Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Για το "Κρυφό Σχολειό"

 


Κρυφό Σχολειό: Ένας εκπαιδευτικός θύλακας στα πέτρινα χρόνια 

(αναδημοσίευση από το περιοδικό fractal τ. 82 , 16/03/2021)

   Μελετώντας κανείς την ελληνική σχολική παιδεία κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους αλλά και κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821, διαπιστώνει, μέσα από την πλούσια βιβλιογραφία και αρθρογραφία, ότι συνέχιζε η βυζαντινή παράδοση της λειτουργίας δομών στοιχειώδους εκπαίδευσης μέσα από ενοριακά και μοναστηριακά σχολεία. Στους παραπάνω εκκλησιαστικούς χώρους, μοναχοί και ιερείς με διδακτικά εγχειρίδια τα εκκλησιαστικά βιβλία δίδασκαν στους ευάριθμους μαθητές τους στοιχειώδεις γλωσσικές γνώσεις και μετέδιδαν ηθικοθρησκευτικές αρχές.[1]  Μέσα στο πλαίσιο λειτουργίας αυτών των πρώτων, μη συστηματικών και στοιχειωδών, σχολείων δημιουργήθηκε και αναπαράχθηκε ο θρύλος του «Κρυφού Σχολειού» που εξυπηρέτησε σε μεταγενέστερους χρόνους ποικίλες ιδεολογικές οπτικές. Από τη διελκυστίνδα των πολλών και αλληλοαναιρούμενων απόψεων ξεχωρίζουμε αυτές του Γ. Βλαχογιάννη και του Τ. Γριτσόπουλου, που, ενώ σε μια πρώτη ανάγνωση φαίνονται να διίστανται, ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι, τελικά, «συνομιλούν». 

   Συγκεκριμένα, ο Γ. Βλαχογιάννης υποστηρίζει[2]  ότι δεν υπήρξε το «Κρυφό Σχολειό» στις ελληνικές περιοχές κατά την περίοδο της οθωμανοκρατίας βάσει τεκμηριωμένων επιστημονικών δεδομένων και ότι το κύριο υποστηρικτικό επιχείρημα της ύπαρξής του είναι ένα αποκύημα της λαϊκής μούσας, που έπλασε το γνωστό παιδικό τραγούδι: «φεγγαράκι μου λαμπρό…».

   Αναλυτικότερα, παραθέτει πειστική επιχειρηματολογία με την οποία προσπαθεί να ανασκευάσει τον μύθο του «Κρυφού Σχολειού» που εξυπηρέτησε ιδεολογικούς σκοπούς. Κατ’ αρχάς, θεωρεί ότι η συστηματική νυχτερινή μετάβαση των παιδιών εν χορώ, μέσα στην άγρια φύση των ορεινών χωριών, στους ναούς και τα μοναστήρια με σκοπό την παρακολούθηση μαθημάτων θα προκαλούσε την επέμβαση των Τούρκων και την επίθεση των άγριων ζώων. Άρα, καμία μάνα δεν θα εμπιστευόταν να αφήσει το παιδί της να περιπλανάται μεσάνυχτα στην ύπαιθρο για να λάβει μια επισφαλή εκπαίδευση. Ακόμη, τονίζει ότι οι Τούρκοι δεν συμβίωναν με τους Χριστιανούς  στα χωριά, ειδικά της Στερεάς, αλλά ακόμη και στον Μοριά όπου υπήρχε συγχρωτισμός με Τούρκους, οι τελευταίοι επέτρεπαν τη λειτουργία χριστιανικών εκκλησιών και μοναστηριών που πρόσφεραν στοιχειώδεις γνώσεις στη γλώσσα. Μάλιστα, όπως προσθέτει, στον Μοριά και στη Ρούμελη υπήρχαν και ορισμένα ανώτερα σχολεία, που λειτουργούσαν με την άδεια της τοπικής οθωμανικής αρχής. Βέβαια, μέσα στους ναούς και στα μοναστήρια δεν γινόταν συστηματικό μάθημα, με διδακτικούς στόχους, αλλά αποστήθιση περικοπών και ψαλμών από λειτουργικά βιβλία. Υπήρχε, σύμφωνα με τις πηγές που διαθέτει, η συνήθεια, ο παπάς να ανοίγει την εκκλησία αργά τη νύχτα, πριν το ξημέρωμα, και τα παιδιά να πηγαίνουν, μερικές φορές, την ίδια ώρα, για να τον βοηθήσουν και με την ελπίδα να δεχτούν τα πρόσφορα και να δαμάσουν την πείνα τους. Για λόγους, επομένως, υλικής και πνευματικής επιβίωσης, οι μητέρες τους τα ξυπνούσαν μέσα στη νύχτα και τα μάθαιναν το γνωστό παιδικό τραγούδι, ώστε αφενός να αμβλύνεται η αντίδρασή τους από τη βίαιη αφύπνιση και αφετέρου να αγαπήσουν το πρωινό ξύπνημα.

   Επιπλέον, ο Βλαχογιάννης επικαλείται τον λόγο του πρώην Υπουργού Παιδείας, Ευταξία, στον οποίο, απαντώντας στον βουλευτή Ντηλιγιάννη, υποστηρίζει ότι τόσο στην προεπαναστατική περίοδο όσο και κατά την επανάσταση του’ 21 δεν υπήρχαν συστηματικά σχολεία και ότι τα «κολλυβογράμματα» που μάθαιναν τα παιδιά στους ναούς δεν αρκούσαν για να τα βοηθήσουν να χειρίζονται σωστά την ελληνική γλώσσα. Η ανάδειξη κάποιων φωτισμένων ανθρώπων της εποχής οφειλόταν είτε στην έμφυτη φιλομάθεια και ευστροφία τους είτε στην αναζήτηση στοιχειώδους εκπαίδευσης στο εξωτερικό και παράλληλα με τις εμπορικές τους δραστηριότητες.

  Από την άλλη μεριά, ο Τ. Γριτσόπουλος υποστηρίζει[3]  ότι το «Κρυφό Σχολειό» δεν συνιστά ιστορικό ψεύδος, όπως έχει διατυπωθεί από διάφορους μελετητές. Συγκεκριμένα, αφού κάνει μια ιστορική αναδρομή ξεκινώντας από τη βυζαντινή περίοδο κατά την οποία αναπτύχθηκε ιδιαίτερη μέριμνα για τη διδασκαλία των «ιερών γραμμάτων» με παράλληλη αποστροφή των κλασικών, τονίζει ότι τα μοναστήρια αποτέλεσαν τους πρώτους παιδευτικούς θύλακες, καθώς διέθεταν δυναμικό με γνώσεις αλλά και μέσα για τη διάδοση της Παιδείας.

   Αμέσως μετά την Άλωση αρχίζει μια συστηματική προσπάθεια οργάνωσης της εκπαίδευσης στην Κωνσταντινούπολη από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος, στη βάση των προνομίων που του παρείχε ο Μωάμεθ ο Πορθητής, ξεκινάει από την ίδρυση της Μεγάλης του Γένους Σχολής και τη δημιουργία σχολείων μόνο στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, στην ύπαιθρο αλλά και στην ευρύτατη περιοχή, πέρα από την Κωνσταντινούπολη, δεν ήταν εφικτή η οργάνωση συστηματικής εκπαίδευσης, παρά το γεγονός ότι είχε προηγηθεί η βυζαντινή εκπαιδευτική παράδοση. 

   Εξάλλου, οι Τούρκοι κατακτητές δεν απαγόρευαν ρητά την ίδρυση σχολείων, ώστε γι’ αυτό τον λόγο και αιτιοκρατικά να δημιουργούνται «Κρυφά Σχολειά». Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ηθική κρίση, η υποδούλωση, η επαχθής φορολογία και το παιδομάζωμα απέτρεπαν οποιαδήποτε παιδευτική κίνηση και κατέπνιγαν κάθε ιδέα για ίδρυση οργανωμένων σχολείων από τους Έλληνες. Εξάλλου, και οι λόγιοι, που θα μπορούσαν να ηγηθούν τέτοιων κινήσεων είτε είχαν καταφύγει στο εξωτερικό είτε είχαν ακολουθήσει την οδό του αναχωρητισμού, οπότε ήταν αδύνατο να αναλάβουν την πρωτοβουλία της δημιουργίας και της στελέχωσης επίσημων σχολείων.

   Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές που επικαλείται ο αρθρογράφος, μόλις σαράντα με πενήντα χρόνια πριν από την Επανάσταση άρχισαν να ιδρύονται κάποια υποτυπώδη σχολεία από τις κατά τόπους Εκκλησίες. Κάτω από το άγρυπνο μάτι του κατακτητή, οι νέοι τις νυχτερινές και τις πρώτες πρωινές ώρες συνήθιζαν να προσέρχονται σε ναούς και μονές για να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα με την ανοχή του θεοκρατικού καθεστώτος των Τούρκων. Μάλιστα, στις νυχτερινές πορείες τους και προκειμένου να διασκεδάσουν τους φόβους τους αλλά και συναισθηματικά να εκφράσουν τη λατρεία τους για τα γράμματα τραγουδούσαν το γνωστό λαϊκό τραγούδι, εχέγγυο, για αρκετούς, της ύπαρξης των κρυφών σχολειών: «φεγγαράκι μου λαμπρό…». Το γνήσιο αυτό τραγούδι, δημιούργημα της λαϊκής μούσας, περιέχει ιστορική αλήθεια και απηχεί τις διδαχές της βυζαντινής πίστης για «τα θεία και ιερά γράμματα». Στα μοναστήρια, οι νέοι με εγχειρίδια τα λειτουργικά βιβλία, εκτός από την καλλιέργεια της θρησκευτικής τους συνείδησης αντλούσαν και στοιχειώδεις γλωσσικές γνώσεις. Συνεπώς, το «Κρυφό Σχολειό» είναι ένα τοπωνύμιο που σχετίζεται αφενός με την πιθανολογούμενη μορφή ενός κρυφού και δυσπρόσιτου διδακτηρίου μέσα σε μια μονή και αφετέρου με τη λαϊκή φαντασία που αρέσκεται στη δημιουργία μύθων και θρύλων που εκπορεύονται από πραγματικά γεγονότα.

Ωστόσο, ο όρος Κρυφό Σχολειό είναι πραγματικός και παραπέμπει στη Μονή Φιλοσόφου, στη Δημητσάνα. Η φυσική θέση του μοναστηριού σε απόκρημνη περιοχή συνετέλεσε ώστε να υπάρξει εκεί αδιάλειπτη πνευματική δραστηριότητα και να δημιουργηθεί παιδευτική παράδοση. Έτσι, από τον 17ο αιώνα, η Μονή ονομάζεται Κρυφό Σχολειό,(σώζεται και σχετική πινακίδα που το επιβεβαιώνει παράλληλα με τα σωζόμενα έγγραφα) προσφέροντας παιδεία και αναδεικνύοντας πολλούς σπουδαίους Δημητσανίτες, όπως ο οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Α΄. Επομένως, αυτό είναι το κατ’ εξοχήν Κρυφό Σχολειό, και από τη Μονή Φιλοσόφου, στη συνέχεια και κατ’ επέκταση, ονομάστηκαν όλα τα σχολεία της υποδουλωμένης επικράτειας προκειμένου να εξάρουν το εθνικό φρόνημα.

   Επιλογικά, ο Τ. Γριτσόπουλος δέχεται την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού όχι όμως την περιβεβλημένη με τον μανδύα του μύθου και της ιδεολογικής σκοπιμότητας. Επιχειρηματολογώντας, εμμένει στον λειτουργικό ρόλο που διαδραμάτισαν αυτά τα μη οργανωμένα σχολεία σε περίκλειστους χώρους μοναστηριών και ναών στην προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο και παρουσιάζει το παράδειγμα της Μονής Φιλοσόφου, του κατεξοχήν Κρυφού Σχολειού, που σαν κι αυτό και, τηρουμένων των αναλογιών, λειτούργησαν και όλα τα άλλα στις κατά τόπους μονές της υπαίθρου και πρόσφεραν ουσιαστικό έργο στην πνευματική αφύπνιση του Γένους.

   Συνθέτοντας τις δύο, φαινομενικά, αντικρουόμενες απόψεις οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι το «Κρυφό Σχολειό» υπήρξε μια πραγματική και πρώιμη πρακτική παρεχόμενης εκπαίδευσης σε πέτρινα χρόνια που κάλυπτε ευκαιριακά και με υποτυπώδεις διαδικασίες τα κενά της γλωσσικής και θρησκευτικής παιδείας των υπόδουλων Ελλήνων. Συνέχιζε μια παγιωμένη παράδοση των βυζαντινών χρόνων αλλά με αναγκαίες προσαρμογές και εύλογες εκπτώσεις. Ήταν μια λύση ανάγκης για την εποχή του και τις συνθήκες που την όριζαν, που, ωστόσο, μεταβλήθηκε στη σύγχρονη εποχή σε αντικείμενο ιδεολογικής αντιπαράθεσης και πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Ελένη Κ. Παπαδοπούλου, φιλόλογος-εκπαιδευτικός Δ.Ε.

https://www.fractalart.gr/kryfo-scholeio/


  1.Βαλαής Διονύσιος,  Εκκλησία και Σχολική Παιδεία επί τη βάσει πατριαρχικών και συνοδικών εγγράφων περιόδου 1593-1821, Μπαρμπουνάκης 2018, 63-74.

  2.Βλαχογιάννης Γιάννης, «Το κρυφό Σκολειό», Ν. Εστία 38 (Ιούλ.-Δεκ. 1945), 678-683

 3. Γριτσόπουλος Τάσος, «Το Κρυφό Σχολειό», Παρνασσός 4 (1962), 66-90.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου