Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Γρηγόριος Ναζιανζηνός-Κωνσταντίνος Καβάφης, μια σχέση ποίησης

 


ο Καβάφης έδειχνε ενδιαφέρον για την επιτύμβια ποίηση  και διάβαζε τα επιγράμματα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, και μάλιστα τα επιτάφια, και προσπαθούσε, με δημιουργική μίμηση, να δημιουργήσει δικά του, όπως θα φανεί από την εκ παραλλήλου συνεξέταση των επιγραμμάτων, στα οποία η διηκούσα ιδέα είναι η μεταστροφή.



Γρηγόριος Ναζιανζηνός-Κωνσταντίνος Καβάφης: δύο επιτάφια επιγράμματα της μεταστροφής 

(αναδημοσίευση από το περιοδικό το Κοράλλι, τ.23-24, Οκτώβριος 2019-Μάρτιος 2020)


1. Εισαγωγή

Η δεξίωση του ποιητικού έργου του Γρηγορίου Ναζιανζηνού από τους μεταγενέστερους ποιητές αποτελεί ένα θέμα υπό διερεύνηση, καθώς η αρχαιοπρέπεια και οι στιχουργικές του επιλογές ενίοτε αποτελούν τεκμήρια για αρνητική κριτική  του ποιητικού του έργου και για παραγνώριση της προσπάθειάς του να καταστήσει τη χριστιανική ποίηση εφάμιλλη της εθνικής.  Ωστόσο, πολλοί μεταγενέστεροι ποιητές,  ανάμεσά τους και σύγχρονοι Έλληνες, εξέφρασαν θετικές κρίσεις για το ποιητικό έργο του, και ιδιαιτέρως για τα επιγράμματά του. Ο Κωστής Παλαμάς επισημαίνει: «τά ποιήματα τοῦ Γρηγορίου εἶναι ἐμπνεύσεις βαθείας θεοσέβειας καί ἀληθοῦς αἰσθήσεως τῆς φύσεως» και σε άλλο άρθρο του ομολογεί : «τινά τεμάχια τῶν Πατέρων, ὡς οἱ στίχοι τοῦ Γρηγορίου, θά ἠδύναντο νά χαρακτηρισθῶσιν οἰονεί ὡς γέφυραι μεταβάσεως ἀπό τῆς δρώσης ζωῆς τῆς ποιήσεως τῶν ἀρχαίων εἰς τήν ἀνήσυχον μελαγχολίαν τῆς Μούσης τῶν νεωτέρων».  

Και ο Κωνσταντίνος Καβάφης εκτιμούσε ιδιαίτερα τον ποιητή Γρηγόριο, μάλιστα ομολόγησε κάποτε σε φίλους του ότι, αν είχε βρει ένα βιβλίο του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού στην Αλεξάνδρεια, θα είχε γράψει μερικά ακόμη ποιήματα  και δίνοντας απάντηση στους χαρακτηρισμούς του Γίββωνα  για το προκλητικό υβρεολόγιο του Γρηγορίου προς το διάταγμα του Ιουλιανού, χαρακτηρίζει τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό ως ένα εξαιρετικά θαρραλέο καλλιτέχνη.  Ακόμη, ο Καβάφης σε άρθρο του για τους βυζαντινούς ποιητές επανέλαβε την άποψη του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: «ἡ χριστιανική ποίησις τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ ἐθαυμάσθη ὑπὸ τῶν λογίων πασῶν τῶν ἐποχῶν, καὶ ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις συνεκρίθη πρὸς τὴν ποίησιν τοῦ…Λαμαρτίνου».  Αν και έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο Καβάφης δεν συμμεριζόταν τις απόψεις των Χριστιανών του 4ου αιώνα, όσο κι αν έδειχνε θαυμασμό στον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, τον ποιητή, κατά τα λεγόμενά του,  εντούτοις ανάμεσα στα 1892 και στα 1898 ο Καβάφης έγραψε έξι ποιήματα τα οποία κατέταξε αργότερα στο θεματικό κεφάλαιο «Αἱ Ἀρχαί τοῦ Χριστιανισμοῦ». Από τα ποιήματα αυτά, σώθηκε μόνο ένα, το ανέκδοτο «Ὁ Ἰουλιανός ἐν τοῖς Μυστηρίοις», γραμμένο το Νοέμβριο του 1896. Άλλο ένα, «Ὁ Σταυρός», γραμμένο τον Σεπτέμβριο του 1892 και ξαναγραμμένο το Μάρτιο του 1917, πιθανόν να αποτελούσε προγενέστερη μορφή του «αναγνωρισμένου» ποιήματος «Μεγάλη Συνοδεία ἐξ ἱερέων καί λαϊκῶν», δημοσιευμένο το 1926.  Και, βέβαια, αφιέρωσε τα ποιήματά του στον Ιουλιανό τον Παραβάτη, «τον περισσότερο εμπαιζόμενο χαρακτήρα του», κατά το Γιώργο Σεφέρη,  που σχολιάζεται στα κείμενα του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού με οξείς χαρακτηρισμούς.   

Σε κάθε περίπτωση, είναι εμφανής  η οικειότητα του Καβάφη, κατά την πρώιμη περίοδό του, με τα έργα των εκκλησιαστικών και των εθνικών ιστορικών και των Πατέρων της Εκκλησίας, καθώς και με τους βίους των αγίων και των μοναχών και, μολονότι δεν συμμερίζεται πάντα τον Χριστιανισμό, εντούτοις εγκολπώνεται την ίδια ασκητική ζωή που διάγουν οι Χριστιανοί αναχωρητές.  Για τον Καβάφη ο χριστιανισμός ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού παρελθόντος  και βασικός πυλώνας της πολιτισμικής ταυτότητας, μαζί με την αρχαιοελληνική παγανιστική παράδοση, της αγαπημένης του πόλης, της Αλεξάνδρειας.  Στο ερώτημα αν ο Καβάφης ήταν Χριστιανός έχουν δοθεί τεκμηριωμένες απαντήσεις από εμβριθείς μελετητές του έργου του και με τεκμήρια τα ίδια τα ποιήματά του  και δεν θα μας απασχολήσει αυτό το θέμα στην εν λόγω εργασία. Εκείνο, όμως, που θα υποστηριχθεί είναι ότι ο Καβάφης έδειχνε ενδιαφέρον για την επιτύμβια ποίηση  και διάβαζε τα επιγράμματα του Γρηγορίου, και μάλιστα τα επιτάφια, και προσπαθούσε, με δημιουργική μίμηση, να δημιουργήσει δικά του, όπως θα φανεί από την εκ παραλλήλου συνεξέταση των επιγραμμάτων, στα οποία η διηκούσα ιδέα είναι η μεταστροφή.

2. Τα επιτάφια επιγράμματα της μεταστροφής


ΠΑ 8.159 (= Επιτάφιο 126) Γρηγορίου Ναζιανζηνού

[ Επίγραμμα για τον Μαξέντιο]

Αἵματος εὐγενέος γενόμην, βασιλῆος ἐν αὐλαῖς 

ἔστην, ὀφρὺν ἄειρα κενόφρονα. πάντα κεδάσσας, 

Χριστὸς ἐπεί με κάλεσσε, βίου πολλαῖσιν ἀταρποῖς 

ἴχνος ἔρεισα πόθοιο τινάγμασιν, ἄχρις ἀνεῦρον 

τὴν σταθερὴν Χριστῷ τήξας δέμας ἄλγεσι πολλοῖς• 

καὶ νῦν κοῦφος ἄνω Μαξέντιος ἔνθεν ἀνέπτην. 


Απόδοση στη Νεοελληνική


Κατάγομαι  από ευγενική γενιά, έζησα σε βασιλικές αυλές

 και ύψωσα ματαιόδοξα το φρύδι . Όλα όμως τα πέταξα,

 από τη στιγμή που ο Χριστός με κάλεσε. Σε πολλά σοκάκια της ζωής

 οδήγησα τα βήματά μου, κάτω από την πίεση του πόθου, 

μέχρι που βρήκα τη σταθερή οδό. 

Για τον Χριστό μου έλιωσα το σώμα μου από τις πολλές δοκιμασίες.

Και τώρα, ανακουφισμένος, εγώ, ο Μαξέντιος, πέταξα ψηλά.


Τα επιγράμματα  που αποδίδονται στον Γρηγόριο είναι συνολικά 254 και διακρίνονται σε Επιτάφια (1-165) και Επιγράμματα (166-254) κατά συμποσιαστών και κατά τυμβωρύχων. Όλα βρίσκονται σταχυολογημένα στο 8ο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας.  Τα επιτάφια επιγράμματά του σχετίζονται με τον θάνατο αγαπημένων του προσώπων, τα οποία και κατονομάζει, και η βασική του επιθυμία είναι να αποτίσει φόρο τιμής προς τα πρόσωπα αυτά. Οπωσδήποτε, αποσκοπεί στο να δημιουργήσει και πρότυπα προς μίμηση στους νέους χριστιανούς, παρουσιάζοντας τους τιμώμενους ως ιδανικούς πιστούς ανθρώπους.  Όσον αφορά στο χρόνο σύνθεσης των επιταφίων επιγραμμάτων, αν και δεν υφίστανται εσωτερικές ενδείξεις, μπορούμε να υποστηρίξουμε απλώς ότι αυτά δημιουργήθηκαν μετά το θάνατο των συγκεκριμένων, κάθε φορά, αγαπημένων του προσώπων.  

Το συγκεκριμένο επίγραμμα ΠΑ 8.159 (= Επιτάφιο 126)  αφιερώνεται σε κάποιον Μαξέντιο, αμάρτυρο από άλλες πηγές. Από το περιεχόμενο πληροφορούμαστε ότι προέρχεται από αριστοκρατική γενιά, γαλουχημένος μέσα στην πολυτέλεια, τη ματαιοδοξία και τη θεοποίηση του υλισμού και των απολαύσεων. Ωστόσο, το κάλεσμα του Χριστού, που συνοδεύτηκε από δοκιμασίες και θυσίες που τον «έλιωσαν» τον οδήγησε στον δρόμο της λύτρωσης με την προσήλωση στον Χριστό και την τελική ένωση μαζί Του, μετά τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα του. Στο επίγραμμα αξιοποιείται το γνωστό στην επιγραμματική ποίηση μοτίβο του νεκρού που απευθύνεται, σε πρώτο πρόσωπο, στον παροδίτη, και του εξωτερικεύει σκέψεις και συναισθήματα  και τονίζεται η μεταστροφή του Μαξέντιου στη χριστιανική θρησκεία μετά από μία αδιευκρίνιστη θεϊκή επενέργεια, θέμα ιδιαίτερα προσφιλές στον Γρηγόριο, αφού αφιερώνει ένα ακόμη επίγραμμα με ανάλογο θέμα στον πατέρα του Γρηγόριο τον πρεσβύτερο.  Εξάλλου, οι μεταστάσεις χριστιανών είτε από τον ελληνικό παγανισμό είτε από τον ιουδαϊσμό και τις πολυάριθμες αιρέσεις αποτελούσε θέμα με ιδιαίτερη αξιοποίηση τόσο στη χριστιανική γραμματεία όσο και στην απολογητική. 

Με γλώσσα ομηρίζουσα, διανθισμένη με ιωνικές και αττικές αποχρώσεις και με μέτρο ελεγειακό, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός επισημαίνει ότι μετά τη μεταστροφή στον Χριστιανισμό, ο θάνατος που επέρχεται, με την απόσπαση της ψυχής από το σώμα, προσφέρει τη χαρά και ακολούθως τη θέωση.  Έτσι, ουσιαστικά, το επίγραμμα συνιστά μία ψηφίδα στη «μελέτη θανάτου» που είναι το κυρίαρχο θέμα της επιταφίου γραμματείας του Γρηγορίου. 

Με ανάλογο τρόπο, ο Καβάφης μοιάζει να παραφράζει το επιτάφιο επίγραμμα του Ναζιανζηνού, συνθέτοντας το δικό του, με διακειμενικές αναλογίες μιας δημιουργικής πρόσληψης.


Κωνσταντίνος Καβάφης «Ιγνατίου Τάφος» 


Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα

στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)

για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,

για τ’ άλογα και για τ’ αμάξια μου,

για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.

Άπαγε• εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος•

τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν.

Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά

συνήλθα• αλλ’ όμως κ’ έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς

μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.

(1917)


Ο Κλέων, ψευδοϊστορικό πρόσωπο, από τα πολλά της προσωπικής προσωπογραφίας του Καβάφη, κείται στον τάφο και σε πρώτο πρόσωπο απευθύνεται στον περαστικό διαβάτη, κάνοντας έναν απολογισμό της ζωής του. Μιας ζωής συνυφασμένης με την τρυφή και τον αισθησιακό αισθητισμό της πολυπολιτισμικής και πολύβουης Αλεξάνδρειας. Το όνομά του, Κλέων, μαρτυρεί την καταγωγή του και την ένδοξη προέλευσή του από το «κλέος» των Ελλήνων. Παράλληλα, δικαιολογεί και την πολιτιστική και θρησκευτική πρακτική της εποχής του και του τόπου του, είναι εθνικός και ζει μέσα στη χλιδή και τις υλικές απολαύσεις, ώσπου η κλήση του Χριστού τον οδηγεί στη μεταστροφή. Αποποιείται το παρελθόν των εικοσιοκτώ χρόνων της ζωής του και αλλάζει όνομα. Γίνεται Ιγνάτιος, από το λατινικό ignotus, άγνωστος, άρα και αγνός, και αλλάζει εθνοτική ταυτότητα, γίνεται Ρωμαίος, αλλά αλλάζει και θρησκεία. «Συνέρχεται» από τη σύγχυση και την τύρβη του πρότερου βίου και βρίσκει αγαλλίαση και προστασία στο καταφύγιο του Χριστού, ως αναγνώστης,  όμως μόνο για δέκα μήνες, γιατί ο άωρος θάνατος απαλλάσσει τον νεοφώτιστο χριστιανό ολοκληρωτικά από την ενθύμηση του έκλυτου βίου του.

Η μεταστροφή στο ποίημα του Καβάφη  δεν είναι αποκλειστικά θρησκευτική αλλά ενέχει τη ρήξη του με την παρηκμασμένη κοινωνία της Αλεξάνδρειας και τη μετάστασή του στην εκκλησιαστική κοινωνία, γιατί εκτός από την αλλαγή της πίστης συμμετέχει ενεργά στα διακονήματα του εκκλησιαστικού σώματος. Ο Κλέων-Ιγνάτιος είναι πιο σταθερός για τις επιλογές του από άλλους πρωταγωνιστές του ποιητή, ίσως γιατί είναι ο ίδιος πιο ισχυρός χαρακτήρας ή και συνειδητοποιημένος χριστιανός, όπως και ο Μαξέντιος του Ναζιανζηνού, ίσως πάλι, γιατί τον βρίσκει τόσο νωρίς ο θάνατος. Ωστόσο, άλλοι νέοι από την πινακοθήκη των προσώπων του ποιητή, όπως ο Μυρτίας (τα επικίνδυνα), ο εβραίος Ιάνθης ( των Εβραίων 50 μ. Χ.) και ο νεαρός φοιτητής φιλοσοφίας (από τη σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου) ενώ φαίνεται να αλλάζουν ήθη, συμπεριφορά και θρησκεία, η αλλαγή αυτή είναι πρόσκαιρη ή και επαμφοτερίζουσα. 


3. Επιλογικά

Συμπερασματικά, είναι φανερές οι ομοιότητες μεταξύ των δύο επιγραμμάτων της μεταστροφής, ώστε να μπορούμε, και μέσα στο πλαίσιο της προσωπικής πρόσληψης, να υποστηρίξουμε ότι ο Καβάφης δεν θαύμαζε επιφανειακά τον ποιητή Γρηγόριο Ναζιανζηνό με ομολογίες αναγνώρισης της ποιητικής του αξίας, αλλά και εντρύφησε στο έργο του, και ιδιαίτερα στα επιγράμματά του, σε τέτοιο βαθμό, που επιχείρησε με τον δικό του τρόπο να μεταπλάσσει θέματα της επιγραμματικής γραμματείας προσαρμόζοντάς τα στο δικό του ποιητικό σύμπαν και ενοφθαλμίζοντας στοιχεία της στη σύγχρονη ποίηση.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  Βλ. Κ Τρυπάνη, Ελληνική Ποίηση: Από τον Όμηρο ως τον Σεφέρη, Εστία, Αθήνα 1988, σ. 210-211 και Α.Φυτράκη, Το ποιητικόν έργον Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών, Αθήναι 1968, σ.46-47. Σημειωτέον ότι η αρνητική κριτική προήλθε κυρίως από μελετητές του έργου κι όχι από ομότεχνους του Γρηγορίου και ενδεχομένως το κενό μιας κριτικής έκδοσης των γρηγοριανών ποιημάτων να τους καθιστά απορριπτικούς, βλ. C. Simelidis, Selected poems of Gregory of Nazianzus:1.2.17, II. 1.10,19,32:A Critical Edition with Introduction and Commentary (Hypomnemata 177), Göttingen 2009, σ. 23.

  Σύμφωνα με τον Α .Κομίνη, Το βυζαντινόν ιερόν επίγραμμα και οι επιγραμματοποιοί, διδακτορική διατριβή, Μυρτίδη, Αθήνα 1966, σελ.18- 23, η βυζαντινή ποίηση διακρίνεται σε θύραθεν και ιερά και η ιερά με τη σειρά της σε εκκλησιαστική και θρησκευτική στην οποία ως υπάλληλο είδος ανήκει το ιερό επίγραμμα. Υιοθετήσαμε τον όρο χριστιανική ποίηση αντί της ιεράς λόγω της εκτεταμένης χρήσης του από το σύνολο των συγγραφέων.

  Ο Ρωμανός ο Μελωδός τον 6ο μ. Χ. αιώνα μετασχημάτισε και μετέπλασσε τους ρητορικούς λόγους αλλά και τα προσωδιακά ποιήματα του Γρηγορίου σε τονικά μέτρα, δίνοντας τη μορφή του κοντακίου, του έμμετρου χριστιανικού εγκωμίου.

  Βλ. Θ. Ξύδη, Βυζαντινή Υμνογραφία, εκδ. Νικόδημος, χ.τ. 1978, σ. 20.

  Για το θέμα βλ. Ν. Ματσούκα, «Για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη εφτά ποιήματα του Καβάφη», στο : Μυστήριον ἐπὶ τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 307 – 308, όπου υπάρχουν και ακριβείς παραπομπές στα κείμενα του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού.

  Πρόκειται για τον Άγγλο ιστορικό και συγγραφέα του αμφιλεγόμενου έργου Ιστορία της παρακμής και της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Για τον Γίββωνα βλ. Δ .Χατζόπουλου, Εδουάρδος Γίββων (1737-1794): Ο ιστορικός της παρακμής και της πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Ελεύθερη  Σκέψις,  Αθήνα 2007, σ. 10.

  Για περισσότερα στοιχεία και αναλύσεις επί του θέματος βλ. R. Liddell, Καβάφης, Γκοβόστης, Αθήνα 20022, σ. 176 και 285.

  Βλ. Κ. Π. Καβάφη, Τα πεζά (1822; – 1931), επιμ. Μιχάλης Πιερής, Ίκαρος, Αθήνα 2003, σ. 58 – 63.

  O Καβάφης εμφανίζεται θερμός θαυμαστής του Γρηγορίου, ως «καλλιτέχνη» (ο χαρακτηρισμός είναι του ίδιου του Καβάφη), αντιπροσώπου ενός πολιτιστικού φαινομένου, δηλαδή της ελληνοχριστιανικής σύνθεσης και όχι ως Πατέρα της Εκκλησίας ο οποίος μιλάει με την ιδιότητα και το κύρος του πνευματικού ηγέτη στο: Diana Haas, «Αἱ Ἀρχαί τοῦ Χριστιανισμοῦ: ένα θεματικό κεφάλαιο του Kαβάφη» στο: http://www.kavafis.org/kavafology/articles/content.asp?id=18 (15/05/2019).

  Ό.π. Diana Haas (σημ. 9).

  Βλ. Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές, Α΄ τόμος, Ίκαρος, Αθήνα 2013,  σ. 359.

  Diana Haas,  ό.π. (σημ. 9).

  R. Liddell, ό.π. (σημ. 7), σ. 176.

   Βλ. Έφη Πέτκου, «Οι καβαφικές τελετουργίες και η πολιτισμική ταυτότητα του ελληνισμού», σ. 6 στο: https://www.eens.org/EENS_congresses/2010/Petkou_Efi.pdf (15/05/2019).

  Γ. Π. Σαββίδης, «Ήταν Χριστιανός ο Καβάφης;», στο: Mικρά καβαφικά, A΄, Eρμής, Αθήνα 1985.

 D. Rocques – Π. Μπουκάλας., Επιτάφιος λόγος, αρχαία ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα, Άγρα, Αθήνα 1999, σ.193.


  Ελένη Παπαδοπούλου, Εκφάνσεις του επιταφίου λόγου στα επιγράμματα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, μεταπτυχιακή διατριβή, Α.Π.Θ. 2016, σ. 85-87.

  Για τις εκδόσεις των επιτάφιων επιγραμμάτων του Γρηγορίου Ναζιανζηνού βλ. την εξαντλητική ανάλυση στο: Β. Βερτουδάκη, Το όγδοο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας: μία μελέτη των επιγραμμάτων του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, Ινστιτούτο του Βιβλίου, Καρδαμίτσας, Αθήνα  2011, σ.40-68.

 Βλ. D. Sykes, «Gregory Nazianzen as Didactic Poet», στο: Studia Patristica 16/2 (1985), σ. 433-437.

 Βλ. P. Waltz, Anthologie Greque, VI,  Paris 19602, σ.27.

  Βλ. Α .Σκιαδά, Ἐπί τύμβῳ, Ελληνική Ανθρωπιστική Εταιρεία, Αθήνα 1967 σ.29-30 και Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, Παπαζήση, Αθήναι 1952, σ. 199.


  Ο Γρηγόριος ο πρεσβύτερος ανήκε στην αίρεση των Υψισταρίων που είχε διαμορφωθεί από τον συγκρητισμό ιουδαϊκών και εθνικών στοιχείων και στηριζόταν στην απόλυτη αποδοχή μόνον του Υψίστου Παντοκράτορος. Βλ. Κ. Μπόνη, Γρηγόριος ο Θεολόγος: ήτοι, το γενεαλογικόν δένδρον Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και ο προς τον Αμφιλόχιον Ικονίου συγγενικός αυτού δεσμός : πατρολογική και γενεαλογική μελέτη, Αθήναι 1953, σ. 435-436 και υποσημ. 3. Ειδικά, για τους Υψισταρίους και τις πεποιθήσεις τους και τη λατρεία τους βλ. Δ. Μπαλάνου- Δ .Σίμου, Πατρολογία: οι εκκλησιαστικοί πατέρες και συγγραφείς των οκτώ πρώτων αιώνων, Αλευρόπουλος, Αθήνα 1930,  σ. 305,  σημ. 3.

  Βλ. Άννα Κόλτσιου-Νικήτα. «Γραμματεία της χριστιανικής μεταστροφής. Από τον Απόστολο Παύλο στον ιερό Αυγουστίνο», στο: Αγία Γραφή και σύγχρονος άνθρωπος, τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Ι. Καραβιδόπουλο, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 235-254.

  Βλ. Ελένη Παπαδοπούλου,  ό.π. (σημ. 17), σ. 77.

  «Πάντα ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος, εἴτ' οὖν ὁρμή τις ψυχῆς ἀλόγιστος, καὶ περισπασμὸς ἀνθρώπου, τοῦτο κατακριθέντος, ἴσως ἐκ τοῦ παλαιοῦ πτώματος• τἀλλά, τέλος λόγου,» Ἐπιτάφιος εἰς Καισάριον, 19, 4, 1-4. 


  Κ. Π. Καβάφης, Τα Ποιήματα, ύψιλον , Αθήνα 1990, σ.101.

  Ο Αναγνώστης στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αυτόνομος βαθμός κατώτερου κληρικού, του οποίου η διακονία έχει να κάνει με την ανάγνωση αγιογραφικών κειμένων, τα οποία σε συνέχεια της ιουδαϊκής παράδοσης αναγιγνώσκονται στις χριστιανικές ακολουθίες κατά την τέλεση των Ιερών Μυστηρίων. Στο: https://www.ekklisiaonline.gr/ekklisiaonline/ti-ine-o-vathmos-tou-anagnosti-stin-ekklisia/ (15/05/2019).

  Diana Haas, «Κωνσταντίνος Καβάφης, ο ποιητής του μείζονος Ελληνισμού», εφ. Καθημερινή, Αθήνα 1998 στο: https://anemourion.blogspot.com/2017/08/blog-spot_574.html (15/05/2019).

  Άγγελος Χανιώτης, «Η ποίηση ως μηχανή του χρόνου. Στην αρχαία Αλεξάνδρεια με την ποίηση του Καβάφη» στο: https://www.academia.edu/11817658/Poetry_as_a_time_machine._Traveling_to_ancient_Alexandria_with_Cavafy_s_poetry_(15/05/2019).


Ελένη Κ. Παπαδοπούλου, ΜΑ φιλόλογος- εκπαιδευτικός Δ.Ε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου