Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Γρηγόριος Ναζιανζηνός-Κωνσταντίνος Καβάφης, μια σχέση ποίησης

 


ο Καβάφης έδειχνε ενδιαφέρον για την επιτύμβια ποίηση  και διάβαζε τα επιγράμματα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, και μάλιστα τα επιτάφια, και προσπαθούσε, με δημιουργική μίμηση, να δημιουργήσει δικά του, όπως θα φανεί από την εκ παραλλήλου συνεξέταση των επιγραμμάτων, στα οποία η διηκούσα ιδέα είναι η μεταστροφή.



Γρηγόριος Ναζιανζηνός-Κωνσταντίνος Καβάφης: δύο επιτάφια επιγράμματα της μεταστροφής 

(αναδημοσίευση από το περιοδικό το Κοράλλι, τ.23-24, Οκτώβριος 2019-Μάρτιος 2020)


1. Εισαγωγή

Η δεξίωση του ποιητικού έργου του Γρηγορίου Ναζιανζηνού από τους μεταγενέστερους ποιητές αποτελεί ένα θέμα υπό διερεύνηση, καθώς η αρχαιοπρέπεια και οι στιχουργικές του επιλογές ενίοτε αποτελούν τεκμήρια για αρνητική κριτική  του ποιητικού του έργου και για παραγνώριση της προσπάθειάς του να καταστήσει τη χριστιανική ποίηση εφάμιλλη της εθνικής.  Ωστόσο, πολλοί μεταγενέστεροι ποιητές,  ανάμεσά τους και σύγχρονοι Έλληνες, εξέφρασαν θετικές κρίσεις για το ποιητικό έργο του, και ιδιαιτέρως για τα επιγράμματά του. Ο Κωστής Παλαμάς επισημαίνει: «τά ποιήματα τοῦ Γρηγορίου εἶναι ἐμπνεύσεις βαθείας θεοσέβειας καί ἀληθοῦς αἰσθήσεως τῆς φύσεως» και σε άλλο άρθρο του ομολογεί : «τινά τεμάχια τῶν Πατέρων, ὡς οἱ στίχοι τοῦ Γρηγορίου, θά ἠδύναντο νά χαρακτηρισθῶσιν οἰονεί ὡς γέφυραι μεταβάσεως ἀπό τῆς δρώσης ζωῆς τῆς ποιήσεως τῶν ἀρχαίων εἰς τήν ἀνήσυχον μελαγχολίαν τῆς Μούσης τῶν νεωτέρων».  

Και ο Κωνσταντίνος Καβάφης εκτιμούσε ιδιαίτερα τον ποιητή Γρηγόριο, μάλιστα ομολόγησε κάποτε σε φίλους του ότι, αν είχε βρει ένα βιβλίο του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού στην Αλεξάνδρεια, θα είχε γράψει μερικά ακόμη ποιήματα  και δίνοντας απάντηση στους χαρακτηρισμούς του Γίββωνα  για το προκλητικό υβρεολόγιο του Γρηγορίου προς το διάταγμα του Ιουλιανού, χαρακτηρίζει τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό ως ένα εξαιρετικά θαρραλέο καλλιτέχνη.  Ακόμη, ο Καβάφης σε άρθρο του για τους βυζαντινούς ποιητές επανέλαβε την άποψη του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: «ἡ χριστιανική ποίησις τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ ἐθαυμάσθη ὑπὸ τῶν λογίων πασῶν τῶν ἐποχῶν, καὶ ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις συνεκρίθη πρὸς τὴν ποίησιν τοῦ…Λαμαρτίνου».  Αν και έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο Καβάφης δεν συμμεριζόταν τις απόψεις των Χριστιανών του 4ου αιώνα, όσο κι αν έδειχνε θαυμασμό στον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, τον ποιητή, κατά τα λεγόμενά του,  εντούτοις ανάμεσα στα 1892 και στα 1898 ο Καβάφης έγραψε έξι ποιήματα τα οποία κατέταξε αργότερα στο θεματικό κεφάλαιο «Αἱ Ἀρχαί τοῦ Χριστιανισμοῦ». Από τα ποιήματα αυτά, σώθηκε μόνο ένα, το ανέκδοτο «Ὁ Ἰουλιανός ἐν τοῖς Μυστηρίοις», γραμμένο το Νοέμβριο του 1896. Άλλο ένα, «Ὁ Σταυρός», γραμμένο τον Σεπτέμβριο του 1892 και ξαναγραμμένο το Μάρτιο του 1917, πιθανόν να αποτελούσε προγενέστερη μορφή του «αναγνωρισμένου» ποιήματος «Μεγάλη Συνοδεία ἐξ ἱερέων καί λαϊκῶν», δημοσιευμένο το 1926.  Και, βέβαια, αφιέρωσε τα ποιήματά του στον Ιουλιανό τον Παραβάτη, «τον περισσότερο εμπαιζόμενο χαρακτήρα του», κατά το Γιώργο Σεφέρη,  που σχολιάζεται στα κείμενα του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού με οξείς χαρακτηρισμούς.   

Σε κάθε περίπτωση, είναι εμφανής  η οικειότητα του Καβάφη, κατά την πρώιμη περίοδό του, με τα έργα των εκκλησιαστικών και των εθνικών ιστορικών και των Πατέρων της Εκκλησίας, καθώς και με τους βίους των αγίων και των μοναχών και, μολονότι δεν συμμερίζεται πάντα τον Χριστιανισμό, εντούτοις εγκολπώνεται την ίδια ασκητική ζωή που διάγουν οι Χριστιανοί αναχωρητές.  Για τον Καβάφη ο χριστιανισμός ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού παρελθόντος  και βασικός πυλώνας της πολιτισμικής ταυτότητας, μαζί με την αρχαιοελληνική παγανιστική παράδοση, της αγαπημένης του πόλης, της Αλεξάνδρειας.  Στο ερώτημα αν ο Καβάφης ήταν Χριστιανός έχουν δοθεί τεκμηριωμένες απαντήσεις από εμβριθείς μελετητές του έργου του και με τεκμήρια τα ίδια τα ποιήματά του  και δεν θα μας απασχολήσει αυτό το θέμα στην εν λόγω εργασία. Εκείνο, όμως, που θα υποστηριχθεί είναι ότι ο Καβάφης έδειχνε ενδιαφέρον για την επιτύμβια ποίηση  και διάβαζε τα επιγράμματα του Γρηγορίου, και μάλιστα τα επιτάφια, και προσπαθούσε, με δημιουργική μίμηση, να δημιουργήσει δικά του, όπως θα φανεί από την εκ παραλλήλου συνεξέταση των επιγραμμάτων, στα οποία η διηκούσα ιδέα είναι η μεταστροφή.

2. Τα επιτάφια επιγράμματα της μεταστροφής


ΠΑ 8.159 (= Επιτάφιο 126) Γρηγορίου Ναζιανζηνού

[ Επίγραμμα για τον Μαξέντιο]

Αἵματος εὐγενέος γενόμην, βασιλῆος ἐν αὐλαῖς 

ἔστην, ὀφρὺν ἄειρα κενόφρονα. πάντα κεδάσσας, 

Χριστὸς ἐπεί με κάλεσσε, βίου πολλαῖσιν ἀταρποῖς 

ἴχνος ἔρεισα πόθοιο τινάγμασιν, ἄχρις ἀνεῦρον 

τὴν σταθερὴν Χριστῷ τήξας δέμας ἄλγεσι πολλοῖς• 

καὶ νῦν κοῦφος ἄνω Μαξέντιος ἔνθεν ἀνέπτην. 


Απόδοση στη Νεοελληνική


Κατάγομαι  από ευγενική γενιά, έζησα σε βασιλικές αυλές

 και ύψωσα ματαιόδοξα το φρύδι . Όλα όμως τα πέταξα,

 από τη στιγμή που ο Χριστός με κάλεσε. Σε πολλά σοκάκια της ζωής

 οδήγησα τα βήματά μου, κάτω από την πίεση του πόθου, 

μέχρι που βρήκα τη σταθερή οδό. 

Για τον Χριστό μου έλιωσα το σώμα μου από τις πολλές δοκιμασίες.

Και τώρα, ανακουφισμένος, εγώ, ο Μαξέντιος, πέταξα ψηλά.


Τα επιγράμματα  που αποδίδονται στον Γρηγόριο είναι συνολικά 254 και διακρίνονται σε Επιτάφια (1-165) και Επιγράμματα (166-254) κατά συμποσιαστών και κατά τυμβωρύχων. Όλα βρίσκονται σταχυολογημένα στο 8ο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας.  Τα επιτάφια επιγράμματά του σχετίζονται με τον θάνατο αγαπημένων του προσώπων, τα οποία και κατονομάζει, και η βασική του επιθυμία είναι να αποτίσει φόρο τιμής προς τα πρόσωπα αυτά. Οπωσδήποτε, αποσκοπεί στο να δημιουργήσει και πρότυπα προς μίμηση στους νέους χριστιανούς, παρουσιάζοντας τους τιμώμενους ως ιδανικούς πιστούς ανθρώπους.  Όσον αφορά στο χρόνο σύνθεσης των επιταφίων επιγραμμάτων, αν και δεν υφίστανται εσωτερικές ενδείξεις, μπορούμε να υποστηρίξουμε απλώς ότι αυτά δημιουργήθηκαν μετά το θάνατο των συγκεκριμένων, κάθε φορά, αγαπημένων του προσώπων.  

Το συγκεκριμένο επίγραμμα ΠΑ 8.159 (= Επιτάφιο 126)  αφιερώνεται σε κάποιον Μαξέντιο, αμάρτυρο από άλλες πηγές. Από το περιεχόμενο πληροφορούμαστε ότι προέρχεται από αριστοκρατική γενιά, γαλουχημένος μέσα στην πολυτέλεια, τη ματαιοδοξία και τη θεοποίηση του υλισμού και των απολαύσεων. Ωστόσο, το κάλεσμα του Χριστού, που συνοδεύτηκε από δοκιμασίες και θυσίες που τον «έλιωσαν» τον οδήγησε στον δρόμο της λύτρωσης με την προσήλωση στον Χριστό και την τελική ένωση μαζί Του, μετά τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα του. Στο επίγραμμα αξιοποιείται το γνωστό στην επιγραμματική ποίηση μοτίβο του νεκρού που απευθύνεται, σε πρώτο πρόσωπο, στον παροδίτη, και του εξωτερικεύει σκέψεις και συναισθήματα  και τονίζεται η μεταστροφή του Μαξέντιου στη χριστιανική θρησκεία μετά από μία αδιευκρίνιστη θεϊκή επενέργεια, θέμα ιδιαίτερα προσφιλές στον Γρηγόριο, αφού αφιερώνει ένα ακόμη επίγραμμα με ανάλογο θέμα στον πατέρα του Γρηγόριο τον πρεσβύτερο.  Εξάλλου, οι μεταστάσεις χριστιανών είτε από τον ελληνικό παγανισμό είτε από τον ιουδαϊσμό και τις πολυάριθμες αιρέσεις αποτελούσε θέμα με ιδιαίτερη αξιοποίηση τόσο στη χριστιανική γραμματεία όσο και στην απολογητική. 

Με γλώσσα ομηρίζουσα, διανθισμένη με ιωνικές και αττικές αποχρώσεις και με μέτρο ελεγειακό, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός επισημαίνει ότι μετά τη μεταστροφή στον Χριστιανισμό, ο θάνατος που επέρχεται, με την απόσπαση της ψυχής από το σώμα, προσφέρει τη χαρά και ακολούθως τη θέωση.  Έτσι, ουσιαστικά, το επίγραμμα συνιστά μία ψηφίδα στη «μελέτη θανάτου» που είναι το κυρίαρχο θέμα της επιταφίου γραμματείας του Γρηγορίου. 

Με ανάλογο τρόπο, ο Καβάφης μοιάζει να παραφράζει το επιτάφιο επίγραμμα του Ναζιανζηνού, συνθέτοντας το δικό του, με διακειμενικές αναλογίες μιας δημιουργικής πρόσληψης.


Κωνσταντίνος Καβάφης «Ιγνατίου Τάφος» 


Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα

στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)

για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,

για τ’ άλογα και για τ’ αμάξια μου,

για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.

Άπαγε• εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος•

τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν.

Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά

συνήλθα• αλλ’ όμως κ’ έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς

μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.

(1917)


Ο Κλέων, ψευδοϊστορικό πρόσωπο, από τα πολλά της προσωπικής προσωπογραφίας του Καβάφη, κείται στον τάφο και σε πρώτο πρόσωπο απευθύνεται στον περαστικό διαβάτη, κάνοντας έναν απολογισμό της ζωής του. Μιας ζωής συνυφασμένης με την τρυφή και τον αισθησιακό αισθητισμό της πολυπολιτισμικής και πολύβουης Αλεξάνδρειας. Το όνομά του, Κλέων, μαρτυρεί την καταγωγή του και την ένδοξη προέλευσή του από το «κλέος» των Ελλήνων. Παράλληλα, δικαιολογεί και την πολιτιστική και θρησκευτική πρακτική της εποχής του και του τόπου του, είναι εθνικός και ζει μέσα στη χλιδή και τις υλικές απολαύσεις, ώσπου η κλήση του Χριστού τον οδηγεί στη μεταστροφή. Αποποιείται το παρελθόν των εικοσιοκτώ χρόνων της ζωής του και αλλάζει όνομα. Γίνεται Ιγνάτιος, από το λατινικό ignotus, άγνωστος, άρα και αγνός, και αλλάζει εθνοτική ταυτότητα, γίνεται Ρωμαίος, αλλά αλλάζει και θρησκεία. «Συνέρχεται» από τη σύγχυση και την τύρβη του πρότερου βίου και βρίσκει αγαλλίαση και προστασία στο καταφύγιο του Χριστού, ως αναγνώστης,  όμως μόνο για δέκα μήνες, γιατί ο άωρος θάνατος απαλλάσσει τον νεοφώτιστο χριστιανό ολοκληρωτικά από την ενθύμηση του έκλυτου βίου του.

Η μεταστροφή στο ποίημα του Καβάφη  δεν είναι αποκλειστικά θρησκευτική αλλά ενέχει τη ρήξη του με την παρηκμασμένη κοινωνία της Αλεξάνδρειας και τη μετάστασή του στην εκκλησιαστική κοινωνία, γιατί εκτός από την αλλαγή της πίστης συμμετέχει ενεργά στα διακονήματα του εκκλησιαστικού σώματος. Ο Κλέων-Ιγνάτιος είναι πιο σταθερός για τις επιλογές του από άλλους πρωταγωνιστές του ποιητή, ίσως γιατί είναι ο ίδιος πιο ισχυρός χαρακτήρας ή και συνειδητοποιημένος χριστιανός, όπως και ο Μαξέντιος του Ναζιανζηνού, ίσως πάλι, γιατί τον βρίσκει τόσο νωρίς ο θάνατος. Ωστόσο, άλλοι νέοι από την πινακοθήκη των προσώπων του ποιητή, όπως ο Μυρτίας (τα επικίνδυνα), ο εβραίος Ιάνθης ( των Εβραίων 50 μ. Χ.) και ο νεαρός φοιτητής φιλοσοφίας (από τη σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου) ενώ φαίνεται να αλλάζουν ήθη, συμπεριφορά και θρησκεία, η αλλαγή αυτή είναι πρόσκαιρη ή και επαμφοτερίζουσα. 


3. Επιλογικά

Συμπερασματικά, είναι φανερές οι ομοιότητες μεταξύ των δύο επιγραμμάτων της μεταστροφής, ώστε να μπορούμε, και μέσα στο πλαίσιο της προσωπικής πρόσληψης, να υποστηρίξουμε ότι ο Καβάφης δεν θαύμαζε επιφανειακά τον ποιητή Γρηγόριο Ναζιανζηνό με ομολογίες αναγνώρισης της ποιητικής του αξίας, αλλά και εντρύφησε στο έργο του, και ιδιαίτερα στα επιγράμματά του, σε τέτοιο βαθμό, που επιχείρησε με τον δικό του τρόπο να μεταπλάσσει θέματα της επιγραμματικής γραμματείας προσαρμόζοντάς τα στο δικό του ποιητικό σύμπαν και ενοφθαλμίζοντας στοιχεία της στη σύγχρονη ποίηση.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  Βλ. Κ Τρυπάνη, Ελληνική Ποίηση: Από τον Όμηρο ως τον Σεφέρη, Εστία, Αθήνα 1988, σ. 210-211 και Α.Φυτράκη, Το ποιητικόν έργον Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών, Αθήναι 1968, σ.46-47. Σημειωτέον ότι η αρνητική κριτική προήλθε κυρίως από μελετητές του έργου κι όχι από ομότεχνους του Γρηγορίου και ενδεχομένως το κενό μιας κριτικής έκδοσης των γρηγοριανών ποιημάτων να τους καθιστά απορριπτικούς, βλ. C. Simelidis, Selected poems of Gregory of Nazianzus:1.2.17, II. 1.10,19,32:A Critical Edition with Introduction and Commentary (Hypomnemata 177), Göttingen 2009, σ. 23.

  Σύμφωνα με τον Α .Κομίνη, Το βυζαντινόν ιερόν επίγραμμα και οι επιγραμματοποιοί, διδακτορική διατριβή, Μυρτίδη, Αθήνα 1966, σελ.18- 23, η βυζαντινή ποίηση διακρίνεται σε θύραθεν και ιερά και η ιερά με τη σειρά της σε εκκλησιαστική και θρησκευτική στην οποία ως υπάλληλο είδος ανήκει το ιερό επίγραμμα. Υιοθετήσαμε τον όρο χριστιανική ποίηση αντί της ιεράς λόγω της εκτεταμένης χρήσης του από το σύνολο των συγγραφέων.

  Ο Ρωμανός ο Μελωδός τον 6ο μ. Χ. αιώνα μετασχημάτισε και μετέπλασσε τους ρητορικούς λόγους αλλά και τα προσωδιακά ποιήματα του Γρηγορίου σε τονικά μέτρα, δίνοντας τη μορφή του κοντακίου, του έμμετρου χριστιανικού εγκωμίου.

  Βλ. Θ. Ξύδη, Βυζαντινή Υμνογραφία, εκδ. Νικόδημος, χ.τ. 1978, σ. 20.

  Για το θέμα βλ. Ν. Ματσούκα, «Για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη εφτά ποιήματα του Καβάφη», στο : Μυστήριον ἐπὶ τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 307 – 308, όπου υπάρχουν και ακριβείς παραπομπές στα κείμενα του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού.

  Πρόκειται για τον Άγγλο ιστορικό και συγγραφέα του αμφιλεγόμενου έργου Ιστορία της παρακμής και της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Για τον Γίββωνα βλ. Δ .Χατζόπουλου, Εδουάρδος Γίββων (1737-1794): Ο ιστορικός της παρακμής και της πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Ελεύθερη  Σκέψις,  Αθήνα 2007, σ. 10.

  Για περισσότερα στοιχεία και αναλύσεις επί του θέματος βλ. R. Liddell, Καβάφης, Γκοβόστης, Αθήνα 20022, σ. 176 και 285.

  Βλ. Κ. Π. Καβάφη, Τα πεζά (1822; – 1931), επιμ. Μιχάλης Πιερής, Ίκαρος, Αθήνα 2003, σ. 58 – 63.

  O Καβάφης εμφανίζεται θερμός θαυμαστής του Γρηγορίου, ως «καλλιτέχνη» (ο χαρακτηρισμός είναι του ίδιου του Καβάφη), αντιπροσώπου ενός πολιτιστικού φαινομένου, δηλαδή της ελληνοχριστιανικής σύνθεσης και όχι ως Πατέρα της Εκκλησίας ο οποίος μιλάει με την ιδιότητα και το κύρος του πνευματικού ηγέτη στο: Diana Haas, «Αἱ Ἀρχαί τοῦ Χριστιανισμοῦ: ένα θεματικό κεφάλαιο του Kαβάφη» στο: http://www.kavafis.org/kavafology/articles/content.asp?id=18 (15/05/2019).

  Ό.π. Diana Haas (σημ. 9).

  Βλ. Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές, Α΄ τόμος, Ίκαρος, Αθήνα 2013,  σ. 359.

  Diana Haas,  ό.π. (σημ. 9).

  R. Liddell, ό.π. (σημ. 7), σ. 176.

   Βλ. Έφη Πέτκου, «Οι καβαφικές τελετουργίες και η πολιτισμική ταυτότητα του ελληνισμού», σ. 6 στο: https://www.eens.org/EENS_congresses/2010/Petkou_Efi.pdf (15/05/2019).

  Γ. Π. Σαββίδης, «Ήταν Χριστιανός ο Καβάφης;», στο: Mικρά καβαφικά, A΄, Eρμής, Αθήνα 1985.

 D. Rocques – Π. Μπουκάλας., Επιτάφιος λόγος, αρχαία ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα, Άγρα, Αθήνα 1999, σ.193.


  Ελένη Παπαδοπούλου, Εκφάνσεις του επιταφίου λόγου στα επιγράμματα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, μεταπτυχιακή διατριβή, Α.Π.Θ. 2016, σ. 85-87.

  Για τις εκδόσεις των επιτάφιων επιγραμμάτων του Γρηγορίου Ναζιανζηνού βλ. την εξαντλητική ανάλυση στο: Β. Βερτουδάκη, Το όγδοο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας: μία μελέτη των επιγραμμάτων του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, Ινστιτούτο του Βιβλίου, Καρδαμίτσας, Αθήνα  2011, σ.40-68.

 Βλ. D. Sykes, «Gregory Nazianzen as Didactic Poet», στο: Studia Patristica 16/2 (1985), σ. 433-437.

 Βλ. P. Waltz, Anthologie Greque, VI,  Paris 19602, σ.27.

  Βλ. Α .Σκιαδά, Ἐπί τύμβῳ, Ελληνική Ανθρωπιστική Εταιρεία, Αθήνα 1967 σ.29-30 και Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, Παπαζήση, Αθήναι 1952, σ. 199.


  Ο Γρηγόριος ο πρεσβύτερος ανήκε στην αίρεση των Υψισταρίων που είχε διαμορφωθεί από τον συγκρητισμό ιουδαϊκών και εθνικών στοιχείων και στηριζόταν στην απόλυτη αποδοχή μόνον του Υψίστου Παντοκράτορος. Βλ. Κ. Μπόνη, Γρηγόριος ο Θεολόγος: ήτοι, το γενεαλογικόν δένδρον Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και ο προς τον Αμφιλόχιον Ικονίου συγγενικός αυτού δεσμός : πατρολογική και γενεαλογική μελέτη, Αθήναι 1953, σ. 435-436 και υποσημ. 3. Ειδικά, για τους Υψισταρίους και τις πεποιθήσεις τους και τη λατρεία τους βλ. Δ. Μπαλάνου- Δ .Σίμου, Πατρολογία: οι εκκλησιαστικοί πατέρες και συγγραφείς των οκτώ πρώτων αιώνων, Αλευρόπουλος, Αθήνα 1930,  σ. 305,  σημ. 3.

  Βλ. Άννα Κόλτσιου-Νικήτα. «Γραμματεία της χριστιανικής μεταστροφής. Από τον Απόστολο Παύλο στον ιερό Αυγουστίνο», στο: Αγία Γραφή και σύγχρονος άνθρωπος, τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Ι. Καραβιδόπουλο, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 235-254.

  Βλ. Ελένη Παπαδοπούλου,  ό.π. (σημ. 17), σ. 77.

  «Πάντα ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος, εἴτ' οὖν ὁρμή τις ψυχῆς ἀλόγιστος, καὶ περισπασμὸς ἀνθρώπου, τοῦτο κατακριθέντος, ἴσως ἐκ τοῦ παλαιοῦ πτώματος• τἀλλά, τέλος λόγου,» Ἐπιτάφιος εἰς Καισάριον, 19, 4, 1-4. 


  Κ. Π. Καβάφης, Τα Ποιήματα, ύψιλον , Αθήνα 1990, σ.101.

  Ο Αναγνώστης στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αυτόνομος βαθμός κατώτερου κληρικού, του οποίου η διακονία έχει να κάνει με την ανάγνωση αγιογραφικών κειμένων, τα οποία σε συνέχεια της ιουδαϊκής παράδοσης αναγιγνώσκονται στις χριστιανικές ακολουθίες κατά την τέλεση των Ιερών Μυστηρίων. Στο: https://www.ekklisiaonline.gr/ekklisiaonline/ti-ine-o-vathmos-tou-anagnosti-stin-ekklisia/ (15/05/2019).

  Diana Haas, «Κωνσταντίνος Καβάφης, ο ποιητής του μείζονος Ελληνισμού», εφ. Καθημερινή, Αθήνα 1998 στο: https://anemourion.blogspot.com/2017/08/blog-spot_574.html (15/05/2019).

  Άγγελος Χανιώτης, «Η ποίηση ως μηχανή του χρόνου. Στην αρχαία Αλεξάνδρεια με την ποίηση του Καβάφη» στο: https://www.academia.edu/11817658/Poetry_as_a_time_machine._Traveling_to_ancient_Alexandria_with_Cavafy_s_poetry_(15/05/2019).


Ελένη Κ. Παπαδοπούλου, ΜΑ φιλόλογος- εκπαιδευτικός Δ.Ε.

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Μην πυροβολείτε τον πιανίστα!

 


Ένα επίκαιρο άρθρο...


Μην πυροβολείτε τον πιανίστα!


Σάββατο 29 Αυγούστου 2020, Πάρος. Δυο 17άρηδες συζητούν: 

-«Πωωω ρε μαν, σε μια βδομάδα αρχίζουν τα σχολεία…» 

- «Μην αγχω ρε μπρο, μετά τον αγιασμό θα ξεκινήσουμε κατάληψη!»

Ο διάλογος είναι πραγματικός. Η «παράδοση» της κατάληψης- που τείνει να γίνει θεσμός-τηρήθηκε και φέτος. Άλλες με σοβαρά αιτήματα κι άλλες (οι λιγότερες) για χαβαλέ. Αιτήματα, μεταξύ των άλλων, να παρθούν αυξημένα μέτρα για τον Covid-19, αλλά να μη φοράνε  μάσκες στο σχολείο (ακούει το οξύμωρο;), τάξεις με 15 μαθητές, η έλλειψη αντισηπτικών, ο μη διορισμός επιπλέον καθαριστριών στα σχολεία. Κι ανάμεσα στα σοβαρά, κάποιοι, «χώνουν» και αιτήματα ανάξια αναφοράς (ο χαβαλές που λέγαμε). Δίκαια και σωστά τα αιτήματά τους. Σύμφωνοι με αυτά οι Εκπαιδευτικοί και οι  περισσότεροι από τους Γονείς. Τι κερδίζουμε όμως κλείνοντας το σχολείο μας;  Πέρα από το να χάνουμε μαθήματα και σε κάποιες περιπτώσεις τα σχολεία να «τραυματίζονται» από ασχήμιες; Η εκπαίδευση είναι δικαίωμα όλων. Το σχολείο δεν διοικείται από τους μαθητές. Έχει κανόνες. Και το βασικότερο, «ανήκει» σε ΟΛΑ τα παιδιά(είτε έχουν χρήματα για εξωσχολική στήριξη είτε όχι!).  Η συνεργασία Εκπαιδευτικών και Γονιών θα μπορούσε να κάνει «θαύματα» κι εσείς τα μαθήματά σας. Η Εκπαίδευση έχει ένα μεγάλο χρέος, όπως γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Η εκπαίδευση ενός λαού οφείλει να παραδώσει στην πολιτεία πολίτες με ήθος και αρχές, όχι αποθήκες έτοιμων γνώσεων που ένα παιδί σήμερα, στο πιτς φιτίλι, βρίσκει στο Διαδίκτυο από το δωμάτιό του». (Νέα, 12-13/9/20). Κι αυτό το χρέος δεν εξυπηρετείται με κλειστά σχολεία. 

 Ως γονιός και μάχιμος εκπαιδευτικός, κατανοώ πως οι νέοι μας μεγαλώνουν σε ένα θολό τοπίο από κάθε άποψη (κοινωνική, πολιτική, οικονομική). Ανησυχούν επειδή διαψεύδονται τα όνειρά τους, επειδή κυριαρχεί ο ανταγωνισμός και όχι ο σεβασμός, επειδή αισθάνονται ότι δεν ακούγονται από την κοινωνία και πως αδιαφορεί η Πολιτεία γι’αυτούς, επειδή  περιβάλλονται από ασχήμια αισθητική και πρότυπα αμφίβολης ποιότητας. Όλα αυτά «μεταβάλλουν εντός τους το ρυθμό του κόσμου». Προσπαθούν με τα δικά τους μέσα να μας μιλήσουν, να μας δηλώσουν την παρουσία τους, να αντισταθούν.  Και ο «εύκολος» τρόπος είναι η κατάληψη του σχολείου τους. Έτσι έμαθαν να «περνάει» η γνώμη τους και να «επιβάλλονται» σε αρκετές περιπτώσεις (επειδή, π.χ., αρνούνται οι συνάδελφοι να συνοδεύσουν τη Γ’ Λυκείου στη πενθήμερη εκδρομή, επειδή κάποιος καθηγητής δεν ενδίδει στις απαιτήσεις τους να μοιράζει αφειδώς 20άρια και άλλα πολλά…). Κομματικές νεολαίες όλων των χρωμάτων του ουράνιου τόξου μοιράζουν έξω από το σχολείο έντυπα με τα αιτήματα της κατάληψης (διαφορετικά αιτήματα η καθεμία ανάλογα με τη «γραμμή» της). Εικόνες γνώριμες, χρόνια τώρα! 

Κι εμείς, γονείς και εκπαιδευτικοί, για υποχρεώσεις δεν μιλήσαμε ποτέ στα παιδιά. Δεν τους τις δείξαμε με τη στάση ζωής μας. Μόνο δικαιώματα.  Δείχνουμε, δήθεν, να «πέφτουμε από τα σύννεφα»! Ή να είμαστε στο άλλο άκρο και να τους δικαιολογούμε: «Έλα μωρέ, παιδιά είναι!» Σκεφτήκαμε όμως ποτέ τι παράδειγμα τους δίνουμε με τη στάση μας; Γονείς που χειροδικούν σε εκπαιδευτικούς γιατί δεν έβαλαν στα βλαστάρια τους μεγάλο βαθμό στο τετράμηνο, γονείς που στέλνουν στο νοσοκομείο εκπαιδευτικούς γιατί ζητούν από τους μαθητές να φορούν, λόγω covid-19, μάσκα στο σχολείο. Γονείς που απειλούν με αναφορές τους εκπαιδευτικούς «θα σου δείξω εγώ!». Γονείς που απαξιώνουν-έργω και λόγω-το ρόλο του σχολείου και τους εκπαιδευτικούς. Εκπαιδευτικοί οι οποίοι δεν σέβονται το λειτούργημά τους και απολαμβάνουν την εξουσιούλα τους. 

 Μην πυροβολείτε τον πιανίστα(μαθητή) λοιπόν! Όλοι μας γνωρίζαμε και γνωρίζουμε τις ατέλειες του εκπαιδευτικού συστήματος και τα μικροπολιτικά παιχνίδια που παίζονται στην πλάτη του και με τις καταλήψεις. Έπρεπε να είχαμε φωνάξει νωρίτερα. Και τώρα όμως δεν είναι αργά!  Όλοι μας ΚΑΙ μαζί ΚΑΙ δυνατά! Γονείς και εκπαιδευτικοί. Ας πάρουμε από την πλάτη των παιδιών το «φορτίο» αυτό. Εκτός εάν καλύπτεσθε με το παγουρίνο και τις μάσκες «πανωσέντονο-κατωσέντονο». Μην πείτε όμως «δεν ήξερα», «δεν άκουσα». 

Σε άλλα νέα, τελικά στο Big Brother ποιος είναι για αποχώρηση; Και στο GNTM ποιος/α είναι προτεινόμενος/η; Μη χάνουμε το ρυθμό μας ως λαός…


Δρ Πολύβιος Ν. Πρόδρομος, Καθηγητής Νεοελληνικών


Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Οι δεκατρείς αποχρώσεις της εκπαίδευσης αξιών



Το μάθημα για τη σημασία και την προσφορά της εκπαίδευσης ξεκινάει με τις αξίες.


Σεβασμός.

 Σκέφτομαι τους άλλους. Δεν ενοχλώ με θόρυβο. 
Μαζεύω τα πράγματά μου από τη διπλανή θέση του 
λεωφορείου, πριν μου το ζητήσουν. Σέβομαι τα συναισθήματα 
του άλλου. Σέβομαι τα δημόσια αγαθά. Οι λέξεις που 
χρησιμοποιώ να δείχνουν σεβασμό προς τους άλλους. Δεν 
κάνω ό,τι μου έρθει, αλλά σκέφτομαι τις συνέπειες στους 
άλλους. Δεν κάνω αυτό που δεν θα ήθελα να μου κάνουν!

Υπομονή.

 Έχω υπομονή στις ουρές, στην κίνηση κλπ. Ποτέ 
δεν ξεσπώ τον εκνευρισμό μου στους άλλους. Έχω υπομονή, 
όταν οι άλλοι ανταποκρίνονται πιο αργά από όσο θα ήθελα. 
Υπομονή στις δυσκολίες της ζωής. Δεν χρειάζεται να έχω 
πάντα την «αμοιβή» τώρα- η ζωή δεν είναι fast food! Η 
προσπάθεια έχει τη δική της αξία, ακόμη κι αν δεν έρθει το 
αποτέλεσμα που επιθυμώ. Μαθαίνω μέσα από τις εμπειρίες. 
Ζω το τώρα, όχι την προσδοκία!
Επιμονή στο στόχο που αξίζει. Δέσμευση σε ανθρώπους που 
αξίζουν. Για να αποδώσει μια προσπάθεια καρπούς, 
χρειάζεται χρόνο, αφοσίωση, επιμονή. Όταν αναλαμβάνω μια 
ευθύνη, δεσμεύομαι να την ολοκληρώσω… Δεν αφήνω τις 
περιστασιακές απογοητεύσεις να με καταβάλουν! Επιμένω να 
κάνω το καλύτερο που μπορώ κι έχω πίστη ότι κάτι καλό θα 
προκύψει στο τέλος!

Ευγένεια.

 Οι κανόνες της ευγένειας είναι σημαντικοί για τη 
ζωή μας, κάνουν τη ζωή μας αξιοπρεπή και πολιτισμένη. 
Εκφράσεις, όπως «καλημέρα», «με συγχωρείτε», 
«ευχαριστώ», «παρακαλώ» δεν είναι παλιομοδίτικες, αλλά 
απαραίτητες για την ποιότητα της ζωής μας. Δε σπρώχνω 
στην πολυκοσμία. Όταν διαμαρτύρομαι, το κάνω με ευγένεια 
και στον πληθυντικό (είναι και πιο αποτελεσματικό!). Δε 
χρειάζεται να περιμένω να είναι ο άλλος ευγενικός, αλλά δίνω 
εγώ το παράδειγμα ενός πολιτισμένου ανθρώπου, που σέβεται 
τον εαυτό του!

Ειλικρίνεια.

 Είμαι ειλικρινής στον εαυτό μου. Παραδέχομαι τις 
αληθινές μου σκέψεις και συναισθήματα, πρώτα από όλα στον 
εαυτό μου. Μόνο μέσα από την ειλικρινή παραδοχή, μπορώ 
να αλλάξω. Δε φοβάμαι να παραδεχτώ τα λάθη μου. Τα λάθη
δεν σημαίνουν ότι δεν έχω αξία! Αυτός που δεν κάνει λάθη, 
είναι αυτός που δεν κάνει τίποτα! Όταν νιώθω ασφαλής με τον 
εαυτό μου, τότε δε φοβάμαι να πω την αλήθεια και στους 
άλλους. Όταν είμαι ειλικρινής, οι άλλοι με εμπιστεύονται κι εγώ 
εμπιστεύομαι τον εαυτό μου!

Αυτό-εκτίμηση 

είναι όλα όσα πιστεύω και νιώθω για τον 
εαυτό μου. Επαινώ τον εαυτό μου. Εκτιμώ καθημερινά αυτά 
που κάνω και αυτό που είμαι. Αναγνωρίζω όλα τα καλά 
σημεία του χαρακτήρα μου, όλα μου τα ταλέντα και τις 
δυνάμεις. Αποδέχομαι τις αδυναμίες μου, χωρίς να συγκρίνω 
τον εαυτό μου με τους άλλους. Ο καθένας είναι μοναδικός. 
Επαινώ τον εαυτό μου σε κάθε μου προσπάθεια να γίνω ο 
καλύτερος εαυτός μου, να εκπληρώσω το δυναμικό μου, που 
για όλους μας είναι απεριόριστο. Αρνούμαι τις αρνητικές 
σκέψεις κατάκρισης (π.χ. «είμαι κουτός») και τις αντικαθιστώ
με θετικές σκέψεις αποδοχής («είμαι έξυπνος, μπορώ να τα 
καταφέρω»). Όταν πιστεύω στον εαυτό μου, τότε ανοίγω το 
δρόμο για να προχωρήσω μπροστά!

Διαίσθηση.

 Πιστεύω στη διαίσθηση και στην προσωπική μου 
αλήθεια. Δεν παρασύρομαι από τις γνώμες των άλλων. Δεν 
αφήνω τους άλλους, να με κάνουν ό,τι θέλουν. Παρότι ακούω 
τη γνώμη των ατόμων που εμπιστεύομαι, δεν θεωρώ τους 
άλλους πιο ικανούς ή πιο έξυπνους από εμένα. Κανείς δεν 
κατέχει το αλάνθαστο και κανείς δεν μπορεί να καθορίσει το 
μέλλον μου. Πιστεύω στην προσωπική μου αλήθεια, ακούω τη 
διαίσθησή μου και αναλαμβάνω την ευθύνη για τη ζωή μου!

Ακρόαση.

 Ακούω τους άλλους, προσεκτικά, χωρίς να 
διακόπτω, χωρίς να σκέπτομαι τι θα πω μετά. Ενδιαφέρομαι 
ειλικρινά να μάθω την πραγματικότητα των άλλων. Ακούω 
επίσης τα μηνύματα του εαυτού μου, των συναισθημάτων, του 
σώματός μου. Δε χρειάζεται να λέω πολλά, αλλά αυτά που 
λέω να έχουν ουσία. Εκτιμώ την αξία της σιωπής και της 
ακρόασης!

Αποδοχή.

Αποδέχομαι τους άλλους. Δεν κατακρίνω τους 
άλλους, γιατί ποτέ δεν έχω όλα τα δεδομένα. Ποιος είμαι για 
να κρίνω; Δεν υιοθετώ τις κατακρίσεις (ή τα κουτσομπολιά) 
άλλων για τρίτο πρόσωπο, αλλά περιμένω να το γνωρίσω ο 
ίδιος. Επιλέγω να βλέπω το καλό στους άλλους. Όταν υπάρχει 
κάτι αρνητικό, κριτικάρω την πράξη, όχι το άτομο. Θυμάμαι 
πάντα ότι οι άνθρωποι αλλάζουν. Μια αρνητική πράξη στο 
παρελθόν δε χαρακτηρίζει κάποιον, ούτε στο σύνολό του, ούτε
για πάντα. Προσέχω τις λέξεις που χρησιμοποιώ για τους 
άλλους. Αν δεν έχω να πω κάτι καλό για κάποιον, δε λέω 
τίποτα! Προσπαθώ να βλέπω τα κοινά με τους άλλους, παρά 
τις διαφορές μας. Δεν κρίνω, για να μην κριθώ!

Συμπόνια.

 Προσπαθώ να μπω στη θέση των άλλων και να 
γνωρίσω πώς μπορεί να νιώθουν. Τα πιο προσωπικά 
συναισθήματα είναι και τα πιο κοινά. Όλους μας έχουμε κοινή 
την ανάγκη αποφυγής του πόνου και την επιδίωξη της 
ευτυχίας. Η συμπόνια που νιώθω για όλα τα ζωντανά 
πλάσματα έχει πίστη κι αισιοδοξία, όχι οίκτο. Αντί για τον 
εκφυλισμό της συμπόνιας στις σαπουνόπερες, προτιμώ τη 
συμπόνια στην πράξη μέσα από την εθελοντική προσφορά!

Γενναιοδωρία.

 Ο πλούτος δεν είναι συσσώρευση αγαθών, 
αλλά στάση ζωής. Δεν πιστεύω στην έλλειψη. Όσα 
περισσότερα δίνω (όχι μόνο υλικά αγαθά, αλλά το χρόνο μου, 
τη διάθεσή μου, τον καλό μου λόγο, το χαμόγελό μου, τη 
βοήθειά μου), τόσα περισσότερα η ζωή μου φέρνει, με 
πολλούς τρόπους. Σκέφτομαι τους άλλους σε κάθε ευκαιρία.
Όσο πιο δοτικός είμαι, τόσο πλουσιότερος νιώθω!

Ευγνωμοσύνη.

Αρνούμαι τον κυνισμό και τη γκρίνια. Είμαι 
καθημερινά ευγνώμων, για όσα καλά έχω στη ζωή μου, χωρίς 
να τα θεωρώ δεδομένα: υγεία, αρτιμέλεια, το ότι η χώρα μου 
δε βρίσκεται σε καιρό πολέμου, έχω να φάω, υπάρχει η 
όμορφη φύση γύρω μου, μπορώ να αλλάξω, υπάρχουν 
άνθρωποι που με αγαπούν, έχω τη δυνατότητα να μάθω, 
μπορώ να επικοινωνήσω και να μιλήσω ελεύθερα. Όσα καλά 
δεν εκτιμώ, ελαττώνονται. Όσα εκτιμώ, αυξάνονται. Έχω 
εκτίμηση ακόμη και στις δυσκολίες, γιατί φέρνουν οφέλη που 
δεν φαίνονται αμέσως (π.χ. δύναμη και υπομονή). Μαθαίνω 
να εκτιμώ τα καλά που έχω τώρα, κι όχι να γκρινιάζω για το 
άπιαστο όνειρο του μέλλοντος!

Συνεργασία.

Αντί να είμαι πρώτος στους άλλους, προτιμώ να 
είμαι μαζί με τους άλλους. Μαθαίνω να μοιράζομαι, να 
διεκδικώ και να υποχωρώ, όπου χρειάζεται. Η αξία της 
ομαδικής εργασίας είναι μεγαλύτερη από τη αξία της πρωτιάς!

Συγχώρεση.
 
Μιλώ σε άτομο εμπιστοσύνης για ό,τι με 
πλήγωσε, αλλά προχωρώ τη ζωή μου. Δεν αναλώνομαι να 
σκέφτομαι ξανά και ξανά το λυπηρό γεγονός, ούτε σενάρια 
«αν είχε γίνει αυτό, κλπ». Γνωρίζω πότε μου έχουν φερθεί 
άδικα, αλλά αυτό έχει να κάνει με εκείνους. Λέω αυτό που με 
πείραξε, όταν είμαι ψύχραιμος, όμως δεν έχω ανάγκη για 
εκδίκηση. Εμπιστεύομαι τον εαυτό μου -ίσως όλα συμβαίνουν 
για κάποιο λόγο- θρηνώ για τις απώλειες, μαθαίνω ό,τι μπορώ 
από την εμπειρία και προχωρώ μπροστά!

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

Η βιτρίνα (Οι εκπαιδευτικοί γράφουν...)

 


Τα υλικά αντικείμενα πλαισιώνουν όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας και κάθε φορά που τα αντικρίζουμε, συνειρμικά, ανασύρονται από μέσα μας σκέψεις και συναισθήματα που προκάλεσε η χρήση τους. Η βιτρίνα της Άβρας Αυδή οδηγεί στη μάσκα ξιφασκίας και από εκεί στην εκδίπλωση  σκέψεων και συναισθημάτων χαραγμένων στη μνήμη.


Η βιτρίνα

Περπατώ στο σκοτάδι. Νιώθω την καρδιά να χτυπά. Ένα ζεστό κύμα ξεκινάει από το κεφάλι μου και με κατακλύζει ολόκληρη. Ιδρώνουν τα χέρια. Στο βάθος λάμπει ένα φως. Επιταχύνω. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Αστράφτει μπροστά μου η βιτρίνα. Κρύσταλλα, πορσελάνες, ασημικά γυαλίζουν εκθαμβωτικά. Σηκώνω το σπαθί μου και ορμώ να την σπάσω, να τα κάνω γυαλιά καρφιά. Το χέρι μου παραλύει, καθηλώνεται μετέωρο.  

Ξυπνώ αναστατωμένη και κάνω καφέ να ξελαμπικάρω. Θυμάμαι τη μέρα που μπήκα νιόνυμφη στην τραπεζαρία του οικογενειακού σπιτιού. Σφίχτηκε η ψυχή μου. Τραπέζι, καρέκλες, πολυθρόνες, μπουφές, βιτρίνα όλα σκούρο καφέ σχεδόν μαύρο. 

-Τραπεζαρία στιλ ανγκλέ, μασίφ καρυδιά, σκαλισμένη στο χέρι, είπε η πεθερά μου. Την παραγγείλαμε στον Βαράγκη, όταν παντρευτήκαμε.   

Κοίταξα προσεκτικά τα έπιπλα. Όφειλα να δείξω ότι αναγνωρίζω την αξία τους. Καρέκλες με δερμάτινη επένδυση. Μπουφές με σκαλισμένα γεωμετρικά σχέδια, ρόμβους, τετράγωνα και κύκλους.  Τραπέζι με πόδια λιονταριού. 

Σταμάτησα μπροστά στη βιτρίνα και η πεθερά μου ανέλαβε την ξενάγηση. 

- Στο κάτω ράφι μια φοντανιέρα κρυστάλλινη Murano, ένας παλιός οβάλ καθρέφτης με επίχρυση σκαλιστή κορνίζα και ένα βάζο Bαccarat  σε χρώμα αμέθυστου. Στο μεσαίο ράφι έξι κρυστάλλινα ποτήρια Bαccarat και ένα ασημένιο σερβίτσιο τσαγιού με τσαγιέρα, ζαχαριέρα και γαλατιέρα. Ένα κηροπήγιο από κρύσταλλο Βοημίας και ένας ασημένιος δίσκος με εγχάρακτα τριαντάφυλλα και τα αρχικά της οικογένειας.  Στο επάνω ράφι δύο πιάτα από πορσελάνη Rosenthal, απομεινάρια από το   σερβίτσιο φαγητού της μητέρας μου. Τα μωβ πέταλα βιολέτας με τα χρυσά φύλλα είναι ζωγραφισμένα με το χέρι.  Το κινέζικο βάζο, σε παστέλ χρώματα, σιελ και βεραμάν, είναι αντίκα.  

Στη βιτρίνα θα βάλεις και κάποια δώρα από τον γάμο σου, κατέληξε η πεθερά μου. 

Ανοίξαμε τα πακέτα και ξεδιαλέξαμε τα δώρα για τη βιτρίνα. Πρώτα τα ασημικά. Την ασημένια μπομπονιέρα της κουμπάρας με τα λεπτοδουλεμένα σκαλίσματα γύρω γύρω σαν δαντέλα. Την αυγουλιέρα, ένα κομψοτέχνημα της γιαννιώτικης τέχνης, δώρο του μπαμπά μου, όταν ήμουνα μικρή. Ένα σφαιρικό σκεύος για γλυκό του κουταλιού με δώδεκα κουταλάκια, χαρισμένο από τη θεία Ζίτσα που κατάφερε να το διασώσει από το ξεπούλημα της κατοχής. Τρία μπωλ για ξηρούς καρπούς από τον Γιώργο, τον αγαπημένο φίλο του άντρα μου. 

Η πεθερά μου έκρινε κατάλληλα για τη βιτρίνα δύο ακόμη δώρα από τις δικές μου φίλες, την Εύη και την Άρτεμη. Ένα οβάλ βάζο, με σχέδια από σφυρήλατο ασήμι και πέτρες Swarovski, και μια μινιατούρα περσικής τέχνης, που απεικονίζει έναν άντρα που παίζει μουσική  για την αγαπημένη του.  

Βάλαμε τα δώρα στη βιτρίνα και στρώσαμε τραπέζι. Η πεθερά μου μας είχε ετοιμάσει κοτόσουπα και κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο. Μόλις ήρθε ο άντρας μου καθίσαμε να φάμε. Ανταλλάξαμε χαμηλόφωνα δυο κουβέντες και μετά σιωπή. Ακούγονταν μόνο τα κουτάλια καθώς χτυπούσαν ελαφρά στα πιάτα. Θυμάμαι  καλά πόσο λαχτάρησα εκείνη τη μέρα το πολύβουο σπίτι μου με τις αδιάκοπες συνομιλίες,  τις φωνές, τους καυγάδες και τις μουσικές από το ραδιόφωνο που ήταν μονίμως ανοιχτό. 

Χθες επισκέφτηκα το οικογενειακό σπίτι του άντρα μου. Βρήκα τη βιτρίνα στο χωλ. Είχε μέσα μόνο ένα αρκουδάκι. Είναι η μασκότ του γιού μου που μένει εκεί. Βάλθηκε να κάνει αλλαγές. 

-Μάνα, τα τζίτζιλα μίτζιλα της βιτρίνας τα πακετάρησα και τα ανέβασα στο πατάρι. Μην ανησυχείς. Είναι απολύτως ασφαλή. Όποτε θέλεις τα παίρνεις. Ξέρεις στο πατάρι βρήκα τη μάσκα της ξιφασκίας και το φλερέ σου. Τα θέλεις ή να τα δώσω στον ανεψιό μου; Θα ενθουσιαστεί.    

-Να τα δώσεις στο παιδί. Τι να τα κάνω εγώ; Δεν μου χρειάζονται πια. Εξάλλου ποτέ δεν τα κατάφερνα στην ξιφασκία.

 ΑΒΡΑ ΑΥΔΗ


Η Άβρα Αυδή είναι φιλόλογος και θεατροπαιδαγωγός. Υπηρέτησε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως καθηγήτρια και ως Υπεύθυνη Πολιτιστικών (1982-2011) και δίδαξε επί 15 έτη στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ. τα μαθήματα «Δραματοποίηση» και «Το Θέατρο στο σχολείο» (2001-2016). Έχει επιτελέσει ερευνητικό, επιμορφωτικό και συγγραφικό έργο τόσο στον τομέα της γλωσσικής διδασκαλίας όσο και στον τομέα της Θεατρικής Αγωγής.
Συνέγραψε με τη Μελίνα Χατζηγεωργίου τα βιβλία «Η τέχνη του Δράματος στην εκπαίδευση. 48 προτάσεις για εργαστήρια θεατρικής αγωγής» (Μεταίχμιο 2007) και  «Όταν ο δάσκαλος μπαίνει σε ρόλο. 50 προτάσεις για θεατρικά εργαστήρια με Δάσκαλο σε Ρόλο»  (Μεταίχμιο 2018), τα οποία προσφέρονται ως διδακτικά συγγράμματα σε τμήματα θεατρικών σπουδών.Συμμετείχε, μεταξύ άλλων, στη συγγραφή των παρακάτω ομαδικών έργων: Εγχειρίδια «Έκφραση-Έκθεση» για το λύκειο (1985-89),  Πρόγραμμα Σπουδών για τη Νεοελληνική Γλώσσα (1998), ψηφιακό έργο ΠΟΛΥΤΡΟΠΗ ΓΛΩΣΣΑ (2017). 
Ασχολείται με τη δημιουργική γραφή στο πλαίσιο σεμιναρίων για την πεζογραφία στα οποία διδάσκει η Σοφία Νικολαϊδου (οργάνωση Ιανός).  


Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Τα καλοκαίρια που μου χρωστάς (Οι εκπαιδευτικοί γράφουν...)

 


Όλοι  χρωστάμε κάτι. Κάπου. Άλλοι χρωστάνε χρήματα, άλλοι συγγνώμες, άλλοι λέξεις που δεν είπαν και άλλοι στιγμές. Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης  εκπληρώνει την οφειλή του με το διήγημα που μάς προσφέρει.


Τα καλοκαίρια που μου χρωστάς


«Μου χρωστάς ένα καλοκαίρι. Μην το ξεχνάς» του έγραφε. Αλλά πώς να το ξεχάσει; Κολλημένο στο μυαλό του το χρέος. Όπως τα βερεσέδια στον ψιλικατζή της γειτονιάς.  Ή το τραγούδι του Λοΐζου για τις νύχτες της αγρύπνιας. Και να ’θελε να το ξεχάσει, δεν μπορούσε. Έτσι όπως το ’βλεπε από εκεί που ’μενε. Στον απέναντι δρόμο. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ένα τεράστιο σύνθημα, κατά μήκος του μαντρότοιχου. Να του θυμίζει, λοιπόν. Ότι δεν πρέπει να ξεχνάει. Κι ούτε να τσιγκουνεύεται. Μπόλικα αφού, τα διαθέσιμα καλοκαίρια στο εξής. Και οι χειμώνες. Και οι άνοιξες. Και τα φθινόπωρά του. Κι ήταν τρόπον τινά αυτή η ανταμοιβή του, έστω κι εκ των υστέρων. Κάτι σαν ανταπόδοση, αλλά πολύ πριν να μπει στη σύνταξη. Για όλα τα προηγούμενα τρεξίματά του. Από τη μια δουλειά στην άλλη και από την άλλη δουλειά στην τρίτη. Έτσι που ποτέ να μην προλαβαίνει. Ούτε μια στιγμούλα να κονομήσει για τον εαυτό του. Ή για την Ευανθούλα του. Για να πεταχτούνε μέχρι τη θάλασσα. Να κάνουνε το μπάνιο τους. Να παίξουνε με το νερό. Να λιαστούν στην αμμουδιά. Να πάνε σε ταβέρνα. Να παραγγείλουν τζατζίκι, χωριάτικη, σαρδέλα στα κάρβουνα. Να τσουγκρίσουν τα ποτήρια με την μπύρα. Ή τουλάχιστον να βγούνε βόλτα στην Αριστοτέλους. Να κάτσουν για έναν φραπέ. Να κουτσομπολέψουνε τον άλφα ή τη βήτα. Να χαζέψουν τα εμπορικά στον γυρισμό. Να πέσουν μετά στο κρεβάτι. Να αγκαλιαστούνε τρυφερά. Να ανταλλάξουν ερωτόλογα. Και απ’ όλα αυτά, έμενε μόνο το κρεβάτι. Αλλά χωρίς πολλά πολλά αγκαλιάσματα. Μια ξεπέτα η δική τους η αγάπη. Δυο λεπτά υπόθεση. Σαν αγγαρεία. Και κάτι μισοπνιγμένα αγκομαχητά. Ώσπου να τελειώσει. Για να γυρίσει αμέσως από το άλλο πλευρό. Και να αρχίσει το ροχαλητό. Αφήνοντας την Ευανθούλα με τα μάτια ανοιχτά να απορεί, μήπως υπάρχει κάποια άλλη ή τι δεν κάνει σωστά η ίδια. Αφού σε τέσσερις, πέντε ώρες το πολύ θα έπιανε ξανά δουλειά. Και δεν προλάβαινε τίποτα άλλο να κάνει. Ούτε μια κουβέντα να αλλάξει. Έναν καλό λόγο να σταυρώσει. Αλλά έχει ο Θεός. Μπορούν να περιμένουν. Δεν χάθηκε δα ο κόσμος. Νέοι είναι ακόμα. Κι ας έλεγε το τραγούδι του Λοΐζου ότι έγινε κιόλας τριάντα χρονών. Διαμέρισμα νοικιάζουν. Σπιτικό θέλουν να στήσουν. Οικοσκευή να πάρουν. Ένα παιδικό δωμάτιο να ετοιμάσουν. Να κλείσουν ημερομηνία για το δημαρχείο. Κοστούμι, φόρεμα, δώρα κουμπάρων και τα τοιαύτα. Και με αυτά και με τα τοιαύτα περνούσε ο καιρός. Τρέχοντας με χίλια. Όπως έτρεχε και αυτός με το μηχανάκι. Σε ταχυμεταφορές το πρωί και για να μοιράζει γύρους και σαλάτες του σεφ το βράδυ. Με το ένα αφεντικό να τον βρίζει γιατί άργησε δυο λεπτά να χτυπήσει κάρτα, το άλλο αφεντικό να του χρεώνει τις φθορές στο μηχανάκι και να ’χει αποπάνω τους πελάτες να γκρινιάζουν για έναν χαμένο φάκελο ή για την τυροκαυτερή που ξέχασαν να βάλουνε στο σάιντουίτς τους. Και αυτός να μη μιλάει. Να καταπίνει το ένα και το άλλο και το τρίτο. Σαν φλώρος. Έστω και αν κάποτε ήτανε ΡΟΚ. Πολύ ΡΟΚ. Και κανονικά θα έπρεπε να τον φοβούνται. Αλλά τώρα δεν έχει μείνει τίποτα από το κάποτε. Ούτε τα μακριά μαλλιά ούτε η ηλεκτρική κιθάρα. Η μπάντα που είχε φοιτητής. Όγδοο έτος, γεωπονική. Όταν έπαιξε σε δυο τρεις συναυλίες για σαπόρτ. Όπου γνώρισε την Ευανθούλα. Κι είπανε να πάνε διακοπές το καλοκαίρι. Παρόλο που δεν είχαν δεκάρα τσακιστή. Κάπου θα έβρισκε όμως να παίξει. Ακόμη και σκυλάδικα. Δεν θέλει πολυτέλειες η ευτυχία. Ένα σλίμπιμπανκ, μια κιθάρα και μια Ευανθούλα. Αλλά τότε ήταν που βρήκε δουλειά στις ταχυμεταφορές. Και καπάκι στο σαντουιτσάδικο. Το καλοκαίρι έμεινε χρεωστούμενο. Όπως και μερικά νοίκια. Μαζί με τα έξοδα για το μωρουδιακά. Στον πέμπτο μήνα πια η Ευανθούλα. Δίχως να ’χουνε ορίσει ημερομηνία στο δημαρχείο. Ή να πάνε για να δουν παιδικό δωμάτιο, κοστούμι, νυφικό. Όσο κι αν έτρεχε, δεν έφταναν τα ψίχουλα που μάζευε απ’ τις δουλειές του. Και να ’χει κολλημένο το τραγούδι του Λοΐζου στο μυαλό του. Για τα αναφρανίλ και τα τριπτιζόλ, που τα κατέβαζε ήδη με τις χούφτες. Κάτι δύσκολες, κάτι πολύ δύσκολες νύχτες. Όταν δεν τον έπιανε ο ύπνος. Και στο μυαλό του σολάριζαν οι εφιάλτες. Κάνοντας την Ευανθούλα από δίπλα να φοβάται. Έτσι όπως τον άκουγε να γρατζουνάει στους τοίχους τα όνειρά του. Και ύστερα να τα τσακίζει στο πάτωμα σαν τις σπασμένες κιθάρες των χεβιμεταλάδων. Χωρίς καμιά ελπίδα. Ότι ίσως και ότι αν και ότι μπορεί. Τίποτα. Τι-πο-τα. Τίποτα παρεκτός από χρέη και χρέη. Μια ζωή όλο χρέη. Και μια παραπονεμένη Ευανθούλα. Και ένα μωρό να περιμένει τα πάμπερς και τα μωρομάντιλα και τη σκόνη γάλακτος και τον βραστήρα του νερού και τον αποστειρωτή του μπιμπερό. Ό,τι ακριβώς σκεφτόταν το πρωί. Που καβάλησε το μηχανάκι. Ένα δέμα να τσακιστεί να μεταφέρει. Κέντρο-Τριανδρία οχτώ λεπτά και Τριανδρία-Κέντρο άλλα οχτώ. Τόσο του είπε ο αφεντικός του. Και γκάζωνε αυτός τρέχοντας για να προλάβει. Μην τύχει και αφήσει τον αγέννητο γιο και την Ευανθούλα του χωρίς τα χρειαζούμενα. Ώσπου από το πολύ το τρέξιμο, τους άφησε χωρίς αυτόνα. Γιατί πήγε και κόλλησε με το παπάκι στην πόρτα ενός αστικού. Αγίου Δημητρίου. Λίγο πριν από τα πανεπιστήμια. Για να μη μείνει στο τέλος τίποτα. Τι-πο-τα. Τίποτα παρεκτός από ένα σύνθημα. Γραμμένο από την Ευανθούλα. Με κάτι τεράστια κόκκινα γράμματα. Στον μαντρότοιχο του δρόμου. Μπρος από το νεκροταφείο Φλώρινας. Όπου τον θάψανε. Στην πλάτη εκεί του λόφου. Να το βλέπει πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Χειμώνα-καλοκαίρι. Και να θυμάται το χρέος του στην Ευανθούλα. Σκεφτόμενος να σταματήσει επιτέλους τον Λοΐζο και να αρχίσει τα δημοτικά τραγούδια. Ειδικά την παραλογή του νεκρού αδελφού. Που του υπόσχεται τουλάχιστον την ελπίδα. Ότι μπορεί κάποτε να πετάξει από πάνω του το μάρμαρο και να βγει από τον τάφο. Για να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε. Να πάρει δηλαδή την Ευανθούλα και τον γεννημένο γιο του. Και να πάνε διακοπές. Στο κάτω κάτω, άνθρωποι είναι και αυτοί. Το δικαιούνται. 


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γεννήθηκε το 1970 στο Δυτικό Πέλλας.         Εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση.

Του ίδιου

- Τρεις μνήμες και δύο ζωές (διηγήματα), Μεταίχμιο, 2005
- Καλά μόνο να βρεις (νουβέλα), Κέδρος, 2006
- Το παραμύθι του ύπνου (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο, 2008
- Αστοχία υλικού (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο, 2010
- Ζώνη πυρός (διηγήματα), Μεταίχμιο, 2014
- Η ιδιωτική μου αντωνυμία (μικρά πεζά), Κίχλη, 2018
- Έξοδα Νοσηλείας (μυθιστόρημα), Ενύπνιο, 2020

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Παναγιώτης (Οι εκπαιδευτικοί γράφουν...)

https://www.mothersblog.gr/


Ο Σπύρος Κιοσσές, σμιλεύοντας τις λέξεις, αποτυπώνει στο μικροδιήγημά του βιώματα και συναισθήματα των εκπαιδευτικών και, παράλληλα με το μάθημα δημιουργικής γραφής που μάς παρέχει, επικαιροποιεί τη βασική αρχή της εκπαιδευτικής διαδικασίας, την αμφίδρομη και διά βίου μάθηση. 


Ο Παναγιώτης

Τρίτη Λυκείου είχα δώσει μια υπόσχεση στον εαυτό μου. Αν περνούσα στη σχολή που ήθελα, Φιλολογία, ιδανικά στο Αριστοτέλειο, κι έπαιρνα πτυχίο, θα έκανα κάθε χρόνο δωρεάν μαθήματα σε μαθητές που δεν είχαν λεφτά για φροντιστήρια. Όπως δεν είχα τότε κι εγώ. Διάβασα μόνος μου, πέρασα με καλή σειρά, τέλειωσα, πήρα και μεταπτυχιακό τίτλο, πρώτη μου δουλειά σε ιδιωτικό σχολείο της επαρχίας. Το τάμα μ’ έτρωγε, είχα τα μάτια μου ανοιχτά, ν’ αρχίσω να το εκπληρώνω. Οκτώβρη μήνα, βλέπω αγγελία για εθελοντές εκπαιδευτικούς σε μια δομή για ορφανά και παραμελημένα παιδιά, έξω απ’ την πόλη. Ενισχυτική διδασκαλία. Τρεις φορές τη βδομάδα πήγαινα, δυο ώρες μάθημα, μια ώρα δρόμος πήγαινε έλα. Αυστηρός απ’ την αρχή εγώ, μην σου πάρουν τον αέρα, είχαν συμβουλεύσει οι υπεύθυνοι, με τη δερμάτινη τσάντα μου και τις φωτοτυπίες κάθε φορά. Ἐγώ –χτυπούσα με έμφαση το δάχτυλο στο στήθος–εἰμί, οὗτος–έδειχνα κάποιον– ἐστίν. Τα παιδιά με κοιτούσαν στα μάτια κάπως φοβισμένα κι ανοιγόκλειναν το στόμα αφήνοντας να ακουστούν μόνο οι τελευταίοι ήχοι των λέξεων. Τρεις μήνες μετά, στο σχολείο είχαν ήδη φτάσει στην ευκτική, εμείς είχαμε κολλήσει στην οριστική. Λύω, λύεις, λύει. Είχαν τόσα να μάθουν! Καμιά φορά σταματούσα το μάθημα κι άλλοτε τους μιλούσα αυστηρά, άλλοτε άρχιζα τις συμβουλές και τα θετικά κίνητρα: να πάρετε απολυτήριο, να περάσετε κάπου, να μορφωθείτε, να ζήσετε και την ξενοιασιά της φοιτητικής ζωής. Μια μέρα, είχαν φύγει τα υπόλοιπα παιδιά, μάζευα εγώ τα βιβλία και τα χαρτιά μου, βλέπω τον Παναγιώτη να κοιτάζει με προσήλωση μια εφημερίδα που προεξείχε απ’ την τσάντα μου. Δεκαπεντάχρονος, δυο φορές είχε μείνει στην πρώτη γυμνασίου, πήγαινε για τρίτη. Τα άλλα παιδιά ασχολούνταν κάπως με τις ασκήσεις που τους έβαζα, αυτός τίποτα, σιωπηλός παρατηρητής, παρατηρούσε πιο πολύ τις μύγες που πετούσαν ή τη θάλασσα έξω απ’ το παράθυρο. «Να στην αφήσω να τη διαβάσεις;»«Τα αθλητικά μόνο, κύριε, την άλλη πάρτε την». Σε κάθε μάθημα από τότε αγόραζα μια αθλητική εφημερίδα και την άφηνα διακριτικά στο τραπέζι φεύγοντας. Κι όταν έμπαινα στην αίθουσα, έβρισκα στο ίδιο τραπέζι ένα σχισμένο χαρτί με τις ασκήσεις. Λερωμένο καμιά φορά. Χωρίς όνομα. Αλλά με τις ασκήσεις λυμένες. Ιούνης, τελευταίο μάθημα. Μετά το «καλές διακοπές» τα άλλα παιδιά όρμησαν κατευθείαν στην αυλή για μπάσκετ. Αυτός έμεινε. «Κύριε, έχετε το ίδιο όνομα με τον μικρό μου αδερφό».«Είναι κι αυτός εδώ, Παναγιώτη;» «Όχι, κύριε, ο Σπυράκος δεν μπορεί να μιλήσει, τον είχε σπρώξει, όταν ήταν μικρός, ο μπαμπάς, μεθυσμένος, χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο, από τότε τον έχουν σε ίδρυμα. Να γίνω δεκαοχτώ, κύριε, να φύγω από δω, να βρω καμιά δουλειά, να πάω να τον πάρω, να τον φροντίζω». 

Είχα τόσα να μάθω! Τίς εἰμί εγώ, τίς εστίν ο μαθητής απέναντί μου. Μαθαίνω ακόμη.


ΣΠΥΡΟΣ ΚΙΟΣΣΕΣ





Ο Σπύρος Κιοσσές είναι απόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε για δύο περίπου δεκαετίες τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Διδάσκει γλώσσα, λογοτεχνία και δημιουργική γραφή στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου: Η συμβολή της αφηγηματολογίας» (Αθήνα: Κριτική, 2018) και της ποιητικής συλλογής «Το κάτω κάτω της γραφής» (Αθήνα: Μελάνι, 2018). Επιστημονικά, κριτικά και λογοτεχνικά δημοσιεύματά του έχουν φιλοξενηθεί στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο. 


Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Κρατώντας κάτι εύθραυστο (Οι εκπαιδευτικοί γράφουν...)



 Ένα τρυφερό μικροδιήγημα της γνωστής ποιήτριας  και  φιλολόγου με πολύχρονη θητεία σε όλα τα μετερίζια της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Κούλας Αδαλόγλου.


Κρατώντας κάτι εύθραυστο

(Από ανέκδοτη συλλογή, πρώτη εμφάνιση περ. Θευθ, τεύχ. 9, Ιούνιος 2019)

Τον έβλεπαν να έρχεται μόνος στις προβολές ταινιών για παιδιά, σε αυτές που άρχισαν να πηγαίνουν τη μικρή τους, μια περιπέτεια του Αη Βασίλη, Μάγια η μέλισσα, Πήτερ Ράμπιτ. Έμαθαν από φίλους ότι τον έβλεπαν καιρό, και σχολίασαν διάφορες εκδοχές. Ηλικιωμένος, ψηλός και ασπρομάλλης, καθόταν πάντα μπροστά μπροστά. Έτσι που εύκολα τον πρόσεχες.    

Στην πιο πρόσφατη ταινία, καθισμένοι στην πίσω σειρά, τον άκουσαν να λέει στη διπλανή του, κενή, θέση: «Ξέχασα να πάρω τα γυαλιά μου. Αλλά τι σημασία έχει; Θα έρθουν πάλι οι πεταλούδες, τα λουλούδια, τα ξωτικά», και χαμογέλασε γλυκά.

Έφευγε τελευταίος, περπατώντας αργά και σαν να κρατούσε κάτι εύθραυστο κοντά του.

Είτε είχε ήλιο εκτυφλωτικό είτε την υγρή ομίχλη που καταργεί τα περιγράμματα, βάδιζε πάντα ίσα στον ανηφορικό δρόμο και χανόταν στο βάθος.

Η παρέα, μετά την προβολή, αποφάσισε να συνεχίσει την έξοδό της σε ένα καφέ με play room για παιδιά, το «Γαλάζιο μανιτάρι». Τον είδαν να μπαίνει ύστερα από λίγο. Κρατούσε ένα πολύχρωμο μπαλόνι, από αυτά που στέκονται ψηλά, και έγερνε πάντα προς τη μεριά του μπαλονιού. Παρήγγειλε ζεστή σοκολάτα και ένα γλυκό με φράουλες.  Καθόταν πλάτη προς αυτούς και δεν μπορούσαν να δουν εκφράσεις στο πρόσωπό του, αλλά τον έβλεπαν να σκύβει συχνά προς τη διπλανή του άδεια καρέκλα, που την είχε περιβάλει με το χέρι του.

Η σοκολάτα στο φλιτζάνι κρύωνε.


ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ


Η Κούλα Αδαλόγλου γεννήθηκε στη Βέροια 1953. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πήρε μεταπτυχιακό στην Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και διδακτορικό δίπλωμα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Υπήρξε Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων (1998-2007) και διευθύντρια του Καλλιτεχνικού Γυμνασίου Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης (2007-2011). Αποτελεί μέλος της συγγραφικής ομάδας των βιβλίων Έκφραση /Έκθεση, που εισήγαγαν την επικοινωνιακή γλωσσική διδασκαλία στο Λύκειο. Επίσης, μέλος της ομάδας φιλολόγων «Δημιουργική έκφραση», η οποία δημιούργησε το ψηφιακό έργο «Πολύτροπη Γλώσσα», για τη διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Επίσης, μέλος του Κύκλου Ποιητών. Εξέδωσε οχτώ ποιητικές συλλογές, τελευταία η Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2018. Μία συλλογή διηγημάτων: Βγήκε ένας ήλιος χλωμός, εκδ. Ταξιδευτής, 2012. Επίσης, τη μελέτη Η γραπτή έκφραση των μαθητών. Προτάσεις για την αξιολόγηση και τη βελτίωσή της, εκδ. Κέδρος 2007.







Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟ ΤΑΒΑΝΙ (Οι εκπαιδευτικοί γράφουν...)

http://www.i-diadromi.gr/2012/02/blog-post_9482.html


 Η συνάδελφος Τζίνα Ψάρρη διαπλέκει την ποιητική του διηγήματος με τα όνειρα που κάνουμε για την τέχνη και τη ζωή, όνειρα που δεν προλαβαίνουμε να πραγματοποιήσουμε...


ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟ ΤΑΒΑΝΙ

  Έγραφε ασταμάτητα μικρές ιστορίες, τεσσάρων - πέντε σελίδων το πολύ.  Όλη νύχτα, χωρίς ανάσα, είχε ξεπεράσει τις δέκα. Μόνο στην τελευταία άρχισε να αισθάνεται το κορμί του κάπως σαν να μουδιάζει, να υποκύπτει στον πειρασμό της υπνηλίας. Άφησε κάτω το μολύβι κι αφέθηκε σε θολές σκέψεις αόριστης συνέχειας. Αν είχε ένα τσιγάρο, τότε θα ήταν ευκολότερα τα πράγματα, μα τέλειωσαν κι αυτά. Ξεκινά μια ακόμα φράση με νευρικά γράμματα, όλο και πιο τολμηρά. Μεγάλες ερωτικές αλληγορίες για γεγονότα που κατέβαιναν από το μυαλό του όλο και πιο τσιγκούνικα. Λες και δεν έζησε ποτέ του την έκσταση του έρωτα, τη δόνηση, τις άνευ όρων μάχες της σάρκας που διψάει διεγερμένη.

  Σταματά να γράφει και ψάχνει για όνειρα καρφωμένα στο ταβάνι. Βρίσκεται σε μια αίθουσα και διαβάζει τις ιστορίες του με φωνή ενθουσιώδη, σ’ ένα κοινό που τον ακούει με σιωπηλό σεβασμό. Διανθίζει την ανάγνωση με εμπνεύσεις της τελευταίας στιγμής, μια δόση χιούμορ εδώ, η απαραίτητη αλλαγή μιας λέξης εκεί, ανεβοκατέβασμα του λυρισμού όπου χρειάζεται. Τελειώνει. Τον χειροκροτούν όρθιοι και τον αγκαλιάζουν. Κάποιος φωνάζει: «Θόδωρε, είσαι πραγματικός ποιητής!» Είναι αρκετό τούτο το όνειρο για σήμερα, κοντεύει να ξημερώσει κι η κούραση του χαμογελά, υπαγορεύοντας μικρές στάλες ύπνου, δεν έχει ανάγκη και περισσότερες, αρκούν για ν’ αντιμετωπίσει μια ακόμα μέρα. Η ταβανοσκόπηση που η μάνα του απεχθανόταν, είναι η απαραίτητη καθημερινή του ηδονή πλέον. Και αφήνεται φανερά, αφού κανένας δεν υπάρχει πια στο σπίτι να τον κατηγορήσει για αλλοπαρμένες ονειροπολήσεις.

  Είναι Κυριακή απόγευμα στα μέσα του Μάη. Καθισμένος στο παγκάκι, κοιτάζει τα ζευγάρια που βολτάρουν αγκαλιασμένα στο πάρκο. Την αποδέχτηκε την αλήθεια του, η έμπνευση θα ξεπηδήσει μέσα από την παρατήρηση, έτσι ξεκινά η καριέρα του διηγηματογράφου, είναι βέβαιος. Κι είναι εύκολο να βρει αυτό που θέλει να πει, όχι όμως και ο τρόπος να το πει χωρίς να γίνεται χυδαίος. Για μια στιγμή μονάχα αναρωτιέται ποιος να 'ναι άραγε ο λόγος που λάγνα αποδεικνύονται τα εσώψυχά του, όσα τουλάχιστον θέλει ν’ αποτυπώσει στο χαρτί. Κι ύστερα, η αυταπόδεικτη απάντηση του Εμπειρίκου τον ικανοποιεί ως εκεί που μοιάζει να του είναι αρκετό. «Δεν ακολουθώ τα χνάρια του, έτσι πλαστήκαμε, να μοιάζουμε», μονολογεί λάμποντας από περηφάνια.

Κλείνει τα μάτια. Φέρνει στο νου το πρόσωπο της Μαρίτσας και το κορμί του πλημμυρίζει και πάλι από την ίδια αγωνία. Όπως τότε, που περίμενε ν’ απολυθεί από τον Στρατό για να της φανερώσει τον έρωτά του. Αν δεν είχε ακούσει τη μάνα του, αν δεν τον είχε πείσει πως αυτή η κοπέλα ήταν από κακή οικογένεια, ίσως τώρα αυτός να μην ήταν ένας παντέρημος μεσόκοπος κι αυτή να μην είχε καταντήσει μια κακογερασμένη και μπογιατισμένη κυριούλα φορτωμένη στολίδια.

  Θυμάται το χλωμό πρόσωπο της μάνας του, το κυνικό της χαμόγελο και την μισεί. Τώρα που είναι από χρόνια πεθαμένη δεν την συγχωρεί. Όσο ζούσε, υποταγμένος στην θέλησή της ανάσαινε, χωρίς να εξεγείρεται. Αλλάζει την εικόνα με άλλο πρόσωπο, το αγαπημένο της Μαρίτσας, το αφράτο, με τα χειλάκια πετροκέρασα. Ο ανοιξιάτικος ήλιος ζεσταίνει ακόμα περισσότερο τα αναψοκοκκινισμένα του μάγουλα. Σφίγγει τα μάτια από φόβο μη διαλυθεί η εικόνα, μη χαθεί η μοναδική της ζωής του μαγεία. Μ’ αυτήν έζησε κοντά σαράντα χρόνια, κάθε βράδυ την κοίμιζε στο προσκεφάλι του κι άλλη γυναίκα δεν θέλησε ποτέ να φέρει στο κρεβάτι του. Αφού δεν μπορούσε να έχει την Μαρίτσα χωρίς να τον γονατίσει ο θάνατος της μάνας του - γιατί του το είχε πει, θα πέθαινε αν την έπαιρνε - καμιά δεν θα αποζητούσε το κορμί του, ποτέ. 

  Η πλάτη του τον πονάει, άβολο ν’ ακουμπάς στο ξύλο, ειδικά τα γερασμένα κόκαλα.  Η δυσφορία  διαλύει το πρόσωπό της που χάνεται μέσα σ’ ένα νεφέλωμα κι εξαφανίζει μαζί και την αγανάκτηση της νοσταλγίας που πλημμύριζε την καρδιά του πριν λίγο. Ψάχνει τις τσέπες για τσιγάρο, άδειες τις βρίσκει. Βλαστημάει, οι μυς του πάλλονται νευρικά κάτω από την επιδερμίδα. Μ’ έναν κάπως συγκεχυμένο τρόπο, σκέφτεται πως κάποιος σκόπιμα έχει εγκαταστήσει μια κόλαση στο κορμί του, κι ύστερα μονολογεί: «Είμαι ανόητος. Η κόλαση, είμαι εγώ».

  Γιατί μόνος του δέχτηκε να αναλάβει το μικρό μαγαζάκι στη γωνία. Είδη κιγκαλερίας, βίδες, πόμολα, όλα για το τζάκι. Τα πουλούσε μια ζωή ολάκερη ο πατέρας του, αυτή τη στρωμένη δουλίτσα παρέλαβε και την συνέχισε οικειοθελώς. Μαζί με την φροντίδα της κατάκοιτης μάνας. Αυτός κόρη και νοσοκόμα και μαγείρισσα και παραδουλεύτρα. Τώρα που πέρασε τα εξήντα, δεν υπάρχει χρόνος για ν’ αλλάξει το παραμικρό. Αδέλφια, ξαδέλφια δεν έχει, φίλους δεν πρόφτασε ποτέ να κάνει, δεν πρόκειται τώρα να αποκτήσει. Ποτέ δεν είναι αργά ν’ ακολουθήσει την ανάγκη της γραφής όμως, έχει ακόμα χρόνο ν’ αφιερωθεί στη μικρή φόρμα του διηγήματος που λατρεύει. Κι ίσως αργότερα να καταφέρει να επεκταθεί και σε καμιά νουβέλα, ποιος ξέρει τι τον περιμένει στην άκρη του δρόμου εκτός από το μικρό του μαγαζάκι; Η ζωή είναι απρόβλεπτη, κρύβει χαρές σε κάτι ξεχασμένες γωνίες και τις φανερώνει εκεί που δεν το περιμένεις, έτσι δεν έλεγε η μάνα;

  Δυο μέρες μετά, τον βρήκε η σπιτονοικοκυρά του, αγκαλιά με τις σελίδες του, χαμογελαστό και γαλήνιο, με μια έκφραση σαν κάτι να περίμενε. Τον αναζήτησε, όχι από ενδιαφέρον τόσο, όσο από απορία, αφού το μαγαζάκι του ήταν ανοιχτό βρέξει - χιονίσει. Οι καθημερινές καλημέρες της γειτονιάς, το πρωτόκολλο που διασαλεύτηκε, ενοχλητικό πετραδάκι στο παπούτσι. Ίσως και ένας κόκκος ανθρωπιάς να χόρεψε κάπου στο σκοτεινό δωμάτιο, ποιος ξέρει;

  Άλλοι είπαν ανακοπή, άλλοι πως η μοναξιά του κουράστηκε να ζει. Έξω από τα σφαλιστά του παράθυρα, ο αέρας ήταν ξέχειλος από ανοιξιάτικα γέλια. Έτσι γίνεται πάντα, η ζωή περπατάει στις λεωφόρους, σκαρφαλώνει σε βουνά και κολυμπάει σε καθάριες θάλασσες. Με δάκρυ και χαμόγελο η πορεία, κι όνειρα να στάζουν από το ταβάνι.


ΤΖΙΝΑ ΨΑΡΡΗ


Γεννήθηκα και ζω στην Αθήνα. Αποφοίτησα από την ελληνογαλλική σχολή Ουρσουλινών το 1980 και από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο πήρα το πτυχίο της Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Δίδαξα για είκοσι χρόνια γαλλικά και Ιστορία σε σχολεία της Αθήνας και της επαρχίας ώσπου να αποφασίσω να αφοσιωθώ αποκλειστικά στην συγγραφή. Το 2016, το διήγημά μου «Πρωινό Αστέρι» κέρδισε το πρώτο βραβείο στον ετήσιο διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Διηγήματα μου έχουν δημοσιευθεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Fractal και Άνεμος magazine καθώς και σε διάφορα blogs.Την Άνοιξη του 2020, το διήγημα μου με τίτλο «Σαν απροειδοποίητο διαγώνισμα», προκρίθηκε στον διαγωνισμό διηγήματος του αγγλικού εκδοτικού οίκου Ontime books και αφού μεταφραστεί,  θα κυκλοφορήσει στο εξωτερικό.
Εργογραφία
«Μέχρι το πέμπτο σκαλοπάτι», μυθιστόρημα, Εκδόσεις Όστρια, 2015, εξαντλημένο
«Οι κόρες της Ανάγκης», μυθιστόρημα, Άνεμος Εκδοτική, 2018
«Μέχρι το πέμπτο σκαλοπάτι», μυθιστόρημα, αναθεωρημένη επανέκδοση Άνεμος Εκδοτική, 2019
«Αριστερό Πέταγμα», μυθιστόρημα, Άνεμος Εκδοτική, 2019

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Το φάντασμα της ρεματιάς (Οι εκπαιδευτικοί γράφουν...)



Η Μαγδαληνή (Λίνα) Θωμά, μια μάχιμη εκπαιδευτικός αλλά και καταξιωμένη συγγραφέας, μάς προσφέρει ένα αδημοσίευτο διήγημά της με παπαδιαμαντικό οίστρο και μυστηριακό περιεχόμενο!


Το φάντασμα της ρεματιάς 

στη Χαρούλα

Τρόμο μεγάλο είχε φέρει στην Ανεμούδα το φάντασμα της ρεματιάς, εκείνο το καλοκαίρι του 195… Κάθε βράδυ, γύρω στα μεσάνυχτα, ένας ήχος σαν κουδουνάκι, διαπεραστικός και ανατριχιαστικός μέχρι το κόκαλο, αντηχούσε  στα μνήματα, περνούσε, κατόπιν, από το σπίτι της παπαδιάς κι έφτανε ίσαμε κάτω, στο βαθύ ρέμα. Ανάποδα τον δρόμο δεν τον έκανε, αλλά αυτό και μόνο αρκούσε. Τα σπίτια, γύρω, κάνανε τον σταυρό τους – κανένας δεν εγνώριζε το πώς και το γιατί, τι ήταν κείνο το εξώπραμα που τους βελόνιζε το αυτί και τι δουλειά είχε κάθε βράδυ, εκεί πέρα.  

«Ώχου, καημένοι, κάνα ξαμολημένο ζώο θα είναι», τόλμησε να πει, μια φορά, ο Βαλτάκης του Γρηγόρη, που χωράτευε με τον καθένα, ξεμπράτσωτος, συνήθως, και γυαλιστερός. 

«Κάνα σκυλί που λύθηκε, κάνα αρνί, ξέρω ‘γω...» 

Κουνήσαν όλοι στοχαστικά το κεφάλι τους. Μα τ’ αρνιά τους αυτοί τα είχανε κατοικιασμένα, κανενός το αρνί δεν θα 'βγαινε να κάνει τσάρκα στα καλά καθούμενα βραδιάτικα κι όσο για τα σκυλιά, όσα δεν είχανε φάει φόλες, ήσαν όλα μπαγλαρωμένα πίσω από φράχτες και σύρματα να φυλάνε για τον κλέφτη. Δεν γυρίζανε άσκοπα τα σκυλιά τους στο χωριό, αλλά ακόμα και να γυρίζανε, δεν θα κάνανε το ίδιο δρομολόγιο κάθε βράδυ, λες κι ήταν ταμένα! Και μάλιστα νύχτα με φεγγάρι μέσα από τα μνήματα... Το πιθανότερο να ήτανε κάποιο πνεύμα. Από πνεύματα είχε το χωριό επιλογή μεγάλη, διάλεξε και πάρε: ο κατσικοπόδαρος πειρατής, ο λεπρός με το κουδουνάκι που έμεινε στη σπηλιά του άλιωτος, ο δαίμονας Μιχάλης, ο πνιγμένος, ακόμα και η ράφτρα Αφεντούλα, η μακαρίτισα, που έραβε τα μάτια όσων την είχαν γλωσσοπάρει, κι αυτή ακόμα μπορεί να ήτανε. Ετούτοι οι μακαρίτες είχανε με το χωριό έχθρα και ζήλο κι όσα κουδούνια τούς κρεμούσανε οι άλλοι στη ζωή, έρχονταν τώρα πίσω αυτοί να τους τα γυρίσουνε με θάνατο – δώρο ταμένο. Αλλά μπορεί και τίποτα, κανένα από αυτά, και το χωριό να λιβανιζότανε από κάποιο πνεύμα νέο και άφθαρτο, στον πρώτο του απωθημένο πόθο. 

Αυτά σκεφτότανε η Διαλεχτή του στρατηγού γυρίζοντας πλευρό στο κρεβάτι της – ήτανε ο πατέρας της αυστηρός και έξω δεν την άφηνε να βγαίνει, έτσι η Διαλεχτή έφερνε γύρους στο κρεβάτι της από ταχύτητα μετρημένη – ανακάτευε τα σεντόνια της και σκεφτότανε τον Βαλτάκη. Μα έλα που τα ονόματα, που έμπαιναν ανάμεσά τους, (ονόματα και όχι άνθρωποι καλά-καλά), τους έκοβαν τη φόρα… Τόσα και τόσα μάτια παραμόνευαν τα μάτια τους, κάθε που ανταμώνανε στη εκκλησία, καθημερινές και σχόλες, γιορτές και Πασχαλιές κάτω από δάφνες και σταυρούς, μαντίλια του Ιησού, νεκρόπανα θανάτου. Προς τα πού να κοιτάξει ο Βαλτάκης, πίσω από ποιο στασίδι να φτάσει τη φουστίτσα της για να τη ματιάσει και πόσα καρεκλοπόδαρα να μετρήσει η Διαλεχτή, που κράταγε το βλέμμα της χαμηλωμένο; Για να σηκώσει τα μάτια της προς αυτόν, μονάχα; 

«Δεν πάει καλά το χωριό», αποφαίνονταν στο καφενείο όλοι μαζί κι ο πρόεδρος χώρια, ανάμεσα σε δημοσιογράφους βρισκόταν τώρα αυτός περιστοιχισμένος. Διότι είχαν σκορπίσει τα νέα πια και είχαν έρθει από τον Βόλο συνοδείες ολόκληρες, Τύπος, φορείς και άλλοι φιλοπερίεργοι, το χωριό είχε στριμωχτεί για τα καλά, σε κάποιους ντόπιους, μάλιστα, είχε μπει η πρωτοπόρα ιδέα ν’ αρχίσουν να νοικιάζουνε κι από κανένα δωματιάκι στους ενδιαφερομένους. Αδιάφορο: κανένας από αυτούς δεν τόλμαγε να πλησιάσει τα μνήματα, βράδυ. 

Κι όταν πήρε ο Αύγουστος να μελώνει, οι κοπέλες να στάζουνε το ντοματάκι στις κατσαρόλες και οι κολιοί ν’ αργυρώνουνε τα δίχτυα τη νύχτα, τότε πάρθηκε η μεγάλη απόφαση: θα κατέβαινε ένας από τους χωριανούς στη ρεματιά για να δει τι γινότανε, τέλος πάντων, να καταλάβει. Σύγκρυο βουβό απλώθηκε στην ομήγυρη, από τη μια μεριά της πλατείας ως στην άλλη. Είχανε μαζευτεί μπουλούκι οι νεαροί του χωριού και, τόση ήταν η αναστάτωση, που, τι πείραζε, ξεφύτρωνε απ’ ανάμεσα και καμιά νεαρά να ακούσει κι αυτή τι και πώς και να τρομάξει. 

«Εγώ μπαίνω και στα μνήματα, άμα λάχει!» πετάχτηκε τότε μια φωνή. Σταυρωθήκανε. Κατάπιανε το σάλιο. 

«Δρασκελάω τον μαντρότοιχο και πηδάω, σας λέω, στα μνήματα μέσα!» 

Ο Βαλτάκης του Γρηγόρη ήτανε. Μόλις κατάλαβε το μάτι της Διαλεχτής, που τον έκοβε από την άκρη του καλντεριμιού, το αίμα στις φλέβες του πήρε να χτυπάει. Αλλά, όταν του είπανε πως καμία χρεία δεν υπήρχε να δώσει σάλτο από τη μάντρα, η αυλόπορτα του νεκροταφείου έμενε ανοιχτή, μπορούσε ελεύθερα να μπει μέσα – ήταν σειρά του να ξεροκαταπιεί. Πίσω, ωστόσο, ο Βαλτάκης δεν θέλησε να κάμει. Το μάτι της Διαλεχτής μαύρο και στρογγυλό του ‘φερνε ζάλη, τα ξανθά μαλλιά της παίρνανε τον ήλιο που βασίλευε. Στεκόταν εκεί η Διαλεχτή και φώτιζε πιο πολύ από τον καθένα• γιατί να μη δοκίμαζε κι ο Βαλτάκης λίγο από αυτό το φως. Θα σχεδίαζε καλύτερα τον δρόμο του στο σκοτάδι. 

Τα αγόρια τον στριμώξανε λαχανιασμένα, οι ανάσες τους κόπηκαν, τρεμόπαιξε το φεγγάρι. «Έφτασε η ώρα», του είπανε. Και τον πήγανε συνοδεία μέχρι το εικονοστάσι. Περιμένανε μέσα στο σύθαμπο – είχε λίγα αστέρια ο ουρανός – να τον δούνε να περνάει την πύλη του νεκροταφείου. Λουφάξανε. Ένα μαύρο σύννεφο κοράκου έσβησε το φεγγάρι. Και η ώρα άρχισε να περνά... 

Πόση ώρα είχε περάσει, δεν ξέρανε, άσε που δεν βλέπανε τα ρολόγια τους στο σκοτάδι. Τα θαύματα μόνο ήταν κοντά: κανένας δεν είχε πάρει είδηση τη Διαλεχτή, που πήδηξε από το παράθυρο της κάμαράς της στον δρόμο κάτω να τους προφτάσει. Μπλέχτηκε ανάμεσά τους και περίμενε κι αυτή. 

Τότε ένα κουδούνισμα ακούστηκε από τα μνήματα μέσα. Στην αρχή, σιγανό, ύστερα όλο και δυνατότερο. Κι ύστερα, πάλι, διαπεραστικό, επίμονο και οχληρό, λες και βαρούσε κάποιο κρυσταλλένιο καμπανάκι. Σηκώθηκε η τρίχα τους όρθια. «Α!» έκανε η Διαλεχτή, μοναδική λεπτή φωνή ανάμεσά τους. Μέσα από τους θάμνους, ξεπρόβαλε ο Βαλτάκης και από πίσω τον ακολουθούσε ένας ίσκιος μακρύς σαν το μπόι του. Έκανε λίγα βήματα, στάθηκε. Ένα θηρίο φάνηκε πίσω του μαύρο κι άραχλο. Το θηρίο έβγαλε μια στεντόρεια φωνή που ξεβίδωσε από τον ουρανό τα αστέρια – λίγο ακόμα και θα τους πέφτανε στο κεφάλι. Τέτοιο ξάφνιασμα πήρανε. Διότι το εξώπραμα, που ακολουθούσε τον Βαλτάκη, δεν ήταν παρά ένας γάιδαρος, νταβραντισμένος και μοναχός με ένα μικρό κουδούνι κρεμασμένο στον λαιμό του. 

«Ο γάιδαρος της μουρλο-Θοδώρας!» είπε ο Βαλτάκης που ξεχώρισε, στο μισοσκόταδο, τα μαύρα μάτια της Διαλεχτής πιο μαύρα από τον καημό του κι από τη νύχτα ολάκερη. Του γέλασε αυτή, ύστερα την ακολούθησαν και οι άλλοι. Και πήραν όλοι να γελούνε δυνατά. Μονάχα μια μουρλή σαν τη Θοδώρα θα μπορούσε να αφήσει τον γάιδαρό της ξαμολητό να περνοδιαβαίνει πλαγιές και ραχούλες τα βράδια. 

«Πες το ψέμματα», είπε ο Βαλτάκης, κλείνοντας το μάτι του στη Διαλεχτή. 

Τον αγκάλιασαν όλοι χαρωπά. Ακόμα και η Διαλεχτή τον αγκάλιασε, μόνο που αυτή το έκανε, ύστερα από κάποιον καιρό, κατ’ ιδίαν, στο κρεβάτι του γάμου τους. Διότι τέτοιος ήρωας είχε γίνει ο Βαλτάκης, στο μεταξύ, που τον παραδέχτηκαν όλοι για το κατόρθωμά του, ακόμα και αυτός ο γέρο-στρατηγός. Τάχα δεν ήταν ένας άθλος αυτός που έκανε, μία δοκιμασία; Και τι ηρωικό κι ωραίο φινάλε που είχε! Ένας τέτοιος άντρας άξιζε να γίνει άντρας της Διαλεχτής του. 

«Στην υγειά τους!» σήκωσαν όλοι το ποτήρι στο γλέντι του γάμου τους. 

Είχε μαζευτεί όλο το χωριό. Μονάχα η μουρλο-Θοδώρα δεν ήταν καλεσμένη, άδικα στο άδικο, όπως θα έλεγε και αυτή. Γιατί, βέβαια, το ήξερε καλά: μπορεί να είχε αφήσει τον γάιδαρό της ξαμολητό να σεργιανάει, πλην όμως κανένα κουδούνι δεν του κρέμασε ποτέ… Ακούς εκεί. Αλλά ποιος να ξεσκεπάσει το μέγα μυστικό; Ποιος να το ομολογήσει, αφού δεν την είχαν ούτε καν καταδεχτεί στον γάμο τους; Να δεις που ο ίδιος ο Βαλτάκης είχε κοτσάρει το κουδούνι στον γάιδαρο για να πάρει αυτός τη δόξα όλη – άντε και τη νύφη. Μόνο που δεν μπόρεσε η μουρλο-Θοδώρα να τους το πει. 

Η Διαλεχτή έζησε με τον Βαλτάκη ευτυχισμένη και κάνανε πολλά παιδιά. Κι ο γάιδαρος συνέχισε να βολτάρει τα βράδια και ο ήχος από το κουδουνάκι του να χτυπάει. Μαζί του ακουγόντουσαν και άλλοι ήχοι, θόρυβοι από τη νύχτα ανακατεμένοι. Κι όταν, ύστερα από καιρό, ο γάιδαρος ψόφησε με το καλό, ο παράξενος ήχος συνέχισε να ακούγεται στη ρεματιά και στα μνήματα μέσα. Όμως τα χρόνια είχαν περάσει και το χωριό είχε αδειάσει, οι άνθρωποι είχανε φύγει, οι περισσότεροι, στην πόλη. Κάτι γέροι μόνο, που είχαν απομείνει, ήτανε πλέον τόσο κουφοί, που δεν ακούγανε τίποτα, ούτε κουδούνι, ούτε καν γκάρισμα. Το φάντασμα της ρεματιάς τούς περίμενε στα μνήματα για να τους νανουρίσει μέσα στο σκοτάδι. 



ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΘΩΜΑ


Η Μαγδαληνή Θωμά είναι φιλόλογος (Δρ. αφηγηματολογίας). Έχει διδάξει νεοελληνική γλώσσα στα Τ. Μ. Γλώσσας του Μπορντώ και της Λίλλης, στο Liceo Classico “Marco Foscarini” της Βενετίας και στο Κέντρο Γλωσσών του πανεπιστημίου του Tartu. Έχει δημοσιεύσει τα μυθιστορήματα: Ο πόνος είναι μοναχικό ζώο, (Γαβριηλίδης 2014), Θα ερχόσουν μαζί μου στη Νορβηγία; (Βακχικόν 2015) και Μες στη νύχτα του κόσμου (Βακχικόν 2018), τις μεταφράσεις Ανθολογία εσθονικής ποίησης «...απ' τον αμίλητο καιρό» (Βακχικόν 2018), Anton Hansen Tammsaare Ο θάνατος του παππού και άλλες εσθονικές ιστορίες (Οροπέδιο 2019), καθώς και διηγήματα, μεταφράσεις και λογοτεχνικές κριτικές στα περιοδικά Παρέμβαση, Οροπέδιο, Το κοράλλι και στα ηλεκτρονικά Vakxikon, Fractal και Φρέαρ.