Η Μαγδαληνή (Λίνα) Θωμά, μια μάχιμη εκπαιδευτικός αλλά και καταξιωμένη συγγραφέας, μάς προσφέρει ένα αδημοσίευτο διήγημά της με παπαδιαμαντικό οίστρο και μυστηριακό περιεχόμενο!
Το φάντασμα της ρεματιάς
στη Χαρούλα
Τρόμο μεγάλο είχε φέρει στην Ανεμούδα το φάντασμα της ρεματιάς, εκείνο το καλοκαίρι του 195… Κάθε βράδυ, γύρω στα μεσάνυχτα, ένας ήχος σαν κουδουνάκι, διαπεραστικός και ανατριχιαστικός μέχρι το κόκαλο, αντηχούσε στα μνήματα, περνούσε, κατόπιν, από το σπίτι της παπαδιάς κι έφτανε ίσαμε κάτω, στο βαθύ ρέμα. Ανάποδα τον δρόμο δεν τον έκανε, αλλά αυτό και μόνο αρκούσε. Τα σπίτια, γύρω, κάνανε τον σταυρό τους – κανένας δεν εγνώριζε το πώς και το γιατί, τι ήταν κείνο το εξώπραμα που τους βελόνιζε το αυτί και τι δουλειά είχε κάθε βράδυ, εκεί πέρα.
«Ώχου, καημένοι, κάνα ξαμολημένο ζώο θα είναι», τόλμησε να πει, μια φορά, ο Βαλτάκης του Γρηγόρη, που χωράτευε με τον καθένα, ξεμπράτσωτος, συνήθως, και γυαλιστερός.
«Κάνα σκυλί που λύθηκε, κάνα αρνί, ξέρω ‘γω...»
Κουνήσαν όλοι στοχαστικά το κεφάλι τους. Μα τ’ αρνιά τους αυτοί τα είχανε κατοικιασμένα, κανενός το αρνί δεν θα 'βγαινε να κάνει τσάρκα στα καλά καθούμενα βραδιάτικα κι όσο για τα σκυλιά, όσα δεν είχανε φάει φόλες, ήσαν όλα μπαγλαρωμένα πίσω από φράχτες και σύρματα να φυλάνε για τον κλέφτη. Δεν γυρίζανε άσκοπα τα σκυλιά τους στο χωριό, αλλά ακόμα και να γυρίζανε, δεν θα κάνανε το ίδιο δρομολόγιο κάθε βράδυ, λες κι ήταν ταμένα! Και μάλιστα νύχτα με φεγγάρι μέσα από τα μνήματα... Το πιθανότερο να ήτανε κάποιο πνεύμα. Από πνεύματα είχε το χωριό επιλογή μεγάλη, διάλεξε και πάρε: ο κατσικοπόδαρος πειρατής, ο λεπρός με το κουδουνάκι που έμεινε στη σπηλιά του άλιωτος, ο δαίμονας Μιχάλης, ο πνιγμένος, ακόμα και η ράφτρα Αφεντούλα, η μακαρίτισα, που έραβε τα μάτια όσων την είχαν γλωσσοπάρει, κι αυτή ακόμα μπορεί να ήτανε. Ετούτοι οι μακαρίτες είχανε με το χωριό έχθρα και ζήλο κι όσα κουδούνια τούς κρεμούσανε οι άλλοι στη ζωή, έρχονταν τώρα πίσω αυτοί να τους τα γυρίσουνε με θάνατο – δώρο ταμένο. Αλλά μπορεί και τίποτα, κανένα από αυτά, και το χωριό να λιβανιζότανε από κάποιο πνεύμα νέο και άφθαρτο, στον πρώτο του απωθημένο πόθο.
Αυτά σκεφτότανε η Διαλεχτή του στρατηγού γυρίζοντας πλευρό στο κρεβάτι της – ήτανε ο πατέρας της αυστηρός και έξω δεν την άφηνε να βγαίνει, έτσι η Διαλεχτή έφερνε γύρους στο κρεβάτι της από ταχύτητα μετρημένη – ανακάτευε τα σεντόνια της και σκεφτότανε τον Βαλτάκη. Μα έλα που τα ονόματα, που έμπαιναν ανάμεσά τους, (ονόματα και όχι άνθρωποι καλά-καλά), τους έκοβαν τη φόρα… Τόσα και τόσα μάτια παραμόνευαν τα μάτια τους, κάθε που ανταμώνανε στη εκκλησία, καθημερινές και σχόλες, γιορτές και Πασχαλιές κάτω από δάφνες και σταυρούς, μαντίλια του Ιησού, νεκρόπανα θανάτου. Προς τα πού να κοιτάξει ο Βαλτάκης, πίσω από ποιο στασίδι να φτάσει τη φουστίτσα της για να τη ματιάσει και πόσα καρεκλοπόδαρα να μετρήσει η Διαλεχτή, που κράταγε το βλέμμα της χαμηλωμένο; Για να σηκώσει τα μάτια της προς αυτόν, μονάχα;
«Δεν πάει καλά το χωριό», αποφαίνονταν στο καφενείο όλοι μαζί κι ο πρόεδρος χώρια, ανάμεσα σε δημοσιογράφους βρισκόταν τώρα αυτός περιστοιχισμένος. Διότι είχαν σκορπίσει τα νέα πια και είχαν έρθει από τον Βόλο συνοδείες ολόκληρες, Τύπος, φορείς και άλλοι φιλοπερίεργοι, το χωριό είχε στριμωχτεί για τα καλά, σε κάποιους ντόπιους, μάλιστα, είχε μπει η πρωτοπόρα ιδέα ν’ αρχίσουν να νοικιάζουνε κι από κανένα δωματιάκι στους ενδιαφερομένους. Αδιάφορο: κανένας από αυτούς δεν τόλμαγε να πλησιάσει τα μνήματα, βράδυ.
Κι όταν πήρε ο Αύγουστος να μελώνει, οι κοπέλες να στάζουνε το ντοματάκι στις κατσαρόλες και οι κολιοί ν’ αργυρώνουνε τα δίχτυα τη νύχτα, τότε πάρθηκε η μεγάλη απόφαση: θα κατέβαινε ένας από τους χωριανούς στη ρεματιά για να δει τι γινότανε, τέλος πάντων, να καταλάβει. Σύγκρυο βουβό απλώθηκε στην ομήγυρη, από τη μια μεριά της πλατείας ως στην άλλη. Είχανε μαζευτεί μπουλούκι οι νεαροί του χωριού και, τόση ήταν η αναστάτωση, που, τι πείραζε, ξεφύτρωνε απ’ ανάμεσα και καμιά νεαρά να ακούσει κι αυτή τι και πώς και να τρομάξει.
«Εγώ μπαίνω και στα μνήματα, άμα λάχει!» πετάχτηκε τότε μια φωνή. Σταυρωθήκανε. Κατάπιανε το σάλιο.
«Δρασκελάω τον μαντρότοιχο και πηδάω, σας λέω, στα μνήματα μέσα!»
Ο Βαλτάκης του Γρηγόρη ήτανε. Μόλις κατάλαβε το μάτι της Διαλεχτής, που τον έκοβε από την άκρη του καλντεριμιού, το αίμα στις φλέβες του πήρε να χτυπάει. Αλλά, όταν του είπανε πως καμία χρεία δεν υπήρχε να δώσει σάλτο από τη μάντρα, η αυλόπορτα του νεκροταφείου έμενε ανοιχτή, μπορούσε ελεύθερα να μπει μέσα – ήταν σειρά του να ξεροκαταπιεί. Πίσω, ωστόσο, ο Βαλτάκης δεν θέλησε να κάμει. Το μάτι της Διαλεχτής μαύρο και στρογγυλό του ‘φερνε ζάλη, τα ξανθά μαλλιά της παίρνανε τον ήλιο που βασίλευε. Στεκόταν εκεί η Διαλεχτή και φώτιζε πιο πολύ από τον καθένα• γιατί να μη δοκίμαζε κι ο Βαλτάκης λίγο από αυτό το φως. Θα σχεδίαζε καλύτερα τον δρόμο του στο σκοτάδι.
Τα αγόρια τον στριμώξανε λαχανιασμένα, οι ανάσες τους κόπηκαν, τρεμόπαιξε το φεγγάρι. «Έφτασε η ώρα», του είπανε. Και τον πήγανε συνοδεία μέχρι το εικονοστάσι. Περιμένανε μέσα στο σύθαμπο – είχε λίγα αστέρια ο ουρανός – να τον δούνε να περνάει την πύλη του νεκροταφείου. Λουφάξανε. Ένα μαύρο σύννεφο κοράκου έσβησε το φεγγάρι. Και η ώρα άρχισε να περνά...
Πόση ώρα είχε περάσει, δεν ξέρανε, άσε που δεν βλέπανε τα ρολόγια τους στο σκοτάδι. Τα θαύματα μόνο ήταν κοντά: κανένας δεν είχε πάρει είδηση τη Διαλεχτή, που πήδηξε από το παράθυρο της κάμαράς της στον δρόμο κάτω να τους προφτάσει. Μπλέχτηκε ανάμεσά τους και περίμενε κι αυτή.
Τότε ένα κουδούνισμα ακούστηκε από τα μνήματα μέσα. Στην αρχή, σιγανό, ύστερα όλο και δυνατότερο. Κι ύστερα, πάλι, διαπεραστικό, επίμονο και οχληρό, λες και βαρούσε κάποιο κρυσταλλένιο καμπανάκι. Σηκώθηκε η τρίχα τους όρθια. «Α!» έκανε η Διαλεχτή, μοναδική λεπτή φωνή ανάμεσά τους. Μέσα από τους θάμνους, ξεπρόβαλε ο Βαλτάκης και από πίσω τον ακολουθούσε ένας ίσκιος μακρύς σαν το μπόι του. Έκανε λίγα βήματα, στάθηκε. Ένα θηρίο φάνηκε πίσω του μαύρο κι άραχλο. Το θηρίο έβγαλε μια στεντόρεια φωνή που ξεβίδωσε από τον ουρανό τα αστέρια – λίγο ακόμα και θα τους πέφτανε στο κεφάλι. Τέτοιο ξάφνιασμα πήρανε. Διότι το εξώπραμα, που ακολουθούσε τον Βαλτάκη, δεν ήταν παρά ένας γάιδαρος, νταβραντισμένος και μοναχός με ένα μικρό κουδούνι κρεμασμένο στον λαιμό του.
«Ο γάιδαρος της μουρλο-Θοδώρας!» είπε ο Βαλτάκης που ξεχώρισε, στο μισοσκόταδο, τα μαύρα μάτια της Διαλεχτής πιο μαύρα από τον καημό του κι από τη νύχτα ολάκερη. Του γέλασε αυτή, ύστερα την ακολούθησαν και οι άλλοι. Και πήραν όλοι να γελούνε δυνατά. Μονάχα μια μουρλή σαν τη Θοδώρα θα μπορούσε να αφήσει τον γάιδαρό της ξαμολητό να περνοδιαβαίνει πλαγιές και ραχούλες τα βράδια.
«Πες το ψέμματα», είπε ο Βαλτάκης, κλείνοντας το μάτι του στη Διαλεχτή.
Τον αγκάλιασαν όλοι χαρωπά. Ακόμα και η Διαλεχτή τον αγκάλιασε, μόνο που αυτή το έκανε, ύστερα από κάποιον καιρό, κατ’ ιδίαν, στο κρεβάτι του γάμου τους. Διότι τέτοιος ήρωας είχε γίνει ο Βαλτάκης, στο μεταξύ, που τον παραδέχτηκαν όλοι για το κατόρθωμά του, ακόμα και αυτός ο γέρο-στρατηγός. Τάχα δεν ήταν ένας άθλος αυτός που έκανε, μία δοκιμασία; Και τι ηρωικό κι ωραίο φινάλε που είχε! Ένας τέτοιος άντρας άξιζε να γίνει άντρας της Διαλεχτής του.
«Στην υγειά τους!» σήκωσαν όλοι το ποτήρι στο γλέντι του γάμου τους.
Είχε μαζευτεί όλο το χωριό. Μονάχα η μουρλο-Θοδώρα δεν ήταν καλεσμένη, άδικα στο άδικο, όπως θα έλεγε και αυτή. Γιατί, βέβαια, το ήξερε καλά: μπορεί να είχε αφήσει τον γάιδαρό της ξαμολητό να σεργιανάει, πλην όμως κανένα κουδούνι δεν του κρέμασε ποτέ… Ακούς εκεί. Αλλά ποιος να ξεσκεπάσει το μέγα μυστικό; Ποιος να το ομολογήσει, αφού δεν την είχαν ούτε καν καταδεχτεί στον γάμο τους; Να δεις που ο ίδιος ο Βαλτάκης είχε κοτσάρει το κουδούνι στον γάιδαρο για να πάρει αυτός τη δόξα όλη – άντε και τη νύφη. Μόνο που δεν μπόρεσε η μουρλο-Θοδώρα να τους το πει.
Η Διαλεχτή έζησε με τον Βαλτάκη ευτυχισμένη και κάνανε πολλά παιδιά. Κι ο γάιδαρος συνέχισε να βολτάρει τα βράδια και ο ήχος από το κουδουνάκι του να χτυπάει. Μαζί του ακουγόντουσαν και άλλοι ήχοι, θόρυβοι από τη νύχτα ανακατεμένοι. Κι όταν, ύστερα από καιρό, ο γάιδαρος ψόφησε με το καλό, ο παράξενος ήχος συνέχισε να ακούγεται στη ρεματιά και στα μνήματα μέσα. Όμως τα χρόνια είχαν περάσει και το χωριό είχε αδειάσει, οι άνθρωποι είχανε φύγει, οι περισσότεροι, στην πόλη. Κάτι γέροι μόνο, που είχαν απομείνει, ήτανε πλέον τόσο κουφοί, που δεν ακούγανε τίποτα, ούτε κουδούνι, ούτε καν γκάρισμα. Το φάντασμα της ρεματιάς τούς περίμενε στα μνήματα για να τους νανουρίσει μέσα στο σκοτάδι.
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΘΩΜΑ
Η Μαγδαληνή Θωμά είναι φιλόλογος (Δρ. αφηγηματολογίας). Έχει διδάξει νεοελληνική γλώσσα στα Τ. Μ. Γλώσσας του Μπορντώ και της Λίλλης, στο Liceo Classico “Marco Foscarini” της Βενετίας και στο Κέντρο Γλωσσών του πανεπιστημίου του Tartu. Έχει δημοσιεύσει τα μυθιστορήματα: Ο πόνος είναι μοναχικό ζώο, (Γαβριηλίδης 2014), Θα ερχόσουν μαζί μου στη Νορβηγία; (Βακχικόν 2015) και Μες στη νύχτα του κόσμου (Βακχικόν 2018), τις μεταφράσεις Ανθολογία εσθονικής ποίησης «...απ' τον αμίλητο καιρό» (Βακχικόν 2018), Anton Hansen Tammsaare Ο θάνατος του παππού και άλλες εσθονικές ιστορίες (Οροπέδιο 2019), καθώς και διηγήματα, μεταφράσεις και λογοτεχνικές κριτικές στα περιοδικά Παρέμβαση, Οροπέδιο, Το κοράλλι και στα ηλεκτρονικά Vakxikon, Fractal και Φρέαρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου