Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
“Όνειρο στο Κύμα”
Η
τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους
187... Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ' έβοσκα τας αίγας της Μονής
του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ' ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους
ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον
εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή
ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου.
Η
πετρώδης, απότομος ακτή του, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς
τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα
μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά
μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας
εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.
Όλα
εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και
τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση
ή να σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του Σταυρού, κ' έλεγεν: “Εις
το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το
χωράφι, για να φάνε όλ' οι ξένοι κ' οι διαβάτες, και τα πετεινά τ' ουρανού, και
να πάρω κ εγώ τον κόπο μου!”
Εγώ,
χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους
πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ' έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του
Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω.
Της
πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ιδία διά να θειαφίση,
ν' αργολογήση, να γεμίση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρύγηση αν έμενε τίποτε διά
τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.
Μόνους
αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της
δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποίοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα
περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας οπώρας. Αυτοί
πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροί ανταγωνισταί δι' εμέ.
Το
κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων,
εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπάνω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και
τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμωκλάδων, έβοσκα τα γίδια
του Μοναστηρίου. Ήμην “παραγυιός”, αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας
οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις εξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι
μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα
ωνόμαζαν οι καλόγηροι.
Μόνον
διαρκή γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον
κυρ Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον. Ο κυρ Μόσχος εκατοίκει εις την
εξοχήν, εις ένα ωραίον μικρόν πύργον μαζί με την ανεψιάν του την Μοσχούλαν, την
οποίαν είχεν υιοθετήσει, επειδή ήτον χηρευμένος και άτεκνος. Την είχε προσλάβει
πλησίον του, μονογενή, ορφανήν εκ κοιλίας μητρός, και την ηγάπα ως να ήτο
θυγάτηρ του.
Ο κυρ
Μόσχος είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξίδια. Έχων
εκτεταμένον κτήμα εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να
του πωλήσουν τους αγρούς των, ηγόρασεν ούτως οκτώ η δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα
περιετοίχισεν όλα ομού, και απετέλεσεν εν μέγα διά τον τόπον μας κτήμα, με
πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτασιν. Ο περίβολος διά να κτισθή εστοίχισε
πολλά, ίσως περισσότερα ή όσα ήξιζε το κτήμα· αλλά δεν τον έμελλε δι' αυτά τον
κυρ Μόσχον θέλοντα να έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι' εαυτόν και διά την
ανεψιάν του.
Έκτισεν
εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, με δύο πατώματα, εκαθάρισε και
περιεμάζευσε τους εσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοιξε και πηγάδι προς
κατασκευήν μαγγάνου διά το πότισμα. Διήρεσε το κτήμα εις τέσσαρα μέρη· εις
άμπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με
αιμασιάς ή μποστάνια. Εγκατεστάθη εκεί, κ' έζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως
κατερχόμενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος της θαλάσσης, κ'
ενώ ο επάνω τοίχος έφθανεν ως την κορυφήν του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, με
σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.
Ο κυρ
Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι
του και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα
εμού. Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον,
κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια, κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον
θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού. Ήτον ωραία μελαχροινή, κ'
ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός
της είχαν βάλει να φυλάη τ' αμπέλια· “Ιδού εί καλή, η πλησίον μου, ιδού εί καλή·
οφθαλμοί σου περιστεραί...”. Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν
υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της.
Ήτον
ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν
αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποία εγώ είχα
ονομάσει Μοσχούλαν. Το παράθυρον του πύργου το δυτικόν ηνοίγετο προς τον
λόγγον, ο οποίος ήρχιζε να βαθύνεται πέραν της κορυφής του βουνού, όπου ήσαν
χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι, και αργιλλώδης γη τραχεία. Εκεί ήρχιζεν η περιοχή
μου. Έως εκεί κατηρχόμην συχνά, κ' έβοσκα τας αίγας των καλογήρων, των
πνευματικών πατέρων μου.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α. Ποια είναι τα
βασικά θέματα-μοτίβα των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη; Να αναφερθείτε με
στοιχεία από το απόσπασμα αν τα εντοπίζετε αυτά στο “Όνειρο στο Κύμα”.
ΜΟΝΑΔΕΣ 15
Β1.α.Ποιες
γλωσσικές ποικιλίες διακρίνετε στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη και πώς
δικαιολογούνται;
ΜΟΝΑΔΕΣ 8
Β1.β. Να
εντοπίσετε στο απόσπασμα τα στοιχεία που επιτρέπουν να χαρακτηρίσουμε το
διήγημα ως ηθογραφικό.
ΜΟΝΑΔΕΣ 12
Β2.Πώς παρουσιάζεται η σχέση του αφηγητή με τη φύση και
πώς αυτή
επηρεάζει
την ψυχική του διάθεση;
ΜΟΝΑΔΕΣ 20
Γ. Σε δύο παραγράφους 150-180 λέξεων να σχολιάσετε την
προσωπικότητα του κυρ Μόσχου και να εξηγήσετε από πού προκύπτει ότι ήταν “λίαν
ιδιότροπος”.
ΜΟΝΑΔΕΣ 25
Δ. Να συγκρίνετε την περιγραφή της νύφης στο “Άσμα
Ασμάτων” που ακολουθεί με την περιγραφή της Μοσχούλας στο “Όνειρο στο Κύμα”.
ΜΟΝΑΔΕΣ 20
“Άσμα
Ασμάτων”
Όμορφη που είσαι αγαπημένη,
όμορφη που είσαι.
Τα μάτια σου είναι περιστέρια
μες απ’ το πέπλο σου.
Η κόμη σου είναι κοπάδι γίδια
που ροβολούν απ΄ το Γαλαιάδ.
Τα δόντια σου είναι προβατίνες
κουρεμένες
που ανέβηκαν απ΄ το λουτρό,
όλες με δίδυμα,
δεν είναι στέρφα ανάμεσό τους.
Ωσάν την κόκκινη κλωστή τα χείλια σου
κι είναι γλυκιά η λαλιά σου·
σαν τη σκελίδα του ροδιού το μάγουλό σου
μες απ’ το πέπλο σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου