Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

Καβάφης και Ιουλιανός, Σεφέρης και Γρηγόριος Ναζιανζηνός: ποιητικές σχέσεις


Εις τα περίχωρα της Aντιοχείας

Σαστίσαμε στην Aντιόχειαν όταν μάθαμε
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.

Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.

Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.—
Ένας απ’ τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.

Aυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.
Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε
να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί.)

Aνασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,
νεύριασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Aκούς εκεί; Ο Aπόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;
Ο Aπόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.»

Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού·
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή.

Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά
μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Aπόλλων.

Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.

Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε—
τι άλλο θα έκαμνε— πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Aς πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Η εμπειρία δεν είναι ποτέ περιορισμένη, και δε συμπληρώνεται ποτέ• είναι μια απέραντη ευαισθησία, ένας μεγάλος ιστός αράχνης κάποιας λογής. Φτιαγμένος από την πιο λεπτή μεταξωτή κλωστή, κρεμασμένος στο θάλαμο της συνείδησης και πιάνοντας κάθε ανεμόφερτο μόριο στο υφάδι του. Είναι αυτή καθαυτή η ατμόσφαιρα της διάνοιας... 
HENRY JAMES


  Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας (1933). Είναι το τελευταίο ποίημα του Καβάφη• δεν πρόλαβε να το τυπώσει σε μονόφυλλο. Πέθανε στις 29 Απριλίου 1933.

     Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε 
     τα νέα καμώματα του Ιουλιανού..

     Κοραής: «Πολύ πλέον μ’ επαρηγόρησαν όσα μ’ έγραφες άλλοτε περί της φροντίδας των Καππαδοκών...»

     Ο Καβάφης έμεινε ώς το τέλος ένας λόγιος Φαναριώτης.

   Πίσω από τους Αντιοχείς αυτούς, αισθάνεται κανείς —είτε τον είχε υπόψη του ο Καβάφης, είτε όχι — το μεγάλον ίσκιο του Ναζιανζηνού• δεν ήταν άνθρωπος χωρίς μπρίο. Τον συλλογίζομαι συχνά, εδώ στην Άγκυρα, καθώς και την Αθήνα εκείνη του 4ου αιώνα• τα σχολειά της, τους νέους που μαζεύουνταν από τα πέρατα της οικουμένης για να μελετήσουν τον Ελληνισμό που ξαναφουντώνει• μια πανσπερμία σπουδαστών, κι ανάμεσό τους τις τρεις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του καιρού, που μέλλουνταν να συγκλονίσουν τον κόσμο: τον Ιουλιανό, τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, τον Βασίλειο τον Μέγα• δυνατούς, ανήσυχους χαρακτήρες, συμφοιτητές, ομήλικους, δεν έχουν περισσότερο από τέσσερα χρόνια διαφορά• κι αυτή την ελληνική παιδεία που μετατοπίζεται προς την Ανατολή και ποτίζει τόσο διαφορετικές δίψες• που δημιουργεί τόσους νέους συνδυασμούς και κράσεις, απαγίωτους ακόμη. Ξαναθυμούμαι το αιώνιο «εν μέρει... εν μέρει...» (30. λ´) του Καβάφη και χαίρομαι τον οργισμένο λόγο του Γρηγορίου όταν ο Ιουλιανός θέλησε να «απελάσει» τους χριστιανούς από την ελληνική λαλιά:

     «...κακούργως την προσηγορίαν μετέθηκεν επί το δοκούν, ώσπερ της θρησκείας όντα τον Έλληνα λόγον, αλλ’ ου της γλώσσης• και διά τούτο, ως αλλοτρίου καλού φώρας, των λόγων ημάς απήλασεν...» (Α´, ε´).14

     Σα να είχαν κλέψει ξένο πράγμα• σα να ήταν μοναχά δικός του ο ελληνικός λόγος —και νομοθετεί να μην ονομάζουνται πια Χριστιανοί αλλά Γαλιλαίοι (Α´, οστ´)• χάρισμά του λοιπόν οι ονομασίες, δε θα του τις διαφιλονικήσουν:

     «Ημείς δε ου παρακινήσομεν αυτοίς τα ονόματα• ουδέ γάρ εστιν εις ό,τι μεταθείημεν αν άλλο γελοιότερον, τους φαλλούς, και τους ιθυφάλλους, και τους μελαμπύγους, και τους απύγους, και τον τραγόπουν, και τον σεμνόν Πάνα, τον εκ πάντων μνηστήρων ένα θεόν, και όνομα λαβόντα την ύβριν...• ουκ ούν φθονήσομεναυτοίς ούτε των πραγμάτων, ούτε των ονομάτων• αλλ’ απολαυέτωσαν της εαυτών ευηθείας, και τοις αισχίστοις εγκαλλωπιζέσθωσαν• ει βούλοιντο δε, και τον Βουθοίναν παρήσομεν αυτοίς, και τον Τριέσπερον, ίνα και μάλλον αυτοίς χαρισώμεθα• τον και γεννώμενον ούτω, και γεννώντα μεγαλοπρεπώς, και άθλον ποιησάμενον τρισκαιδέκατον, εν μια νυκτί, τας Θεστίου πεντήκοντα θυγατέρας, ίν’ εκ τούτων ονομασθή Θεός...» (Α´, οζ´).

     Και τι μας εμποδίζει εμάς τους Χριστιανούς να του ανταποδώσουμε τα ίσα και να τον φωνάζουμε Ειδωλιανό, και Πισαίο, και Αδωναίο, και Καυσίταυρο, αυτόν τον «ευηθέστατο, και ασεβέστατο, και απαιδευτότατο τα μεγάλα»! (Α´, ξζ´). Αυτό το «γουρούνι, που κυλίστηκε στο βόρβορο» (Α´, νβ´), το είδε και μάντεψε τι λογής ήταν, στην Αθήνα, τον καιρό που σπούδαζαν:

     «...εποίει με μαντικόν η του ήθους ανωμαλία, και το περιττόν της εκστάσεως• είπερ μάντις άριστος, όστις εικάζειν οίδε καλώς. Ουδενός γαρ εδόκει μοι σημείον είναι χρηστού αυχήναπαγής, ώμοι παλλόμενοι και ανασηκούμενοι, οφθαλμός σοβούμενος και περιφερόμενος, και μανικόν βλέπων, πόδες αστατούντες και μετοκλάζοντες, μυκτήρ ύβριν πνέων και περιφρόνησιν, προσώπου σχηματισμοί καταγέλαστοι το αυτό φέροντες, γέλωτες ακρατείς τε και βρασματώδεις, νεύσεις και ανανεύσεις συν ουδενί λόγω, λόγος ιστάμενος και κοπτόμενος πνεύματι, ερωτήσεις άτακτοι και ασύνετοι, αποκρίσεις ουδέν τούτων αμείνους, αλλήλαις επεμβαίνουσαι και ουκ ευσταθείς, ουδέ τάξει προϊούσαι παιδεύσεως» (Β´, κγ´).

     Ο Ναζιανζηνός όχι μόνο εννοεί να δείξει πως ξέρει τα γράμματά του και τη μυθολογία του — άλλο ζήτημα αν οι μύθοι της παλιάς μισητής θρησκείας ηχούν στο στόμα του, με κάποιον τρόπο, σαν τους μύθους της ιπποσύνης στο στόμα του Θερβάντες — αλλά και φανερά χαίρεται τη φράση του και παρασύρεται από τον ήχο της και το ρυθμό της. Τούτο δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο• είναι μέσα στις συνήθειες των ρητόρων της εποχής, που προσπαθούσαν να συγκινήσουν με μελωδικά μέσα. Άλλωστε οι Χριστιανοί πολεμούν τους ειδωλολάτρες με τις ίδιες τους τις τέχνες. H ακόλουθη περικοπή είναι από τον επινίκιο:

     «Ουκ έτι φθέγγεται δρυς• ουκ έτι λέβης μαντεύεται• ουκ έτι Πυθία πληρούται, ουκ οίδ’ ώντινων, πλην μύθων και ληρημάτων. Πάλιν η Κασταλία σεσίγηται, και σιγά, και ύδωρ εστίν ου μαντευόμενον, αλλά γελώμενον πάλιν ανδριάς άφωνος ο Απόλλων...• πάλιν ανδρόγυνος ο Διόνυσος, και χορόν μεθυόντων εξηρτημένος, και το μέγα σου μυστήριον ο φαλλός, και Προσύμνω τω καλώ θεός παθαινόμενος• ...πάλιν Αφροδίτη πόρνη γενομένη τε αισχρώς, και γάμων αισχρών υπηρέτις• πάλιν Αθηνά παρθένος τε εστί, και τίκτει δράκοντα• πάλιν Ηρακλής μαίνεται, μάλλον δε μαινόμενος πέπαυται• ... Γελώ σου τον Πάνα, και τον Πρίαπον, και τον Ερμαφρόδιτον, και τους υπό μανίας περικεκομμένους ή διεσπασμένους θεούς...» (Β´, λβ´).

               ...ο αποτρόπαιος 
     Ιουλιανός δεν βασιλεύει πια.

     Υπέρ του ευσεβέστατου Ιοβιανού ευχηθώμεν      (ρκζ´)

—τον τελευταίο στίχο θα τον εδιάβαζα ψαλμωδώντας, όπως ψέλνουν σήμερα στις εκκλησίες το «υπέρ του ευσεβεστάτου δεσπότου ημών δεηθώμεν». Έχω παραθέσει υπερβολικά μεγάλες περικοπές του Γρηγορίου• πώς ν’ αποχωριστεί κανείς από τέτοια κείμενα.

Γιώργος Σεφέρης, «Aκόμη λίγα για τον Aλεξανδρινό» (1962)

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ





 Κύριε 
σού έφερα το πρόσφορο 
ζεστή ακόμα η σάρξ με σφραγίδα 
εδώ το χαρτονόμισμα να δώσεις κάτι στο κερί 
που σου διαβάζει οδυρμούς εν περιλήψει 
κι εδώ είναι το χαρτί με των ψυχών τα ονόματα. 
Όσα μπορείς αγίασον. 

 Για την Ελένη κυρίως ενδιαφέρομαι 
ήτανε κάποτε η μάνα μου. Τώρα δεν ξέρω 
τι συγχωνεύσεις έκανες 
αν σε κοινό αυλάκι ρέει 
το ίδιο αίμα με το ξένο 
αν το αδειάζεις ως απόβλητο 
εκεί που υδρεύονται οι πίστεις 
αν το επεξεργάζεσαι βαφή για τα τριαντάφυλλα 
βαφή για τον θυμό των άυλων πραγμάτων 
- να ρίχνεις καμιά στάλα από δαύτο 
στο μαύρο που ’ναι οι πληγές - αίμα δικό τους είναι. 

Ελένη. Να σ’ την δείξω μην την μπερδέψεις 
με άλλες έτσι που κατάργησες τα επίθετα 
κατάργησες τις ανομοιότητες. 
Μόνο διακριτικό που τους απέμεινε 
είναι πόσο τους ξέχασαν 
και πόσο ακόμα τους θυμούνται. 
Αλλά αυτό εσένα μάλλον σε μπερδεύει. 
Το έργο σου εσύ το αναγνωρίζεις 
απ’ το ευδιάκριτο εκείνο αδιακρίτως. 

Ελένη Ελένη - άσε τον Αθανάσιον 
τον έχω αναλάβει εγώ αυτόν 
τον αναπαύω εγώ αυτόν σε πουπουλένια κλάματα. 
Τη μάνα μου αγίασον. 

Έλα πιο κάτω να σ’ την δείξω. 
Είναι εκείνη η συρμάτινη φουρκέτα. 
Διχαλωτή αιωρείται σαν κεραίες 
σβησμένου αποτυπώματος μικρού σαλιγκαριού. 

Έτσι έζησαν τα λιγοστά μαλλιά της. 
Γυροφέρνοντας το σχήμα ενός κότσου 
ίδιος με ασθενικό σαλιγκαριού καβούκι 
που όλο ξεγλιστρούσαν και κατέρρεαν 
αδύναμοι οι κύκλοι του απ’ τη περιέλιξή τους. 
Και η φουρκέτα - συνέχισε μάνα για λίγο εσύ 
να τρέξω εγώ να πιάσω τον κρυφτούλη ήχο 
της πτώσης άφθαρτα όπως χτυπά 
επάνω στην πλακόστρωτη την πατρική επιφάνειά μου. 

Αυτή είναι, δες την καλά. 
Κοίτα μη μου αγιάσεις ξένη μάνα 
και γίνει η στοργική ορφάνια μου 
μετά από τόσα χρόνια μητριά μου.


 Κική Δημουλά, Η εφηβεία της λήθης, 1994




Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

Η Παιδεία των Πατέρων

   Τελικά, ποιο ήταν το είδος των σπουδών του Γρηγορίου του Θεολόγου στην Αθήνα; Η συντάκτρια του άρθρου1 βασιζόμενη στον Επιτάφιο λόγο του προς τον Μ. Βασίλειο (παράγραφοι 14-24) δίνει τις βασικές παραμέτρους της εκπαίδευσης των νέων που συνέρρεαν στην Αθήνα τον 4ο  αι.

        Αναλυτικότερα, οι σπουδές εξακτινώνονταν στους τομείς της ρητορικής, της γραμματικής και της φιλοσοφίας και με κάποια υπερβολική διάθεση και στους τομείς της αστρονομίας, γεωμετρίας, αριθμητικής, ιατρικής και μουσικής. Η γραμματική ενίοτε ταυτίζεται με τη σοφιστική η οποία ήταν ανώτερη της ρητορικής αλλά κατώτερη από τη φιλοσοφία. Όσον αφορά στη φιλοσοφία αυτή την εποχή είναι ένας αμφιλεγόμενος όρος, καθώς για την Εκκλησία σχετίζεται με την ασκητική πρακτική, ενώ για τους Έλληνες φιλοσόφους είναι η σπουδή και ερμηνεία των πρώτων αρχών του κόσμου.

   Το προηγούμενο ερώτημα εστιάζεται πλέον στο είδος της φιλοσοφίας που σπούδασαν οι δύο ιεράρχες, αφού η φιλοσοφία στην Ακαδημία αποτελούσε πιστοποιητικό του εθνικού προσανατολισμού των σπουδαστών. Μάλιστα, ο Γρηγόριος υιοθετεί τη διαίρεση της φιλοσοφίας σε κλάδους κατά τον Αριστοτέλη, οπότε εξ ορισμού απορρίπτει τις θρησκευτικές τελετουργίες του νεοπλατωνισμού. Αντίθετα από την υποκριτική συμπεριφορά του Ιουλιανού, ο Γρηγόριος και ο Βασίλειος φανερά και ενσυνείδητα διαχωρίζουν την εθνική θρησκεία, υποστηρίζοντας ότι ακόμη και η μυθολογία είναι παρερμηνεία και διαστρέβλωση της Π. Διαθήκης. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος τοποθετείται απερίφραστα για τα αγαθά της παιδείας της εποχής του. Η παιδεία, σύμφωνα με τη θέση του, καταξιώνει την ανθρώπινη ύπαρξη, αν στηρίζεται στα εκκλησιαστικά κείμενα και στη θύραθεν γραμματεία.

   Με βάση όσα προηγήθηκαν η συγγραφέας εικάζει ότι οι άγιοι Γρηγόριος και Μ. Βασίλειος παρακολούθησαν γενική φιλοσοφία μέσα από διαλέξεις και αυτοσχέδιους διαγωνισμούς ανάπτυξης θεμάτων και επικεντρώθηκαν ιδιαίτερα στην ερμηνεία έργων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Τεκμήριο αυτής της άποψης είναι η ιδιαίτερη χρήση του όρου φιλοσοφία ως του ησύχιου βίου των χριστιανών που τους οδηγεί στην προκοπή και βίωση της μεταθανάτιας ζωής. Εξάλλου, και ο Προαιρέσιος, δάσκαλος του Γρηγορίου-Βασιλείου αλλά και του Ιουλιανού χαρακτηρίζεται σοφιστής και ο ίδιος ο Γρηγόριος αυτοαποκαλείται σοφιστής (Επιστολή 189,308 και 176 PG 37, 288). Επίσης μετά το πέρας των σπουδών του εκλέγεται στον σοφιστικό θρόνο και μεταξύ των βιογράφων του χρησιμοποιείται η προσωνυμία του σοφιστή μέχρι την τελική επικράτηση της ονομασίας Θεολόγος.

1. Δ. Λιάλιου, «ο χαρακτήρας των σπουδών του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου περί τα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα», σελ. 214-235 στο Γρηγοριανά Α΄, ΦΘΒ 35, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1997  

Η σχηματική παρουσίαση της Παιδείας των Πατέρων




Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Ο πόνος του θανάτου




Άννα Κόλτσιου-Νικήτα, Η Μητέρα του Χριστού «παρὰ τῷ Σταυρῷ» (Ιω 19,25): Βιβλική περιγραφή και ποιητικός μετασχηματισμός στην υμνογραφία της Μ. Εβδομάδος

Εισήγηση της Καθηγήτριας του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο 14ο Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Βιβλικών Σπουδών με θέμα: «Το πρόσωπο της Μητέρας του Χριστού στην Αγία Γραφή»

Αναδημοσίευση από το : http://blogs.auth.gr/moschosg

   Η λιτή σκηνή της παρουσίας της Μητέρας του Χριστού στο Σταυρό, λίγο πριν το «τετέλεσται», όπως αυτή παραδίδεται στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία μιας πλούσιας γραμματειακής παράδοσης: πλήθος πεζών και ποιητικών κειμένων επιχειρούν να αποτυπώσουν ή να ερμηνεύσουν, με ιδιαίτερο  κάθε φορά τρόπο, το μέγεθος του πόνου της Παναγίας – μάνας μπροστά στο θάνατο του Χριστού. Όλη αυτή η κατάθεση λόγου και τέχνης αποτελεί τον μοναδικό και ιδιαίτερο κρίκο μιας γραμματειακής αλυσίδας που συνέχει διαχρονικά ποικίλα κείμενα όλων των εποχών τα οποία αφορμώνται από τον πόνο του θανάτου[1]. Ο προχριστιανικός κόσμος, από τις πρώτες άτεχνες επιτύμβιες επιγραφές μέχρι τους περίτεχνους παραμυθητικούς λόγους της κλασικής γραμματείας, στέκεται συγκλονισμένος μπροστά στο θάνατο και αναζητά τρόπους να βρει έναν παρηγορητικό λόγο, ένα φάρμακο «νηπενθές»  (από το  στερητικό νη– και τη λέξη πένθος), δηλ. ένα φάρμακο που να απομακρύνει τον πόνο του πένθους[2].

  Στη μακρά αυτή γραμματειακή παράδοση η σκηνή της παρουσίας της Παναγίας δίπλα στο σταυρό λίγο πριν από το θάνατο του θεανθρώπου συνιστά μια κομβική στιγμή, μοναδική και ανεπανάληπτη για τη θεώρηση της δραματικής απώλειας του θανάτου.  Η Παναγία είναι η μάνα που θρηνεί το θάνατο όχι απλά  του Υιού αλλά και του θεού της. Αυτή η διπλή οδύνη της θεοτόκου είναι πράγματι ασύλληπτη: μηδὲν ὅμοιον ἄλγος ἀνθρώποις γενέσθαι, σημειώνει ο Νείλος Καβάσιλας[3]. Η Παναγία βρίσκεται μπροστά στο υπέρλογο μυστήριο του Εσταυρωμένου Υιού της, δια του θανάτου του οποίου θα νικηθεί ο ίδιος ο θάνατος, θα κατακρημνιστούν οι πύλες του Άδη. Αυτή η υπερβατική στιγμή όπου ο θάνατος και η ζωή συνυπάρχουν, όπου ο θάνατος εμπεριέχει το μήνυμα της ανάστασης και της αιώνιας ζωής, έρχεται να σφραγίσει και να μεταστρέψει τα γραμματειακά δεδομένα: η οδύνη και ο θρήνος του θανάτου συμπλέκεται με το τραγούδι της ανάστασης. Αυτή ακριβώς η υπέρτατη δραματική  κορύφωση  της συγκεκριμένης στιγμής, που τόσο λιτά περιέγραψε ο ευαγγελιστής Ιωάννης, εκκινεί τη γραφίδα ιδιαίτερα των υμνογράφων σε εμπνευσμένες λογοτεχνικές συμβάσεις και υπερβάσεις: συνδυάζοντας έναν υπαινικτικό αλλά ουσιαστικό θεολογικό λόγο με την ποιητική έμπνευση και φαντασία οι ποιητές των ύμνων κληροδότησαν στην εκκλησιαστική γραμματεία μοναδικά και ανεπανάληπτα κείμενα.

Η βιβλική περιγραφή: Λιτότητα και απουσία

Ο Ιωάννης, είναι ο μόνος από τους ευαγγελιστές ο οποίος κάνει λόγο για την παρουσία της Μητέρας του Χριστού παρὰ τῷ Σταυρῷ, ενώ για την καρτερία που επέδειξε η Παναγία πριν και μετά το σταυρό, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Γεώργιος Νικομηδείας «οὔτ΄ αυτὸς οὔτ΄ ἕτερος τῶν Εὐαγγελιστῶν τρανώτερον μέμνηται»[4].

Παραθέτουμε το κείμενο του Ιωάννη:

εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.  ᾿Ιησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου.

Όπως διαπιστώνουμε, η ιωάννεια βιβλική αναφορά περιορίζεται περιγραφικά σε ένα στατικό ρήμα, το ρήμα «εἱστήκεισαν», ενώ λεκτικά στην αποστροφή του Χριστού προς τη μητέρα του: «γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου» [5]. Αυτός είναι ο μόνος λόγος που απευθύνει ο Χριστός στην Θεοτόκο κατά τη διάρκεια του πάθους[6]. Στεκόταν εκεί η μητέρα του Χριστού, μαζί με τις άλλες γυναίκες που τον ακολούθησαν στην πορεία προς το Γολγοθά, θα έλεγε κανείς ακίνητη, εμβρόντητη μπροστά στο πάθος, αλλά, χωρίς καμιά αμφιβολία και σε καμία περίπτωση ανέκφραστη.

Η θεώρηση της πατερικής και απόκρυφης γραμματείας

Στην εκκλησιαστική γραμματεία των πρώτων αιώνων σε Ομιλίες και Ερμηνευτικά Υπομνήματα, τα οποία αναφέρονται στα Πάθη και όπου υπάρχουν αναφορές της παρουσίας της Παναγίας στη Σταύρωση, εντοπίζονται αναφορές στην οδύνη και τον πόνο της Παναγίας, που έχουν ένα χαρακτήρα μάλλον συγκρατημένο, όσον αφορά τις εξωτερικές εκφράσεις και εκδηλώσεις του πόνου[7].

Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας συμπληρώνει αβίαστα την περιγραφή. Ο ευαγγελιστής, γράφει,  παρουσιάζει να παρίστανται δίπλα σταυρό η μητέρα του και οι άλλες γυναίκες, που «είναι ολοφάνερο ότι έκλαιγαν»: Παρισταμένας εἰσφέρει τῷ σταυρῷ τήν τε Μητέρα αὐτοῦ καὶ σὺν αὐτῇ τὰς ἑτέρας, δῆλον δὲ ὅτι κλαιούσας. Και αυτό γιατί το γένος των γυναικών είναι φιλόδακρυ καὶ πολὺ λίαν εἰς θρήνους εὐπετὲς καὶ μάλιστα ὅταν πλουσίους ἔχει πρὸς τὸ δακρυρροεῖν ἀφορμάς[8].

Αργότερα, τον 9ο αιώνα στον Γεώργιο Νικομηδείας και στην Ομιλία του Εἰς τὸ Εἱστήκεσαν παρὰ τῷ σταυρῷ συναντούμε μια εκτενή περιγραφή της παρουσίας της Παναγίας στο πάθος. Η Παναγία, παρουσιάζεται να ακολουθεί σταθερά τον Χριστό στη δίκη, στην πορεία προς το Γολγοθά, στη σταύρωση. Παραμερίζοντας με κάθε τρόπο αυτούς που ήταν ολόγυρα καταφέρνει να αγγίξει το σταυρό και να φιλήσει τα πόδια του γιού της. Θρηνεί τον άδικο θάνατο, την αχαριστία των ανθρώπων, καλεί τη φύση να θρηνήσει μαζί της, αλλά στο τέλος κατευοδώνει τον Δεσπότη και αγαπημένο της γιο στην πορεία του προς τη δόξα για τη σωτηρία των ανθρώπων, ζητώντας μόνο έναν παρηγορητικό τελευταίο λόγο. Και η απάντηση του Χριστού είναι γεμάτη αγάπη και μέριμνα. Μια σειρά από αντιθέσεις, ερωτήσεις, εκτενής  διάλογος, καθώς και η συμμετοχή της φύσης στο πάθος δημιουργούν ένα έντονα συγκινησιακό κλίμα[9].

Όσον αφορά την απόκρυφη γραμματεία, στο κείμενο του Νικοδήμου η περιγραφή της οδύνης της Παναγίας επεκτείνεται επίσης και στην πορεία προς το Γολγοθά, αλλά και μετά τη σταύρωση. Η Παναγία φέρεται να πέφτει λιπόθυμη βλέποντας το Χριστό επάνω στο Σταυρό.

Ἡ Θεοτόκος ἰδοῦσα αὐτὸν ὀλιγοψύχισε καὶ ἔπεσεν ἐξ ὀπίσω  εἰς τὴν γῆν… ἀφ΄ οὗ δὲ ἀνέπνευσεν καὶ ἠγέρθη, ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ λέγουσα:

Υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος ἔδυ τῆς μορφῆς σου; … Καὶ ταῦτα λέγουσα κατέξαινε μετὰ τῶν ὀνύχων τὸ πρόσωπον αὐτῆς καὶ ἔτυπτεν τὸ στῆθος.

Ο μονόλογός της χαρακτηρίζεται από έντονο λυρισμό και προσομοιάζει με τον επιτάφιο θρήνο, ενώ η περιγραφική αποτύπωση των θρηνητικών της εκδηλώσεων φέρει έντονα στοιχεία οδύνης και σπαραγμού[10].

Αξιοσημείωτο είναι το  μοτίβο της αποστροφής στο Σταυρό να κλίνει προς το μέρος της για να αγκαλιάσει και να φιλήσει τον Υιό της[11]:

Ἡ δὲ ἔκλαιεν μεγάλως…Καὶ πρὸς τὸν Σταυρὸν ἀφορῶσα ἔλεγε:

              Κλῖνον, σταυρέ,  ἵνα περιλαβοῦσα τὸν Υἱόν μου καταφιλήσω.

Οι υπερβολικές εκδηλώσεις της οδύνης οδηγούν στην απομάκρυνσή της από τον τόπο της Σταύρωσης, ένα άλλο επίσης μοτίβο των θρήνων της Παναγίας [12].



Υμνογραφία και λογοτεχνικές συμβάσεις

Οι υμνογράφοι, ως γνωστόν, προσλαμβάνουν τα βιβλικά και πατερικά κείμενα, αλλά στη συνέχεια, χάρη στην υψηλή λογοτεχνική τους ευρηματικότητα, δεν διστάζουν να τα μεταποιούν και να τα μετασχηματίζουν. Με την παράλληλη χρήση σχημάτων λόγου και διανοίας και την παραστατικότητα των εικόνων και  των αντιθέσεων, την αξιοποίηση κοινών τόπων και τη χρήση ποικίλων λογοτεχνικών συμβάσεων συνθέτουν έναν εξαιρετικά υψηλό και θαυμαστό ποιητικό τρόπο έκφρασης και επιτυγχάνουν μια εντυπωσιακή λυρικότητα και ταυτόχρονα μέθεξη και συναισθηματική κορύφωση, ενώ παράλληλα συμβάλλουν και στην πρόσληψη  εμμελώς διατυπωμένων δογματικών αληθειών. Με μια μοναδική λεκτική δεξιοτεχνία, συνεπικουρούμενη και από το μέλος, κατορθώνουν να πλαισιώσουν τα βασικά θεολογικά μηνύματα και να δημιουργήσουν εν τέλει ένα υπερ-κείμενο ή ένα κείμενο πίσω από τις λέξεις. Στο πλαίσιο αυτό μεταπλάθεται και η περιγραφή της σκηνής παρὰ τῷ Σταυρῷ από τους υμνογράφους.

Η Υμνογραφία της Μ. Εβδομάδος

Η απεικόνιση της σκηνής παρὰ τῷ Σταυρῷ εντάσσεται στην υμνογραφία που ακούμε το εσπέρας της Μ. Πέμπτης και επενδύεται  αρμονικά με τον αντιφωνικό χαρακτήρα του μέλους της ημέρας. Η σκηνή απαντάται σε τρία σημεία.

Ι. Στο ΙΕ΄ αντίφωνο, μετά το Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, και ενώ ο Εσταυρωμένος έχει τοποθετηθεί στο κέντρο της Εκκλησίας, στα βλέμματα των πιστών, που έχουν υψωθεί στον Εσταυρωμένο, είναι σαν να προστίθεται και το βλέμμα της μητέρας του Χριστού, την ώρα που ψάλλεται το τροπάριο:

Ὁρῶσά σε κρεμάμενον, Χριστέ, ἡ σὲ κυήσασα, ἀνεβόα· Τί τὸ ξένον, ὃ ὁρῶ, μυστήριον, Υἱέ μου; πῶς ἐπὶ ξύλου θνῄσκεις σαρκὶ πηγνύμενος, ζωῆς χορηγέ;

Η απορία της θεοτόκου στη θέα του εσταυρωμένου ανακαλεί την αντίστοιχη απορία του υμνογράφου στον Ειρμό της ένατης Ωδής των Χριστουγέννων[13]. Η πρώτη λέξη του αντιφώνου δηλώνει την Παναγία που είναι εκείνη η οποία έφερε στη ζωή τον Χριστό, ενώ η τελευταία φράση δηλώνει τον ίδιο τον χορηγό της ζωής. Έτσι ο θάνατος μοιάζει να έχει ήδη ηττηθεί, καθώς εγκιβωτίζεται τεχνηέντως μέσα στην ίδια τη ζωή.

ΙΙ. Η εικόνα της Παναγίας που ατενίζει τον εσταυρωμένο επανέρχεται μετά το όγδοο Ευαγγέλιο.

Τὸν δι᾿ ἡμᾶς σταυρωθέντα δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν,
αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ ξύλου καὶ ἔλεγεν·
«Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

Η σκηνή εκπέμπει ένα ήθος καρτερικότητας που πηγάζει από την αναγνώριση της διπλής ιδιότητας του Χριστού από τη μητέρα του: σὺ ὑπάρχεις ὁ υἱὸς καὶ θεός μου.

Και ενώ η εκδήλωση της οδύνης ενώπιον σταυρού φαίνεται να απουσιάζει, ο οίκος που ακολουθεί αμέσως μετά, αίφνης κλιμακώνει και κορυφώνει την ένταση της σκηνής:

Τὸν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον ἠκολούθει Μαρία τρυχομένη μεθ” ἑτέρων γυναικῶν ταῦτα βοῶσα· Ποῦ πορεύῃ, τέκνον; τίνος χάριν τὸν ταχὺν δρόμον τελεῖς; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ κἀκεῖ νῦν σπεύδεις, ἵνα ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσης; συνέλθω σοι, τέκνον, ἢ μείνω σοι μᾶλλον; δός μοι λόγον, Λόγε· μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με· σὺ γὰρ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.

Η συγκλονιστική εισαγωγική παραβολική εικόνα του τροπαρίου αυτού και ο καταιγιστικός χαρακτήρας των ερωτήσεων που η Παναγία απευθύνει στον ελκόμενον επί σφαγήν Υιόν της, μαζί με τη σταθερά επωδό της αναγνώρισης του Υιού και θεού, συνιστούν ένα από τα εξοχότερα κείμενα του Ρωμανού του Μελωδού, από τον οποίο και προέρχονται. Πρόκειται για το προοίμιο και τον πρώτο οίκο από το Κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού Εἰς τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὸν Θρῆνον τῆς Θεοτόκου.[14]

Ο Ρωμανός στο Κοντάκιο αυτό επινοεί ένα δραματικό σκηνικό συμφύροντας και ανατρέποντας ποιητική αδεία δύο βιβλικές σκηνές: τη σκηνή από τον ευαγγελιστή Λουκά στο δρόμο προς τον Γολγοθά, όπου ἠκολούθει δὲ αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν, αἳ καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν αὐτόν[15], και τη μεταγενέστερη χρονικά σκηνή του ευαγγελιστή Ιωάννη,  όπου ο Χριστός έχει ήδη αναρτηθεί στο σταυρό και κάτω από το σταυρό στέκεται η μητέρα του και η Μαρία η Μαγδαληνή και στην οποία βέβαια δεν γίνεται κανένας λόγος για θρήνο.  Αφορμώμενος από τα δύο αυτά βιβλικά χωρία ο υμνογράφος δημιουργεί μια μοναδική δραματική σκηνή, όπου ο πόνος της μητέρας συμπλέκεται με τη χριστολογία, όπου η λογική αγωνίζεται να συλλάβει το μέγα μυστήριο ενός θανάτου που είναι η πηγή της ζωής και της σωτηρίας του γένους των ανθρώπων. Στο υμνογραφικό αυτό κείμενο εντοπίζονται τρεις, καθοριστικές για την γραμματειακή εξέλιξη, λογοτεχνικές συμβάσεις: η σκηνή μετατοπίζεται χρονικά και τοπικά στο δρόμο προς τον Γολγοθά, κυριαρχεί και πρωταγωνιστεί η μορφή της ολοφυρόμενης Παναγίας και τη θέση της σύντομης βιβλικής αποστροφής του Χριστού Γύναι, ἰδοὺ ὁ Υἱός σου παίρνει ένας εκτενής δραματικός διάλογος  με έντονο θεολογικό χαρακτήρα[16]. Η τολμηρή πρωτοτυπία του Ρωμανού έγκειται στο ότι η Παναγία δεν κλαίει τον εσταυρωμένο, αλλά θρηνεί και αρνείται να αποδεχτεί τη μοίρα του στο δρόμο προς τον Γολγοθά.

Πρόκειται για  έναν εξαιρετικό αγώνα λόγων ανάμεσα στην Παναγία και τον Χριστό, ο οποίος ανακαλεί τον αγώνα λόγων της αρχαίας τραγωδίας. Ο Χριστός επιχειρεί να πείσει τη μητέρα του για την αναγκαιότητα της σταυρικής του θυσίας, ενώ εκείνη φαίνεται να αδυνατεί αρχικά να κατανοήσει τη θεολογική επιχειρηματολογία. Η δραματική ένταση του διαλόγου κλιμακώνεται μέσα από τη σταδιακή επίγνωση και συνειδητοποίηση ότι η Σταύρωση είναι αναγκαία.

Αυτή η τολμηρή πρωτοτυπία και υπέρβαση του Ρωμανού ισορροπεί σε μια παλίντονη αρμονία καθώς από τη μια φαίνεται να προτάσσει τον ανθρώπινο πόνο της μητέρας Παναγίας, με την προσφώνηση Υἱέ μου που επανέρχεται συνεχώς και από την άλλη διατρανώνει τη συνύπαρξη της θείας και ανθρώπινης φύσης του Χριστού, μέσα από την επωδό σὺ γὰρ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου που επαναλαμβάνεται στο τέλος κάθε στροφής. Στο τέλος του διαλόγου μητέρα και γιος χρησιμοποιούν το ίδιο ρήμα με εντελώς διαφορετική σημασία. Διεκδικώντας τη νίκη επί του θανάτου ο Ιησούς χρησιμοποιεί το ρήμα νικῶ στην ενεργητική φωνή[17]. Ομολογώντας ότι ηττήθηκε από την αγάπη της για το Χριστό, η Παναγία χρησιμοποιεί το ίδιο ρήμα στην παθητική φωνή[18]. Μέσα από αυτή την αντίθεση ο Ρωμανός συμβολίζει τις τραγικές συνέπειες της διπλής σχέσης της Παναγίας με το Χριστό.  Γιατί η φιλανθρωπία του Χριστού θριαμβεύει μπροστά στο πάθος και το θάνατο, ενώ η  μητρική αγάπη της Παναγίας  καταδικάζεται στη θλίψη και τον αποχωρισμό από τον γιό και θεό της. Εν τέλει ο αγώνας λόγων στο δρόμο προς το σταυρό  και μπροστά στο σταυρό μετατρέπεται σε έναν αγώνα ανάμεσα στην μητρική αγάπη της Παναγίας για το γιό της και την θεϊκή αγάπη του Χριστού για όλο τον κόσμο. Θριαμβεύει η δύναμη της θεϊκής αγάπης[19].

ΙΙΙ. Η τρίτη κορυφαία στιγμή της υμνογραφικής απόδοσης της σκηνής της Παναγίας παρὰ τῷ Σταυρῷ είναι τα δύο σταυροθεοτοκία του Λέοντα  Στ΄ του Σοφού, που εντάσσονται στο συγκρότημα των έξι Αποστίχων, τα οποία ακολουθούν μετά το ΙΑ΄ ευαγγέλιο και ουσιαστικά είναι η τελευταία μεγάλη υμνογραφική σύνθεση της ακολουθίας της Μ. Πέμπτης.

Σήμερον σὲ θεωροῦσα ἡ ἄμεμπτος Παρθένος ἐν σταυρῷ, Λόγε, ἀναρτώμενον, ὀδυρομένη μητρῷα σπλάγχνα, ἐτέτρωτο τὴν καρδίαν πικρῶς· καὶ στενάζουσα ὀδυνηρῶς ἐκ βάθους ψυχῆς παρειὰς σὺν θριξὶ καταξαίνουσα κατετρύχετο· διὸ καὶ τὸ στῆθος τύπτουσα ἀνέκραζε γοερῶς·

και

Ἐπὶ ξύλου βλέπουσα κρεμάμενον, Χριστέ, σὲ τὸν πάντων Κτίστην καὶ Θεόν, ἡ σὲ ἀσπόρως τεκοῦσα ἐβόα πικρῶς· Υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος ἔδυ τῆς μορφῆς σου; οὐ φέρω καθορᾶν σε ἀδίκως σταυρούμενον· σπεῦσον οὖν ἀνάστηθι, ὅπως ἴδω κἀγὼ σοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν τριήμερον ἐξανάστασιν.

Ο υμνογράφος δημιούργησε έναν ανεπανάληπτο πίνακα του άφατου μητρικού πόνου της Παρθένου, που βλέπει τον αναμάρτητο Υιό της να υψώνεται στο Σταυρό. Με τον περιγραφικό λόγο στην αρχή, δανεισμένο από την απόκρυφη γραμματεία,  είναι σαν να ζωγραφίζει ανάγλυφα μπροστά στους πιστούς την εικόνα μιας μοιρολογήτρας, που σπαράζει τα σωθικά τους ο πόνος. Ο θαυμάσιος μονόλογος με το ρητορικό ερωτηματικό ύφος προετοιμάζει τους πιστούς για  τις υψηλότατες ποιητικές συλλήψεις του επιτάφιου θρήνου, ενώ η αριστοτεχνική και αναπάντεχη συναισθηματική ανατροπή στο τέλος έρχεται να εντάξει το θρήνο  στην αναστάσιμη προοπτική: σπεῦσον οὖν ἀνάστηθι, ὅπως ἴδω κἀγὼ σοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν τριήμερον ἐξανάστασιν[20].

Υμνογραφική «οικονομία» και λειτουργικός λόγος

Η υμνογραφική αποτύπωση της δραματικής αλλά και ανθρώπινης στιγμής του μητρικού πόνου της σκηνής της Παναγίας παρὰ τῷ Σταυρῷ στις ακολουθίες της Μ. Εβδομάδος αναδεικνύει την «οικονομία» του λειτουργικού λόγου προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτον όσον αφορά τα ίδια τα κείμενα και δεύτερον την οργανική ένταξή τους στην ευρύτερη λειτουργική τάξη.

Ο υμνογράφος αξιοποιώντας την εικόνα και το λόγο παρουσιάζει την Παναγία να ατενίζει τον Υιό της επάνω στο σταυρό, να απορεί, να θρηνεί και να οδύρεται, παράλληλα η συναισθηματική αυτή έξαρση και κορύφωση δεν λειτουργεί αυτόνομα αλλά με τρόπο που να υποβάλλει τη σωτηριολογική διάσταση του πάθους και την αναστάσιμη προοπτική.

Θα εστιάσουμε στην αριστοτεχνική των έξι τελευταίων Αποστίχων στα οποία εντάσσονται τα δύο Σταυροθεοτοκία του Λέοντα Σοφού.

Τα Απόστιχα αυτά συναποτελούν ένα οργανωμένο οικοδόμημα: η συνταρακτική περιγραφή  της θρηνούσας παρὰ τῷ Σταυρῷ Μητέρας του Χριστού εγκιβωτίζεται σε μια ευρύτερη υμνογραφική σύνθεση, έναν πίνακα στον οποίο παρουσιάζεται να έχει στρέψει το βλέμμα της τον εσταυρωμένο, να θρηνεί, να τρέμει και να συμπάσχει μαζί της όλη  η φύση.

Πᾶσα ἡ κτίσις ἠλλοιοῦτο φόβῳ θεωροῦσά σε ἐν σταυρῷ κρεμάμενον, Χριστέ.  Ὁ ἥλιος ἐσκοτίζετο καὶ γῆς τὰ θεμέλια συνεταράττετο. Τὰ πάντα συνέπασχον τῷ τὰ πάντα κτίσαντι.

Και την ίδια στιγμή ο υμνογράφος, εξ ονόματος όλων των πιστών, απορεί για την αδικία και την αχαριστία του δυσσεβούς και παράνομου λαού, ενώ την ίδια στιγμή η έξαρση της οδύνης ισορροπείται με το προανάκρουσμα της ανάστασης:

ἐπὶ ξύλου ἀνυψοῦται ὁ φιλάνθρωπος, ἵνα τοὺς ἐν ᾍδῃ δεσμώτας ἐλευθερώσῃ κράζοντας· Κριτὰ ζώντων καὶ νεκρῶν, ζωὴν ἦλθες παρασχεῖν καὶ οὐ θάνατον, φιλάνθρωπε, δόξα σοι.

Το κυρίαρχο αίσθημα με το οποίο κλείνει η ακολουθία είναι βαθειά ευγνωμοσύνη για τον πάσχοντα Χριστό, για την εκούσια θυσία του υπέρ της σωτηρίας του κόσμου. Αυτό το αίσθημα αποτυπώνεται και στο Εφύμνιο, που με κάποιες παραλλαγές επανέρχεται στο τέλος όλων σχεδόν των Αποστίχων και μεταδίδει τη συναίσθηση της υπομονής, της μακροθυμίας, της ακαταληψίας, της φιλανθρωπίας, εντέλει της αγαθότητος του Χριστού. Έτσι, με την κατακλείδα των υμνολογικών κειμένων της εσπέρας, ο πιστός συνειδητοποιεί ότι ο Χριστός υπέστη το Πάθος για τον καθένα από μας τους ίδιους προσωπικά. Το σημαντικότερο μήνυμα της σκηνής παρὰ τῷ Σταυρῷ είναι ότι τώρα ο άνθρωπος μπορεί να ατενίζει τον πόνο του θανάτου και του σταυρού υπό το φως και την ελπίδα της ανάστασης. Αυτή είναι η διαφορά από την προχριστιανική γραμματεία του θρήνου. Το «νηπενθές» φάρμακο, που αναζητούσε ο ομηρικός άνθρωπος, το χάρισε ο Χριστός παρὰ τῷ Σταυρῷ στην ολοφυρόμενη μητέρα του και δι΄ αυτής στις μητέρες και τους πενθούντες όλου του κόσμου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία για την παραμυθία στήν ελληνορωμαϊκή προχριστιανική και στη συνέχεια χριστιανική γραμματεία βλ. ενδεικτικά R. Kassel,  Untersuchungen zur griechischen und römischen Konsolationsliteratur, Μόναχο 1958, G. Garbarino, Temi e Forme della “Consolatio” nella Letteratura Latina,  Τορίνο 1982, N. C. Hultin, The rhetoric of consolation. Studies in development of the consolation mortis (διδακτ. διατρ.), John Hopkins Univ., 1965 και το τετράτομο έργο του Peter von Moos, Consolatio. Studien zur mittellateinischen Trostliteratur über den Tod und zum Problem der christlichen Trauer, Μόναχο 1971-72 και Άννα Κόλτσιου-Νικήτα, «Ο πόνος του θανάτου και η αντιμετώπισή του  στην προχριστιανική ‘παραμυθητική’ γραμματεία», στο: Ι. Κουρεμπελές κ.ά. (επιμ.), Ανθρώπινος πόνος και υπαρξιακός προβληματισμός, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 87-103.

[2] Οδύσσεια δ 221-225: αὐτίκ ἄρ’ εἰς οἶνον βάλε φάρμακον, ἔνθεν ἔπινον,/νηπενθές τ΄ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων./ὃς τὸ καταβρόξειεν, ἐπὴν κρητῆρι μιγείη,/οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι κατὰ δάκρυ παρειῶν,/οὐδ εἴ οἱ κατατεθναίη μήτηρ τε πατήρ τε.

[3] Νικολάου Καβάσιλα, Εις την Πάνδοξον Κοίμησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και παναχράντου Θεοτόκου 10, έκδ. Π. Νέλλα, Νικολάου Καβάσιλα, Η θεομήτωρ. Τρεις θεομητορικές Ομιλίες, Αθήνα 1974, σ. 210.

[4] Στον λόγο του  Εἰς τὸ Εἱστήκεσαν παρὰ τῷ σταυρῷ: Μόνης μέντοι τῆς παρὰ τῷ Σταυρῷ παραστάσεως τῆς Μητρός ὁ θεσπέσιος οὗτος μέμνηται θεολόγος, τῆς δὲ πρὸ αὐτοῦ καὶ τῆς μετ΄ αὐτὸν καρτερίας αὐτῆς.

[5] Για την προσφώνηση «γύναι» βλ. Ιω. Γαλάνης, «Η Θεοτόκος στον Ευαγγελιστή Ιωάννη», Βιβλικές ερμηνευτικές και θεολογικές μελέτες, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 380 κεξ.· Χρ. Καρακόλης, Η θεολογική σημασία των θαυμάτων στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, Θεσσλονίκη 1997, σ. 102 κεξ. και Δ. Τσελεγγίδης, Η θεοτόκος κατά την υμνογραφία των θεομητορικών εορτών, Γρηγόριος Παλαμάς 709 (1986), σ.23.

[6] Στο υπόλοιπο βιβλικό κείμενο διασώζεται ένας μόνο προτρεπτικός-παραμυθητικός λόγος που απευθύνει ο Χριστός στις γυναίκες αἳ καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν περὶ αὐτόν, την ώρα που ο ίδιος βάδιζε προς τον Γολγοθά:  Θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, μὴ κλαίετε ἐπ΄ ἐμέ, πλὴν ἐφ΄ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν (Λουκ. 23, 27 κεξ.).

[7] Και στην εκκλησιαστική γραμματεία της Δύσης η σκηνή της Παναγίας μπροστά στο σταυρό περιγράφεται μάλλον συγκρατημένα από τους συγγραφείς των πρώτων αιώνων και τονίζεται η υπομονή και η καρτερία της. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Αμβρόσιο, ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά: Stabat ante crucem mater, et fulgientibus viris, stabat intrepida, De Instit. Virg. VII. 49, PL 16 και αλλού: Stantem illam lego, flentem non lego (PL 16 De obitu Valentini consolatio). Όμως, αργότερα, ο Θωμάς Ακινάτης αναφερόμενος στη Μητέρα του Χριστού μπροστά στο σταυρό κάνει λόγο για τα δάκρυά της: Christus passus est secundum visum, videns matrem et discipulum quem diligebat, flentes, Summa Theologica, III quest. 46, art. 5

[8] Ερμηνεία εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 12, PG 74, 661Β. Βλ. σχετικά Χρ. Σταμούλη, «Η θεοτόκος και το μυστήριον του Σταυρού», ΕΕΘΣΘ 9  (1999) 275-280.

[9] Από τον 10ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά τον 11ο  αιώνα παρατηρείται μια αλλαγή. Κυρίως στους θρήνους μετά τον 12ο αιώνα αποτυπώνεται έντονα η οδύνη του θανάτου. Η υπερβολή στις εκδηλώσεις του πόνου γενικά αποδοκιμάζεται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων. Ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει: Ἐπίδειξιν γὰρ ἐν τοῖς θρήνοις ποιοῦνται καὶ τοῖς κωκυτοῖς, γυμνοῦσι βραχίονας, σπαράττουσαι τρίβους, χαράδρας ποιοῦσαι κατὰ τῶν παρειῶν…, Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Ιωάννην Ομιλία 62, 4, PG 59, 346. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι  υπερβολικές εκδηλώσεις πένθους καταδικάζονται και στον προχριστιανικό κόσμο. Η νομοθεσία του Σόλωνα προβλέπει τον περιορισμό των σχετικών υπερβολών, βλ. Πλούταρχος, Σόλων 21. Ο Κικέρων κάνει λόγο για σχετικές διατάξεις της Δωδεκαδέλτου (De legibus 3,59 κεξ.).

[10] Περισσότερα βλ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος (έκδ.), Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα Α΄. Απόκρυφα Ευαγγέλια, ΒΒ 13, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 136 κεξ.

[11] Η δεύτερη διασκευή του Ευαγγελίου του Νικοδήμου είναι γνωστή ως Διήγησις περί του πάθους του Κυρίου ημων Ιησού Χριστού (Acta Pilati) σε 3 χφ όχι παλαιότερα του 15ου αιώνα.

[12] Περισσότερες λεπτομέρειες στο Margaret Alexiou, Ο τελετουργικός θρήνος στην ελληνική παράδοση (επιμ. μετάφρ. Δ. Γιατρομανωλάκης, Π. Ρόιλος), ΜΙΕΤ Αθήνα 2002, σ. 134.

[13] Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον.

[14] Βλ. E. Catafygiotou Topping, “Mary at the Cross: St. Romanos’ Kontakion for Holy Friday”, Byzantine Studies/Études Byzantines 4 (1997), 18-37.

[15] Λκ. 23,27.

[16]Βλ.  Gr. Dobrov, “A Dialogue with Death: Ritual Lament and the θρήνος Θεοτόκου of Romanos Melodos”, Greek, Roman and Byzantine Studies 35 (1994), 385-405.

[17] ιδ´: Ἀπόθου οὖν, μῆτερ, τὴν λύπην ἀπόθου,/καὶ πορεύου ἐν χαρᾷ, …/δραμοῦσα οὖν, μῆτερ, ἀνάγγειλον πᾶσιν/ὅτι «πάσχων πλήττει τὸν μισοῦντα τὸν Ἀδὰμ/καὶ νικήσας ἔρχεται/ὁ υἱὸς καὶ θεός μου.

[18] ιε´: Νικῶμαι, ὦ τέκνον, νικῶμαι τῷ πόθῳ/καί οὐ στέγω ἀληθῶς, ἵν᾿ ἐγὼ μὲν ἐν θαλάμῳ,/σὺ δ᾿ ἐν ξύλῳ,/καὶ ἐγὼ μὲν ἐν οἰκίᾳ, σὺ δ᾿ ἐν μνημείῳ.

[19] Θάρσει, μῆτερ, ὅτι πρώτη μὲ ὁρᾷς ἀπὸ τοῦ τάφου, ἔρχομαι σοὶ δεῖξαι πόσων πόνων τὸν Ἀδὰμ ἐλυτρωσάμην καὶ πόσους ἱδρῶτας ἔσχον ἕνεκεν αὐτοῦ.

[20] Η πλέον αντιπροσωπευτική υμνογραφική απόδοση της σκηνής της Παναγίας παρὰ τῷ Σταυρῷ στη Δύση είναι η Sequentia Stabat Mater που ψάλλεται στην Ακολουθία των Παθών της Μ. Παρασκευής καθώς και στη λειτουργία της τρίτης εβδομάδος του Σεπτεμβρίου, κατά την οποία εορτάζεται η Mater dolorosa. Η ακολουθία αυτή  έχει χαρακτηριστεί ως η πλέον κατανυκτική και συγκινητική της καθολικής Eκκλησίας. Ο ποιητής εμφανίζει την τραγική εικόνα της μητέρας του Χριστού που στέκεται κάτω από το σταυρό  και θρηνεί για τον άδικο θάνατό του. Με ρητορικές ερωτήσεις προκαλεί τη συγκίνηση στους πιστούς, ενώ ο πιστός συμπάσχει και στο τέλος επικαλείται  τη μεσολάβηση της Παναγίας για τη σωτηρία του κατά την ημέρα της κρίσεως. Για το είδος αυτό, τις πηγές και τη λειτουργική του χρήση, βλ. Μ. Βουτσίνου-Κικίλια,  Sequentiae. Συμβολή στη Λατινική Μεσαιωνική Λογοτεχνία, περιοδικό «Παρουσία», Παράρτημα αρ. 14, Αθήνα 1991.

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Οι Τρεις Ιεράρχες και η Παιδεία


   Ο επιτάφιος λόγος του Γρηγορίου Ναζιανζηνού προς τον Μ. Βασίλειο απεικονίζει τη σαγηνευτική αλληλεπίδραση μεταξύ ρητορικής και ιστορίας και είναι μια αρκετά αξιόπιστη πηγή για τη ζωή του Βασιλείου αλλά και για τις αντιλήψεις αμφοτέρων περί παιδείας. Ο Γρηγόριος αγαπά την ελληνική κουλτούρα πιο παθιασμένα από τον Βασίλειο και δημιουργεί μια ουσιαστική ενοποίηση της θύραθεν με τη χριστιανική παιδεία.  Ο Βασίλειος και ως πνευματικός πατέρας συμβουλεύει, σε μια καίρια εποχή μετά την έκδοση του διατάγματος του Ιουλιανού, εκλεκτικότητα στην άντληση διδαγμάτων από τους θύραθεν συγγραφείς  .

    Η ευτυχής συγκυρία της πνευματικής συνεύρεσης των δύο φίλων στην Αθήνα, «᾿Αθήνας τὰς χρυσᾶς ὄντως ἐμοὶ» , είναι αποτέλεσμα της βαθύτερης επιθυμίας τους να σπουδάσουν στο κέντρο της παιδείας της εποχής τους, χωρίς όμως να χάσουν τους δεσμούς τους με τη θρησκεία τους, κάτι που προκαλούσε η σύνδεση της μελέτης της φιλοσοφίας και ρητορικής με τις τελετουργίες της αρχαίας ελληνικής θρησκείας . Ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος ως συμφοιτητές στην Αθήνα υπέβαλαν την παραδοσιακή ρητορική εκπαίδευση στην υπηρεσία της πίστης τους. Υπ’ αυτήν την έννοια, «αἱ χρυσαί Ἀθῆναι» δεν είναι ένα σύμβολο που απειλεί τους Χριστιανούς με απώλεια της πίστης τους αλλά ένα σύμβολο που μπορεί να εναρμονισθεί με τον Χριστιανισμό , αρκεί η ώσμωση να γίνει με προσοχή. Ο Γρηγόριος δε διστάζει, προς την κατεύθυνση αυτή, να χρησιμοποιήσει ενισχυτικά την εικόνα της μέλισσας , αντιγράφοντας το ρητορικό του πρότυπο, τον Ισοκράτη  αλλά και τον Πλούταρχο . Ο Γρηγόριος δεν μπορεί να μην εξωτερικεύσει την αγάπη του για τα ελληνικά γράμματα , το ίδιο και ο Βασίλειος στον «καταστατικό χάρτη» της Παιδείας των Χριστιανών . 

   Έτσι, συντελέστηκε ένας ιστορικός συμβιβασμός των Χριστιανών οι οποίοι έπρεπε να είναι γνώστες της κλασικής παιδείας για να αντιμετωπίσουν τους εθνικούς με τα ίδια τους τα μέσα . Υιοθέτησαν την άποψη ότι τα κλασικά γράμματα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά αποτελούν το πιο αποτελεσματικό όπλο στην υπηρεσία της χριστιανικής θρησκείας . Αν και αιωρείται η άποψη ότι η στάση των δύο μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας  απέναντι στην ελληνική  Παιδεία είναι στάση επιλεκτικής απόρριψης, ματαιοπονίας και ενοχής την ίδια στιγμή που χρησιμοποιούν, σε κάθε περίπτωση,  exempla  από όλο το εύρος της θύραθεν γραμματείας. Αυτή η φαινομενική, όμως, αντίφαση, σύμφωνα με τον Β. Τατάκη οφείλεται στο γεγονός ότι και οι δύο Πατέρες θεωρούν την ελληνική Παιδεία μάταιη μόνο όταν τη συγκρίνουν με την αποκάλυψη του Θεού  . Εν κατακλείδι, στον επιτάφιο λόγο προς τον Μ. Βασίλειο δίνεται με διαυγή τρόπο ο προσανατολισμός της Παιδείας των Χριστιανών του 4ου αιώνα έτσι όπως καθορίστηκε με ομοφωνία και σύμπλευση απόψεων των Καππαδοκών Πατέρων .

  Στον Λόγο «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων» ο Μ. Βασίλειος θέτει δύο απαρέγκλιτες αρχές στη μελέτη της θύραθεν γραμματείας. Η πρώτη καθιστά τη σπουδή των αρχαίων επωφελή και αδήριτη για τους νέους και η δεύτερη, η σπουδή αυτή επιβάλλεται να γίνεται με τη μέγιστη προσοχή. Για τη μελέτη του λόγου βλ. E. L. Fortin, «Christianity and Hellenism in Basil the Great’s Address ‘’Ad Adulescentes’’», στο: H. J. Blumenthal και R. A. Markus (εκδ.), Neoplatonism and Early Christian Thought, Essays in Honor of A. H. Armstrong, Λονδίνο 1980, σελ. 189-203  και Μ. Στασινόπουλου, Μορφές από τον τέταρτον αιώνα μ.Χ.: ιστορική εισαγωγή στον "λόγο προς τους νέους" του Μεγάλου Βασιλείου, Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1972, σελ. 208-290
  Βλ. Γ. Μαρτζέλου, « Ο Μ. Βασίλειος ως πρότυπο πνευματικής πατρότητας», σελ. 7 στο:  users.auth.gr/martzelo/index.files/docs/99.doc, ανακτήθηκε 9/7/2016
  F. Boulenger, Gregoire De Nazianze: Discours Funebres En L'honneur De Son Frere Cesaire Et De Basile De Cesaree, 14, 1, 5-7
  Βλ. Δ. Λιάλιου, «Ο χαρακτήρας των σπουδών του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου περί τα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα», ό.π., σελ. 222-226
 Για τον ρόλο που διαδραμάτιζε η Αθήνα στην ύστερη Αρχαιότητα και για τις διαφορετικές προσλήψεις του συμβόλου της Αθήνας στον Λιβάνιο και τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό Βλ. A. Wenzel, «Libanius, Gregory of Nazianzus, and the ideal of Athens in Late Antiquity», J.L.A.  3 (2010), σελ. 264-285
  13, 1, 1-4:  « ᾿Επεὶ δὲ ἱκανῶς εἶχε τῆς ἐνταῦθα παιδεύσεως, ἔδει δ' αὐτὸν μηδὲν τῶν καλῶν διαφυγεῖν, μηδὲ τῷ φιλοπόνῳ τῆς μελίσσης ἀπολειφθῆναι συλλεγούσης ἐκ παντὸς ἄνθους τὰ χρησιμώτατα,»
  Η εικόνα της μέλισσας που πετάει πάνω από κάθε άνθος αλλά παίρνει όλα τα καλά από το καθένα υπάρχει στον Προς Δημόνικον λόγο του Ισοκράτη : 52, 1-5: «῞Ωσπερ γὰρ τὴν μέλιτταν ὁρῶμεν ἐφ' ἅπαντα μὲν τὰ βλαστήματα καθιζάνουσαν, ἀφ' ἑκάστου δὲ τὰ βέλτιστα λαμβάνουσαν, οὕτω δεῖ καὶ τοὺς παιδείας ὀρεγομένους μηδενὸς μὲν ἀπείρως ἔχειν, πανταχόθεν δὲ τὰ χρήσιμα συλλέγει». Για την πρόσληψη του Ισοκράτη από τους Πατέρες της εκκλησίας βλ. N. Voliotis, The tradition of Isocrates in Byzantium and his influence on modern education, ό.π., σελ. 63-87
  Για τη χρήση της μελισσουργικής παρομοίωσης και τη σύνδεσή της με τη φιλοπονία βλ. Άννα Κόλτσιου-Νικήτα, Γλωσσικές απόψεις και όψεις στα κείμενα των Καππαδοκών Πατέρων, σελ. 168-170
  Η διευρυμένη αναφορά στα χρόνια της Αθήνας, ίσως να εμφαίνει την υφέρπουσα αγάπη του Γρηγορίου για την Παιδεία, που οικοδομείται πάνω στα έργα των κλασικών Αθηναίων συγγραφέων. Ας σημειωθεί ότι τα χρόνια της Αθήνας ήταν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της πολυκύμαντης ζωής του ανθρώπου που αγαπούσε την απραξία του μοναχικού στοχασμού, για το θέμα βλ. A. Wenzel, «Libanius, Gregory of Nazianzus, and the ideal of Athens in Late Antiquity», ό.π., σελ. 283
 Έτσι χαρακτηρίζεται ο Λόγος «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων» Βλ. W. Jaeger, Πρωτοχριστιανικοί χρόνοι και Ελληνική παιδεία, ό.π., σελ. 78
  Αυτός ο εκπαιδευτικός προσανατολισμός ήταν συνέπεια των γενικότερων αντιλήψεων του Ιουλιανού για τον Χριστιανισμό που τον υποτιμούσε και θεωρούσε ότι ήταν δημιούργημα αμαθών ανθρώπων. Βλ.  Μ. Στασινόπουλος, Μορφές από τον τέταρτον αιώνα μ.Χ.,  σελ.  86-87
  Για μια εμπεριστατωμένη άποψη επί του θέματος του εκπαιδευτικού προσανατολισμού του 4ου αι. βλ. P. Lemerle, Ο Πρώτος βυζαντινός ουμανισμός: σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα, (μετ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου), Μ. Ι. Ε. Τ., Αθήνα 19852, σελ. 50-59
  Και ο Γρηγόριος δείχνει εφεκτική στάση απέναντι στην εθνική παράδοση και τα μυθολογικά πρότυπα όπως φαίνεται και στο 3, 4, 1-7:  «῟Ων ἡμῖν, εἰ βουλομένοις εἰπεῖν ἐξῆν, οὐδὲν ἂν ἦσαν ἡμῖν οἱ Πελοπίδαι καὶ Κεκροπίδαι καὶ οἱ ᾿Αλκμαίωνες, Αἰακίδαι τε καὶ ῾Ηρακλεῖδαι καὶ ὧν οὐδὲν ὑψηλότερον, οἵτινες ἐκ τῶν οἰκείων φανερῶς εἰπεῖν οὐκ ἔχοντες ἐπὶ τὸ ἀφανὲς καταφεύγουσι, δαίμονας δή τινας καὶ θεοὺς  καὶ μύθους τοῖς προγόνοις ἐπιφημίζοντες, ὧν τὸ σεμνότατον ἀπιστία, καὶ ὕβρις τὸ πιστευόμενον.» 
  Βλ. Π. Αθανασιάδη, Ιουλιανός: μια βιογραφία, Μ. Ι. Ε. Τ., Αθήνα 2001, σελ. 39 και Fr. Montanari, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας: από τον 8ο αι. π. Χ. έως τον 6ο αι. μ. Χ., ό.π. σελ. 1157
  Για τα exempla που αρύεται ο Γρηγόριος από τη θύραθεν και χριστιανική γραμματεία βλ. K. Demoen, G.  Tompkins, «Exempla Pagan and Biblical Exempla in Gregory Nazianzen», A Study in Rhetoric and Hermeneutics, C.R. 47 (1997), σελ. 289-290
  Βλ. Β. Τατάκη, Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη, σελ. 90-91
  Για μια καινούργια οπτική της σύζευξης κλασικής και χριστιανικής παιδείας βλ. D. Vanderkolk, «The Late Antique Christian-Pagan Synthesis within Basil the Great’s To Young Men on Reading Greek Literature», V.H.R. (15) 2015, σελ. 1-19


Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Οι Τρεις Ιεράρχες και τα κλασσικά γράμματα




Οι τρεις εορταζόμενοι άγιοι της Εκκλησίας είχαν  βαθιά αγάπη για τα ελληνικά γράμματα και γνώριζαν πολύ καλά  την ελληνική κλασσική παιδεία . Σπούδασαν με σεβασμό τη θύραθεν γραμματεία σε μια εποχή  κατά την οποία ασκούνταν έντονα αρνητική κριτική στο περιεχόμενό της. Οι δύο από αυτούς, ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, υπήρξαν συμφοιτητές στην ειδωλολατρική Αθήνα και αναζήτησαν τη γνώση με απαράμιλλη πνευματική ανεκτικότητα. Ο Βασίλειος θα αναδείξει  με ενάργεια  τη σημασία της ελληνικής παιδείας,στην πραγματεία του Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων, απόσπασμα από τη μετάφραση του Β. Μουστάκη παραθέτουμε με αφορμή την 30η Ιανουαρίου.

ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑ
 Ὅλοι, λοιπόν, σχεδὸν οἱ ἀξιόλογοι γιὰ τὴ σοφία τους ἄνθρωποι, ἄλλος λιγότερο κι ἄλλος περισσότερο, κι ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του, ἔχουν ἐξυμνήσει, στὰ ὅσα ἔγραψαν, τὴν ἀρετή. Αὐτοὺς πρέπει νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ πασχίζουμε νὰ ἐφαρμόσουμε στὴ ζωή μας τὰ λόγια τους. Διότι ὅποιος στηρίζει μὲ πράξεις τὴ φιλοσοφία, ποὺ ἄλλοι τὴν περιορίζουν στὰ λόγια 
αὐτὸς μονάχα ἔχει νοῦ, 
σὰν σκιὲς οἱ ἄλλοι γυροφέρνουν.
 Ἔχουμε, σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση, μιὰ θαυμαστὴ σὲ ὀμορφιὰ προσωπογραφία καὶ πλάι της τὸ ἴδιο πρόσωπο στὴν πραγματικότητα, ἐξίσου ὡραῖο με τὴν ἀπεικόνισή του. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μὲ φουσκωμένα λόγια ἐξυμνοῦν τὴν ἀρετὴ μπροστὰ στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ στὴ δική τους ζωὴ προτιμοῦν τὴν ἀκολασία ἀπὸ τὴ σωφροσύνη, τὴν πλεονεξία ἀπὸ τὸ δίκιο. Μὲ τί μοιάζουν αὐτοί; Μοιάζουν μὲ τοὺς ἠθοποιοὺς ποὺ παίζουν δράματα καὶ παρουσιάζονται στὴ σκηνὴ συχνὰ σὰν βασιλιάδες καὶ μεγάλοι ἄρχοντες, χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο στὴν πραγματικότητα καί, καμιὰ φορά, οὔτε ἐλεύθεροι πολίτες, ἀλλὰ δοῦλοι. Ὁ μουσικὸς θὰ δεχόταν νὰ μὴν εἶναι καλὰ κουρντισμένη ἡ λύρα του; Ὁ κορυφαῖος του χοροῦ, στὴν τραγῳδία, θὰ δεχόταν νὰ μὴν εἶναι ὁ χορὸς ἐναρμονισμένος μαζί του; Ὄχι. Ὑπάρχουν ὅμως ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ διαφωνοῦν μὲ τὸν ἑαυτό τους, κι ἡ ζωή τους νὰ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ λόγια τους, νὰ συμβαίνει σ᾿ αὐτοὺς αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Εὐριπίδης· ἡ γλώσσα μου ὁρκίσθηκε ἀλλὰ ὄχι κι ὁ νοῦς, καὶ ποὺ νὰ θέλουν νὰ φαίνονται κι ὄχι νὰ εἶναι στ᾿ ἀλήθεια καλοί; Ἀλλὰ κάτι παρόμοιο θὰ ἦταν τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς ἀδικίας, ἂν πρέπει νὰ πιστέψουμε στὸν Πλάτωνα, τὸ νὰ δίνει κανεὶς τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι σωστὸς ἄνθρωπος καὶ στὴν πραγματικότητα νὰ μὴν εἶναι.

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Φιλολόγως ζητούντες: Οι γλωσσικές απόψεις των Καππαδοκών Πατέρων


  Τον τέταρτο αιώνα σημειώθηκε η πιο αποφασιστική και δημιουργική συνάντηση και αναμέτρηση του έλληνος λόγου με τον χριστιανό λόγο. Θεατές και πρωταγωνιστές αυτής της αναμέτρησης οι Καππαδόκες, αφενός μετουσιώνουν τις γλωσσικές θεωρητικές απόψεις της αρχαίας ελληνικής σκέψης sub specie christianitatis και αφετέρου αξιοποιούν τα δεδομένα της ρητορικής τέχνης και αρθρώνουν λόγο υψηλό και άρτιο. Η προκείμενη εργασία επιχειρεί να παρουσιάσει τον τρόπο με τον οποίο θεωρούν, κρίνουν αλλά και χειρίζονται το λόγο.

Γλωσσικές Απόψεις και Όψεις στα Κείμενα των Καππαδοκών Πατέρων
Άννα Κόλτσιου-Νικήτα


Η Άννα Κόλτσιου–Νικήτα είναι Καθηγήτρια των Αρχαίων Ελληνικών, της Ιουδαϊκής και της Χριστιανικής Γραμματείας στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ.. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη μελέτη της χειρόγραφης παράδοσης, τη γλώσσα και τη μετάφραση, καθώς και τη διαμόρφωση της γραμματολογικής ταυτότητας των κειμένων της χριστιανικής γραμματείας.


  Η σειρά «Φιλολόγως ζητούντες» των εκδόσεων της Δέσποινας Κυριακίδη περιλαμβάνει μελέτες που επιχειρούν να προσεγγίσουν κείμενα της χριστιανικής γραμματείας υπό το πρίσμα της φιλολογικής διερεύνησης. Εντάσσεται στην προσπάθεια διεπιστημονικής σύζευξης θεολογίας και φιλολογίας και επικεντρώνεται σε θέματα κριτικής κειμένου, γλώσσας, μετάφρασης, υπομνηματισμού, γραμματειακής ταυτότητας και πρόσληψης.


Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Εξ αποστάσεως Επιμόρφωση



Η γλώσσα των λειτουργικών κειμένων. Πρόγραμμα Εξ αποστάσεως Επιμόρφωσης – Δεύτερος κύκλος

Μετά την ευρεία αποδοχή και την επιτυχή ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου λειτουργίας, θα επαναληφθεί για δεύτερη φορά κατά το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2015 (Οκτώβριος 2015 – Ιανουάριος 2016) το εξ αποστάσεως Πρόγραμμα που αφορά τη «Γλώσσα των ελληνικών λειτουργικών κειμένων της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Το πρόγραμμα υλοποιείται στο πλαίσιο των προγραμμάτων Δια Βίου Μάθησης από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Απευθύνεται σε κληρικούς και λαϊκούς και στοχεύει,  μέσω της κατάκτησης βασικών γνώσεων γραμματικής, συντακτικού και λεξιλογίου, να τους καταστήσει ικανούς να κατανοούν τα πρωτότυπα λειτουργικά κείμενα.

Η καινοτομία του προγράμματος έγκειται στον τρόπο υλοποίησής του. Στηρίζεται αποκλειστικά στην εξ αποστάσεως διδασκαλία. Με τον τρόπο αυτό παρέχεται δυνατότητα συμμετοχής ακόμη και σε εκείνους που είναι απομακρυσμένοι από τα αστικά κέντρα ή έχουν  απαιτητικό ωράριο απασχόλησης.

Η δομή του προγράμματος είναι διμερής και περιλαμβάνει ένα μέρος θεωρητικού χαρακτήρα και ένα γλωσσικής-εφαρμοσμένης γνώσης.

Το πρώτο μέρος (μία εισήγηση κάθε εβδομάδα) θα διδαχθεί με τη μέθοδο της εξ αποστάσεως ασύγχρονης εκπαίδευσης με βιντεοσκοπημένες παραδόσεις μαθημάτων. Οι θεματικές αφορούν την  ιστορία της  ελληνικής γλώσσας και τη διαχρονία της, τα γλωσσικά χαρακτηριστικά των βιβλικών και  λειτουργικών κειμένων, τη μετάφραση, την ιστορία της χειρόγραφης παράδοσης, την ειδολογική ταυτότητα των λειτουργικών κειμένων,  θέματα λειτουργικά και ποιμαντικά.

Το δεύτερο μέρος της γλωσσικής διδασκαλίας περιλαμβάνει δεκαέξι (16)  ηλεκτρονικά μαθήματα-βήματα γλωσσικής διδασκαλίας (δύο κάθε εβδομάδα) που αφορούν τη γλωσσική προσέγγιση και ανάλυση του λειτουργικού λόγου και θα πραγματοποιηθεί μέσω συστήματος διαχείρισης μαθημάτων Moodle . Κάθε μάθημα  περιλαμβάνει με απλό και συστηματικό τρόπο τη διδασκαλία  βασικών στοιχείων  γραμματικής και συντακτικού  και  την επίλυση ασκήσεων για την εμπέδωση της θεωρίας που προηγείται. Ο έλεγχος της ορθότητας των απαντήσεων γίνεται αυτόματα από το σύστημα και με τον τρόπο αυτό ο εκπαιδευόμενος αυτοαξιολογεί άμεσα την επίδοσή του.

Η διδασκαλία γίνεται από μέλη ΔΕΠ του Τμήματος Θεολογίας και του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ. Επιστημονικά υπεύθυνη είναι η Άννα Κόλτσιου-Νικήτα, κλασική φιλόλογος και θεολόγος, καθηγήτρια των  Αρχαίων Ελληνικών  της Ιουδαϊκής και της Χριστιανικής Γραμματείας του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ.

Το κόστος συμμετοχής είναι συμβολικό και ανέρχεται στο ποσό των 120 ευρώ.

Για τους συμμετέχοντες προβλέπεται η χορήγηση βεβαίωσης και πιστοποιητικού επιμόρφωσης από το ΑΠΘ.

Η αίτηση συμμετοχής υποβάλλεται από 2/9/2015 έως 15/10/2015 και ΜΟΝΟ ηλεκτρονικά στη διεύθυνση:

http://diaviou.auth.gr/koltsiou_e-learning (όπου βρίσκεται και η προκήρυξη του Προγράμματος).

Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.

Για περισσότερες πληροφορίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επικοινωνούν στα τηλέφωνα 2310997112, 2310996985 και στην ηλεκτρονική διεύθυνση: euagelos@theo.auth.gr.

Πηγή:http://blogs.auth.gr/moschosg/

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Η ημέρα που σταυρώθηκε ο Ιησούς.

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ !


 Κάθε Πάσχα σε όλον τον χριστιανικό κόσμο, η μνήμη των περισσοτέρων ανατρέχει σε όσα συνέβησαν κατά την τελευταία εβδομάδα του Ιησού στην Ιερουσαλήμ. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα γεγονότα των τελευταίων ημερών του Ιησού, όπως καταγράφονται στα ευαγγέλια, δημιουργούν πολλά και αναπάντητα ερωτήματα, όχι μόνο στους βιβλικούς ερευνητές αλλά και στους απλούς πιστούς. Ερωτήματα που αφορούν το τελευταίο δείπνο και τον χαρακτήρα του, τις δίκες του Ιησού και τη νομιμότητά τους και φυσικά την ημερομηνία της σταύρωσης. Αν αναρωτιέστε τι έχει να μας πει για όλα αυτά ένας διακεκριμένος φυσικός του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, η απάντηση είναι πολλά και μάλιστα με τρόπο που θα μας μείνει σίγουρα αξέχαστος.

 Ο Colin Humphreys μελετά εδώ και τριάντα χρόνια με πάθος τις ευαγγελικές διηγήσεις και ισχυρίζεται ότι βρήκε επιτέλους τη λύση για τις αντιφάσεις που παρατηρούνται μεταξύ των συνοπτικών και του Ιωάννη, καθώς αυτοί διηγούνται τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τις τελευταίες ημέρες του Ιησού. Ανασυνθέτοντας τα αρχαία ημερολόγια με τη συνδρομή της αστρονομίας και διαβάζοντας προσεκτικά τα βιβλικά, αλλά και τα εξωβιβλικά κείμενα, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι μπορούμε πλέον σήμερα να υπολογίσουμε την ακριβή ημέρα του θανάτου του Ιησού. Δεν πρόκειται για ένα λογοτεχνικό βιβλίο, αλλά για μια επιστημονική μελέτη, προϊόν μιας πολύχρονης εξαντλητικής έρευνας ενός ικανότατου συγγραφέα, ο οποίος καταφέρνει να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο μέχρι το τέλος. Το βιβλίο προσφέρεται για ανάγνωση από ένα ευρύ κοινό και δεν απευθύνεται μόνο σε θεολόγους. Για το λόγο αυτό πρότεινα τη μετάφρασή του στα ελληνικά. Ο Humphreys αναζητά στοιχεία στα ευαγγέλια σαν αστυνομικός επιθεωρητής που προσπαθεί να εξιχνιάσει έναν φόνο, αναλύει και συνθέτει όσα ανακαλύπτει με την ακρίβεια ενός φυσικού επιστήμονα, πάνω απ’ όλα όμως, σέβεται και αναγνωρίζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των θρησκευτικών κειμένων σαν πιστός που αναζητά σε αυτά τον Θεό του.

 Βρήκα το βιβλίο αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον, όταν το διάβασα για πρώτη φορά και πρότεινα στον εκδοτικό οίκο Μέθεξις να αναλάβει τη μετάφραση και έκδοσή του στην Ελλάδα. Το βιβλίο έχει ήδη μεταφραστεί στα γερμανικά και τα πορτογαλικά. Ασφαλώς μπορεί κανείς να μη συμφωνεί με τα πορίσματα του συγγραφέα ή τη μέθοδο προσέγγισης των βιβλικών κειμένων που αυτός ακολουθεί. Όπως και να έχει όμως, πρόκειται για ένα καλογραμμένο βιβλίο, το οποίο παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο πως εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα της εβδομάδας του πάθους του Ιησού, χωρίς να αφήνει ποτέ την προσοχή του αναγνώστη να χαλαρώσει, ούτε για μια στιγμή. Το δύσκολο έργο της μετάφρασης ενός τέτοιου βιβλίου ανέλαβε η κ. Ανίτα Κλήμη, ιδιοκτήτρια φροντιστηρίων ξένων γλωσσών με μεταφραστικές σπουδές και θεολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Καινή Διαθήκη και την ερμηνεία της. Καταλληλότερος μεταφραστής δεν θα μπορούσε να βρεθεί και το αποτέλεσμα ήταν να παραδοθεί ένα κείμενο ποιοτικά ανώτερο από κάθε αντίστοιχη προσπάθεια. Την ευχαριστώ θερμά, όπως και τον εκδότη κ. Ιωάννη Καραδέδο που μας περίμενε καρτερικά να του παραδώσουμε το κείμενο. Όσο και αν ο χρόνος τον πίεζε ασφυκτικά, εκείνος έκανε εξαιρετική δουλειά με τους πίνακες, τα σχέδια, τις εικόνες και γενικά τη σελιδοποίηση του βιβλίου.

 Αποφασίσαμε να αλλάξουμε τον τίτλο του βιβλίου και ενώ θα έπρεπε να είναι: Το μυστήριο του τελευταίου δείπνου του Ιησού, προτιμήσαμε να εκδοθεί αυτό ως: Η ημέρα που σταυρώθηκε ο Ιησούς. Ο υπότιτλος παρέμεινε ως έχει στο πρωτότυπο. Ο λόγος αυτής της αλλαγής ήταν για να μην προκληθεί σύγχυση στο ευρύτερο κοινό που δεν γνωρίζει την προβληματική σχετικά με το τελευταίο δείπνο του Ιησού με τους μαθητές του. Αυτό που αναζητά όμως ο συγγραφέας δεν είναι μόνο η ημέρα και ο χαρακτήρας του τελευταίου δείπνου αλλά και η ημέρα που σταυρώθηκε ο Ιησούς, αφού τα δύο περιστατικά συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.

 Η παράθεση των αρχαίων κειμένων γίνεται σχεδόν παντού σε μετάφραση και όχι από τα πρωτότυπα κείμενα. Το κείμενο της Αγίας Γραφής που χρησιμοποιείται προέρχεται από τη μετάφραση στη δημοτική (Η Αγία Γραφή. Μετάφραση από τα Πρωτότυπα Κείμενα, έκδοση Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 1997). Τα βιβλία της Αγίας Γραφής χρησιμοποιούνται παντού συντομογραφικά και για το λόγο αυτό τοποθετήθηκε ένας πίνακας συντομογραφιών πριν από το πρώτο κεφάλαιο. Όσα από τα ξενόγλωσσα έργα που χρησιμοποιούνται στο βιβλίο έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, σημειώνονται σχετικά στις αντίστοιχες υποσημειώσεις και προστέθηκαν στη βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου. Σε ορισμένα σημεία του βιβλίου, στα οποία χρησιμοποιούνται εξωβιβλικά κείμενα, έκρινα σκόπιμο να τοποθετηθεί μια σημείωση στο κάτω μέρος της σελίδας που ενημερώνει τους αναγνώστες εκείνους, οι οποίοι δεν έχουν εξοικείωση με αυτά, που μπορούν να τα βρουν στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση. Τα έργα αυτά όμως, δεν προστέθηκαν στη βιβλιογραφία του συγγραφέα. Τέλος, άλλαξα τη μορφή της βιβλιογραφίας και των υποσημειώσεων και την προσάρμοσα σε εκείνη που προτιμάται στις περισσότερες θεολογικές μελέτες.

 Στις διηγήσεις του πάθους του Ιησού υπάρχει ένα μικρό περιστατικό, το οποίο διασώζει μόνο ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Στο 27:19 μας πληροφορεί ότι «ενώ ο Πιλάτος καθόταν στη δικαστική του έδρα, η γυναίκα του, του έστειλε με κάποιον ετούτο το μήνυμα: “Μην κάνεις τίποτα εναντίον αυτού του αθώου, γιατί πολύ ταλαιπωρήθηκα απόψε στ’ όνειρό μου εξαιτίας του”». Ο Πιλάτος, όπως όλοι ξέρετε, ασφαλώς δεν την άκουσε και έτσι ταλαιπωρηθήκαμε και εμείς, όχι στον ύπνο μας και ούτε για ένα μόνο βράδυ, προκειμένου το βιβλίο αυτό να φτάσει στα χέρια σας. Άξιζε όμως κάθε ταλαιπωρία, όπως θα διαπιστώσετε και μόνο από τα περιεχόμενα του βιβλίου που ακολουθούν.

 Μ. Γκουτζιούδης (Επίκ. Καθ. Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ)
  

ΠΗΓΗ http://blogs.auth.gr/moschosg/

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Περί φιλίας λόγος




Ἐπιστολὴ πρὸς Βούλγαρον Ἡγεμόνα

Ἡ φιλία

49. Νὰ μὴ εἶσαι γρήγορος στὴ σύναψι φιλίας• ὅταν ὅμως συνάψης δεσμό, νὰ τὸν διατηρῆς ἄλυτο μὲ κάθε τρόπο, σηκώνοντας ὅλο τὸ βάρος τοῦ συνανθρώπου, μὲ τὴν προϋπόθεσι ὅτι δὲν ἐπιφέρει κίνδυνο στὴν ψυχή. Διότι οἱ διαστάσεις πρὸς τοὺς φίλους ἐκφαυλίζουν ὅλη τὴν προαίρεσι τῶν ἀνθρώπων καὶ ὑποβάλλουν ὄχι μόνο τὸν ὑπαίτιο ἀλλὰ καὶ τὸν ἀναίτιο στὴν ἴδια ὑπόνοια. Φίλους νὰ κάμης ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι διατηροῦν παντοτινὰ ἄδολη τὴν φιλία πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ μήτε ὅταν εὐημεροῦσαν τοὺς ἐφθόνησαν μήτε ὅταν δυστυχοῦσαν τοὺς παραμέλησαν. Πράγματι πολλοὶ ἐβοήθησαν κι ἐπόνεσαν τοὺς φίλους ὅταν εὑρίσκονταν σὲ δυστυχία, ἀλλὰ ὅταν ἦσαν εὐτυχεῖς δὲν ἐβάσταξαν τὴν εὐημερία τους• ἔτσι αὐτοὺς ποὺ δὲν τοὺς ἤλεγξε ὁ καιρὸς τῆς συμπαθείας, τοὺς ἐξεσκέπασε τὸ πάθος τοῦ φθόνου. Ν' ἀποκτᾶς λοιπὸν φίλους ὄχι τοὺς φαύλους ἀλλὰ τοὺς ἀρίστους• διότι τὰ ἤθη τῶν φίλων κρίνονται συνήθως ἀπὸ τὴν ποιότητα τῶν φιλουμένων διὰ τῶν ἐντίμων φίλων εὔκολα ἐπαναφέρεται κανεὶς καὶ ὅταν παραπέση, οἱ φαῦλοι ὅμως φθείρουν καὶ τὴν ὑπάρχουσα καλοκαγαθία• οἱ πρῶτοι καλύπτοντας οἱ ἴδιοι τὴν ἔλλειψι τῶν φίλων στὴν ἀρετὴ τὴν κάμουν νὰ φαίνεται ἀνελλιπής, ἐνῶ ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς φαύλους καθιστὰ νόθο καὶ ὅ,τι ὑπόλοιπο ἀρετῆς ὑπάρχει.

50. Νὰ μὴ ζητῆς ν' ἀκούης τὰ εὐχάριστα ἀπὸ τοὺς φίλους, ἀλλὰ μᾶλλον τὰ ἀληθινά. Διότι, ἂν δὲν πρέπει νὰ πιστεύσωμε στοὺς ἐχθροὺς ἀκόμη καὶ ὅταν λέγουν τὴν ἀλήθεια, ἀπὸ τοὺς φίλους δὲ ἔχει φθαρεῖ ἡ ἀλήθεια καὶ ζητοῦν κι ἐκεῖνοι νὰ λέγωνται τὰ εὐχάριστα, ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ θὰ προέλθη γιὰ μᾶς ἡ γνῶσις τῆς ἀληθείας καὶ ἡ διόρθωσις τῶν τυχὸν ἀνοσίων λόγων καὶ πράξεών μας; Γι' αὐτὸ νὰ θεωρῆς σπουδαῖο πράγμα τὸ νὰ διαφέρουν οἱ φίλοι τῶν κολάκων. Οἱ μὲν κόλακες, ἐπαινώντας σε κατὰ πρόσωπο, καὶ σένα τὸν ἴδιο δὲν ἀφήνουν νὰ λάβης συναίσθησι τῶν σφαλμάτων ποὺ φυσικὰ διαπράττεις καὶ μεγαλύτερα τὰ καθιστοῦν μὲ τὶς διαβολὲς πρὸς τοὺς ἄλλους• οἱ φίλοι ὅμως μὲ τὸν φιλικὸ ἔλεγχο καὶ σένα τὸν ἴδιο ἐνισχύουν περισσότερο, ὥστε ν' ἀντιληφθῆς τὴν παρανομία, καί, ἂν χρειασθῆ νὰ λεχθῆ κάτι καὶ πρὸς τοὺς ἔξω, τότε ἀντὶ κατηγορίας εὑρίσκουν ἀπολογία γιὰ τὴν πράξι. Ὅσο λοιπὸν διαφέρει ἡ ἄσκησις τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴν προκοπὴ στὴν κακία καὶ τὸ νὰ διαλύη κανεὶς τὶς διαβολὲς ἀπὸ τὸ νὰ διαβάλλη στοὺς ὑπηκόους, τόσο πρέπει καὶ σὺ νὰ προτιμᾶς τοὺς φίλους ἀπὸ τοὺς κόλακες.

51. Ὅσα ἀπὸ τὰ μυστικὰ αὐξάνουν τὴν ἀρετή σου, νὰ τὰ γνωστοποιῆς στοὺς φίλους• ὅσα ὅμως ἐκφαυλίζουν τὴ γνώμη, αὐτὰ οὔτε ὁ ἴδιος νὰ τὰ ἐκτελῆς οὔτε στοὺς φίλους νὰ τὰ διαβιβάζης. Αὐτὸ εἶναι ἄριστο καὶ χωρὶς ἄλλη αἰτιολογία• πλὴν ὅμως, ὅταν ἡ φιλία, ὅπως συχνὰ συμβαίνει στὰ ἀνθρώπινα, μεταστραφῆ σὲ κορεσμό, τότε γίνεται περισσότερο ἀντιληπτὴ ἡ χρησιμότης τῆς παραινέσεως. Πράγματι, τὸ φαῦλο μυστικό, καὶ μάλιστα αὐτὸ ποὺ ὑπεισέρχεται στοὺς λογισμοὺς τοῦ συμμεριζομένου καὶ τοὺς διασείει, ἀπομακρύνει γρήγορα καὶ χωρὶς καθυστέρησι ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀποβλέψη πρὸς τὴν ἐπιστροφή• καὶ ὅταν δημοσιοποιηθῆ θὰ σοῦ προκαλέση βαρειὰ βλάβη καὶ θὰ σὲ διαθέση δυσμενῶς πρὸς αὐτὸν ποὺ τὸ διέδωσε. Τὸ χρηστὸ ὅμως μυστικὸ καὶ τὸν συμμεριζόμενο θὰ συγκρατήση ἀπὸ τὴν διάσπασι τῆς φιλίας, ἐκβιάζοντάς τον μ' ἕνα δυνατὸ δεσμό, τὴν ἀρετή, καὶ εἰσερχόμενο στὸ νοῦ του θὰ τὸν καλέση σ' ἔπαινο τῆς σπουδαίας σου γνώμης, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε καὶ σένα, ἂν παραφέρθηκες σὲ κάτι, θὰ σὲ πείση, βλέποντας αὐτά, νὰ ἀναλάβης χωρὶς δυσαρέσκεια πάλι τὴν πρὸς αὐτὸν συναναστροφὴ καὶ φιλικὴ σχέσι. Πάντοτε λοιπὸν νὰ καλολογῆς τοὺς φίλους, καὶ μάλιστα τοὺς ἀπόντας ἐνώπιον τῶν παρόντων ἔτσι μπορεῖ καὶ τὸ κακὸ τῆς κολακείας ν' ἀποφύγης, μὴ ἐπιτρέποντας νὰ φανῆ στὴ συμπεριφορά σου οὔτε ἴχνος της, καὶ στοὺς φίλους θὰ παρουσιασθῆς εὐαρέστως ἀφοῦ διεβεβαίωσες τοὺς παρόντες ὅτι εἶσαι τέτοιας διαθέσεως, ὅπως ἐφάνηκες σ' αὐτοὺς μὲ τὰ λόγια σου περὶ τῶν ἀπόντων.

Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση καὶ σημειώσεις: Παν. Κ. Χρήστου.
Περιοδικό Ἐποπτεία, Φεβρουάριος 1992, Ἀθήνα.