα κι ούτε που πέρασε ο καιρός, νέοι είμαστε ακόμα, τίποτα δεν άλλαξε –τα ίδια βιβλία διαβάζουμε, τα ίδια τραγούδια ακούμε, άκου! Έλα μαζί μου σ’ ένα ταξίδι ίσαμε τον ουρανό! Όμως την ώρα που της μιλά το πρόσωπό του αρχίζει να διαλύεται, να λιώνει, να εξαφανίζεται. Κάνει να τον πιάσει, να τον κρατήσει, τίποτα. Αέρας).
             Κι ο αέρας φέρνει ένα τραγούδι. Το παλικάρι πιο πέρα γρατσουνά την κιθάρα του και μουρμουρίζει. Και τι δεν της θυμίζει αυτό το κομμάτι. One more cup of coffee for the road, one more cup of coffee fore I go2…
Σιγοτραγουδά κι η Ανατολή μαζί του στη δύση της πίνοντας έναν καφέ ελληνικό στο χέρι, σε χάρτινο ποτηράκι πια –αυτό σηκώνει η εποχή, χάρτινη κι αυτή, ψεύτικη, αυτό αντέχει η τσέπη της. Mια άλλη φορά θα καθίσει στο Baraka στο βάθος, ίσως.


Ύστερα φεύγει για το σπίτι –δεν μπορεί να μένει πολύ ώρα μόνος του ο Πέτρος, θυμάται τα δικά του κι αυτός, απραγματοποίητα όνειρα κι επιθυμίες, βαραίνει κι απ’ τους απλήρωτους λογαριασμούς, χαλιέται και κλαίει με λυγμούς, σα μωρό.
Τ’ αρχαία σπλάχνα εξακολουθούν να σωπαίνουν. Τι να πουν;


 1. Αναφορά στο ποίημα της Ζωής Καρέλλη, H Άνθρωπος (Αντιθέσεις, 1957)

  2. Αναφορά στο τραγούδι του Bob Dylan, One more cup of coffee (Desire, 1976)