Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

Βιώματα της τηλεκπαίδευσης

 


Τις σχολικές χρονιές 2019-2020 και 2020-2021 οι εκπαιδευτικοί ήρθαν αντιμέτωποι/ες με την πανδημία, τον εγκλεισμό, την τηλεκπαίδευση. Δύσκολες καταστάσεις που άφησαν το αποτύπωμά τους τόσο στην καθημερινότητά τους όσο και στη διδακτική πράξη, τη δια ζώσης και την εξ αποστάσεως. 

Αυτή η συσσώρευση βιωμάτων έδωσε το έναυσμα στην κ. Αναγνωστοπούλου - σε συνεργασία με τη Φιλόλογο κ. Ελένη Παπαδοπούλου - να προτείνει στους εκπαιδευτικούς των σχολείων ευθύνης της να γίνουν μικροί συγγραφείς. Να βρουν έτσι μια δίοδο έκφρασης και αποσυμπίεσης των συναισθημάτων τους, να ξεδιπλώσουν τις σκέψεις και τις εμπειρίες τους, γράφοντας.. Η πρόταση ήταν τα διηγήματα να εμπνέονται και να αφορμώνται από περιστατικά της τηλεκπαίδευσης ή της καθημερινής ζωής, στις συνθήκες του κορωνοϊού, με ήρωες - φανταστικούς ή πραγματικούς - εκπαιδευτικούς, μαθητές, γονείς. 

Η διαδικασία της συγγραφής έδωσε την ευκαιρία στους/τις εκπαιδευτικούς να αναδείξουν το «συγγραφικό τους ταλέντο», το οποίο και ευχόμαστε να εξελίξουν. 

Μαρία Αναγνωστοπούλου Σ.Σ.Ε. 1ο ΠΕ.Κ.Ε.Σ. Κεντρικής Μακεδονίας


Τα διηγήματα που ακολουθούν έγραψαν εκπαιδευτικοί Δημοτικών Σχολείων Καλαμαριάς και Χαλκιδικής, ύστερα από παρότρυνση της Συντονίστριας Εκπαιδευτικού Έργου του 1ου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. Κεντρικής Μακεδονίας, Μαρίας Αναγνωστοπούλου. 



Παντελίδου Βικτωρία

Τηλεκπαίδευση…

Η οθόνη του κινητού φωτίστηκε. Ντιν, ντιν… Μήνυμα στην ομαδική.
Άννα: Παιδιά, μπορεί κάποιος να στείλει το λινκ;
Νίκος: Ξέρει κανείς τι έχουμε τώρα;
Γιάννης: Το λινκ, παιδιά, το λινκ, λίγο γρήγορα, αν γίνεται, γιατί σε λίγο αρχίζουμε το ματς και είμαι τέρμα.
Ανδρέας: Γιάννη, εσύ τι το θες; Αφού θα παίζεις μπάλα.
Γιάννης: Ε, και; Θα μπω στο μάθημα και θα έχω το κινητό στην τσέπη. Γιώργο, αν θες έλα κι εσύ, μας λείπει ένας.
Γιώργος: Δεν μπορώ, θα πάω για ψώνια με τη μαμά μου. Παιδιά, άμα ρωτήσει ο κύριος γιατί λείπω, πείτε ότι δεν έχω ίντερνετ.
Νίκος: Ε, παιδιά! Θέλετε να κάνουμε ότι δεν ακούμε; ΄Ετσι κι αλλιώς τις πρώτες δύο ώρες θα λέμε τις ασκήσεις που είχαμε για το σπίτι.
Δανάη: Ναι! Τέλεια ιδέα! Εγώ σχεδίαζα σήμερα να πω ότι χάλασε το μικρόφωνο, γιατί δεν έχω διαβάσει τίποτα, αλλά καλύτερα να πούμε όλοι ότι δεν ακούμε.
Αμαλία: Δεν ξέρω… Εγώ τον λυπάμαι λίγο τον κύριο…
Άννα: Γιατί; Άμα θέλει να προσέχουμε, ας κάνει το μάθημα ενδιαφέρον! Αφού κι εκείνος με το ζόρι μπαίνει! Ανυπομονεί, λέει, να έρθει το Πάσχα, να ξεκουραστεί! Λες και τι κάνει όλη μέρα…
Γιώτα: Ναι, καλά λέει η Άννα! Ούτε που τον νοιάζει για εμάς. Η δασκάλα της αδελφής μου να δείτε τι μάθημα κάνει… Τέλειο! Και τους ανεβάζει στο e-class διαδραστικές ασκήσεις και βίντεο και παιχνίδια! Εμάς μόνο φωτοτυπίες, φωτοτυπίες, φωτοτυπίες! Αμάν πια!!!
Ανδρέας: Οπότε μπαίνουμε και λέμε ότι δεν ακούμε:
Όλοι: Ναι!
Ντιν, ντιν. Μήνυμα.
Αγγελική: Συνάδελφοι, εσείς μπήκατε κανονικά; Γιατί εμένα εδώ κι ένα δεκάλεπτο με έχει στο connecting.
Αλέξανδρος: Τυχερή! Εγώ είμαι μέσα.
Αγγελική: Πω, πω, τι κάνω τώρα; Θα περιμένουν και τα παιδιά!
Αλέξανδρος: Καλά, στεναχωριέσαι; Εγώ κάθε μεσημέρι παρακαλάω να μην μπει κανένας τους ή να κολλήσει το σύστημα.
Αγγελική: Χα χα χα! Πλάκα κάνεις, έτσι;
Αλέξανδρος: Καθόλου! Κάνω μάθημα και δεν ξέρω ποιος με παρακολουθεί σε κάθε σπίτι! Γονείς, παππούδες, θείοι, αδέρφια… Ευτυχώς μετά την τελευταία αναβάθμιση του webex δύο μέρες δεν με άφηνε να μπω…
Σωτηρία: Α, εγώ δεν έχω τέτοια θέματα. Τους βάζω να δουν ένα βίντεο και τρέχω να μαγειρέψω, γιατί το πρωί δεν προλαβαίνω. Κάθομαι δίπλα στον γιο μου και τον βοηθάω. Να ‘ναι καλά το webex!
Πάνος: Αγγελική, σιγά! Μια μέρα ρεπό… Τυχερή!
Αγγελική: Αχ, παιδιά! Εσείς το λέτε τύχη, αλλά ήθελα σήμερα να συζητήσουμε για τις ασκήσεις που τους είχα βάλει. Είδα πολλά λάθη, όταν τις διόρθωνα. Δεν τα κατάλαβαν τα τελευταία που κάναμε. Θα βλέπαμε και ένα καταπληκτικό βίντεο για τα κλάσματα.
Μάριος: Τι εννοείς όταν λες ότι τις διόρθωνες; Μέσω webex δεν διορθώνεις;
Αγγελική: Όχι, βέβαια! Μου στέλνουν τις ασκήσεις στο e-class κι εγώ τις στέλνω πίσω διορθωμένες.
Μάριος: Δεν είσαι με τα καλά σου, μου φαίνεται!
Αλέξανδρος: Καλά, κάθεσαι και ασχολείσαι όλη μέρα με τους μαθητές και σκοτώνεσαι στη δουλειά; Εκείνη την ώρα διορθώνω κι εγώ. Σιγά μην κάθομαι να δουλεύω παραπάνω. Εκείνη την ώρα και όποιος κατάλαβε- κατάλαβε, όποιος διόρθωσε- διόρθωσε! Μήπως θα με πληρώσουν παραπάνω;
Σωτηρία: Είπαμε να αρχίσει η τηλεκπαίδευση, για να ξεκουραστούμε, να καθόμαστε στα σπίτια μας και να μην τρέχουμε απ’ τα αξημέρωτα, όχι για να ξεθεωθούμε στη δουλειά!
Η τηλεόραση έπαιζε από πίσω. Δελτίο ειδήσεων. Δηλώσεις στελέχους του Υπουργείου Παιδείας:
«Η τηλεκπαίδευση συνεχίζεται χωρίς επιπλοκές με εκπαιδευτικούς και μαθητές να ανταποκρίνονται άριστα και με τα μαθήματα να προχωρούν κανονικά…».

Κοτσώνη Βασιλική

Η περιπέτεια του Παύλου Μ.

Ήταν το τέλος της τέταρτης ώρας, όταν μπήκε μέσα η κυρία Ελένη να με ενημερώσει πως με ήθελε για κάτι πολύ σοβαρό και να πάω αμέσως στο γραφείο.
Ανέβηκα στο γραφείο έχοντας την αίσθηση ότι θ΄ ακούσω κάτι μάλλον δυσάρεστο. Επαληθεύτηκα… Οι γονείς του Παύλου, του μαθητή μου που έλλειπε εδώ και μια εβδομάδα, πήραν τηλέφωνο και είπαν πως ο Παύλος ύστερα από μια σειρά εξετάσεων στο νοσοκομείο διαγνώστηκε με ένα πολύ σοβαρό αυτοάνοσο νόσημα. 
Ήταν πολύ ταραγμένοι, - ήταν άλλωστε φυσικό - γι΄ αυτό που τους συνέβη και δεν ήξεραν πως να το χειριστούν. Το παιδί τους φοιτούσε στην Ε΄ Τάξη και ενώ όλα πήγαιναν καλά, ξαφνικά άρχισε να χάνει βάρος, να πονά η κοιλιά του, να έχει πυρετό κλπ.
Απευθύνθηκαν σε ειδικούς γιατρούς, πήγαν το παιδί για εξετάσεις και να που τώρα είχαν τ΄ αποτελέσματα σ΄ έναν  ιατρικό φάκελο με κάμποσα χαρτιά με σφραγίδες νοσοκομείου.
Η οικογένεια του Παύλου ήταν μια μέση ελληνική οικογένεια δημοσίων υπαλλήλων με δυο παιδιά, με σίγουρες δουλειές, με μια καθημερινότητα άλλοτε χαρούμενη κι άλλοτε λυπημένη. Με τα όμορφα και τα άσχημα της ζωής.  Με χαρές και με στεναχώριες. Είχαν κανόνες στη ζωή τους, σέβονταν κι αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Γενικά έλεγες πως περνούν όμορφα οι ίδιοι με τα δυο τους παιδιά. 
Μα πώς τους συνέβη αυτό; Γιατί σ΄ αυτούς; Το παιδί τους ήταν μια χαρά… Πήγαινε στο σχολείο του, στα αγγλικά. Ήταν καλός μαθητής, είχε τους φίλους του, τις παρέες του, ήταν αγαπητό παιδί  ο Παύλος. Ήταν χαρούμενος τύπος γενικά. Βέβαια αυτόν τον τελευταίο χρόνο της πανδημίας είχαν αλλάξει λίγο τα πράγματα. Για όλους… Δεν έβλεπε τόσο πολύ τους φίλους του, δεν πήγαιναν άλλο σινεμά,  στις καφετέριες ή στα πάρτι που οργανώνονταν κατά καιρούς. Δεν είχε πολύ κέφι. Δεν έλεγε στους γονείς του πως περνά, όταν αυτοί τον ρωτούσαν. Δεν του άρεζε αυτή η κλεισούρα, αυτές οι απαγορεύσεις, αυτά τα μη. «Φόρα τη μάσκα σου πριν βγεις». «Έβαλες αντισηπτικό στα χέρια σου;» «Κρατάς τις αποστάσεις;» «Μη μαζεύεστε όλοι μαζί;» «Πρόσεχε Παύλο, πρόσεχε!» «Μην ξεχνάς! Στις 9 να είσαι σπίτι. Γίνονται έλεγχοι!» 
Μήπως αυτή η πίεση του ΄βγαλε στεναχώρια παραπάνω απ΄ ότι έπρεπε; Οι γιατροί είπαν πως το νόσημα ήταν ψυχοσωματικό. Αυτή η μη κανονικότητα να επέδρασε τόσο πολύ στην ψυχοσύνθεσή του; Πολλά ερωτήματα αναπάντητα…                         Εμείς οι μεγάλοι ενοχλούμαστε απ΄ όλα αυτά, αλλά προσαρμοζόμαστε. Τα παιδιά  όμως μ’ όλον  τον αυθορμητισμό και την παρορμητικότητα που διαθέτουν άντε να τα πείσεις για την αναγκαιότητα των μέτρων. Που δεν ξέρεις πόσο τελικά θα διαρκέσουν… 
Τέλος πάντων. Ο Παύλος λοιπόν από υγιής έγινε ασθενής με χρόνιο νόσημα. Αισθάνθηκα την ανάγκη να μιλήσω με τους γονείς του. Στεναχωρήθηκα πολύ! Ένα παιδί 11 χρονών ν΄ αρχίσει τα μπες βγες στα νοσοκομεία δεν είναι ό,τι καλύτερο. Έδωσα κουράγιο στους γονείς του και τους διαβεβαίωσα  πως θα κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω το παιδί τους, το οποίο ήταν και πάλι στο νοσοκομείο για μια νέα σειρά εξετάσεων. 
Μίλησα μαζί του.  
-Παύλο μου συμβαίνουν αυτά. Θα κάνεις ότι σου πουν οι γιατροί και σύντομα θα είσαι και πάλι μαζί μας στην τάξη με τους συμμαθητές σου. 
Μια μελαγχολική φωνή απ΄ την άλλη άκρη της γραμμής ακουγόταν. 
-Ναι , κυρία. Έτσι θα γίνει. 
-Για όσο διάστημα θα λείψεις εγώ θα σου κάνω προσωπικό ηλεκτρονικό μάθημα. Κάθε μέρα ό,τι ώρα θες εσύ. Εγώ θα γίνω η προσωπική σου δασκάλα, αστειεύτηκα. Δεν θα σου λείψει καθόλου η γνώση τυχερούλη!
Έτσι κι έγινε. Κάθε μέρα έκανα επί μια ώρα ιδιαίτερο μάθημα τον Παύλο. Τον προχώρησα δε τόσο πολύ που κάναμε και επαναλήψεις. Η τηλεκπαίδευση μέσω webex μίκρυνε τις αποστάσεις μεταξύ μας. Εγώ από τον υπολογιστή του σπιτιού μου κι εκείνος καρφωμένος στο tablet – μισοξαπλωμένος σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου – συνήθως τις πρωινές ώρες προσπαθούσαμε να κρατήσουμε ένα μέρος της καθημερινότητας του ανέγγιχτο από αυτό που του συνέβη. Στο κάτω κάτω το δικαιούταν… Η θέλησή του για μάθηση είχε μεγαλώσει.  Ο πόθος του να ξαναβγεί στη ζωή δυνατός και γερός υπερίσχυε. Όλο αυτό το διάστημα ο Παύλος ωρίμασε πρόωρα. Φιλοσόφησε τη ζωή… Ανεκτίμητο να’ σαι στην τάξη και να κάνεις μάθημα παρέα με όλους τους συμμαθητές σου. Τι ωραία ήταν στο διάλειμμα! Παίζαμε και καμιά μπαλίτσα! Εδώ τώρα; Στην μικρή του οθόνη βλέπει τη δασκάλα να τον μεταφέρει αγάπη, ενδιαφέρον, γνώσεις. Τι όμορφη που είναι η δασκάλα του! Δεν το ‘χε προσέξει μέχρι τώρα… Ήταν χαρούμενος που δεν έμεινε πίσω. 
-Κυρία σας ευχαριστώ πολύ γι΄ αυτό που κάνατε για μένα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. -Εγώ Παύλο μου θέλω να σε ευχαριστήσω που μ΄ έκανες να αισθανθώ χρήσιμη και να καταλάβω πόσο τρωτοί είμαστε εμείς οι άνθρωποι και πόσο ανάγκη έχουμε ο ένας τον άλλον. Περαστικά Παύλο! Σ΄ αγαπώ πολύ!



Ελπίδα

Ένα μάθημα διαφορετικό

  Το νέο έτος του 2020 ήρθε και όλοι είναι χαρούμενοι και ξένοιαστοι. Πέρασαν τις γιορτές με τα αγαπημένα τους πρόσωπα, είδαν φίλους και συγγενείς και κάνουν σχέδια τους για το νέο έτος. Στόχους και όνειρα που θέλουν να δουν να πραγματοποιούνται σε προσωπικό, επαγγελματικό και οικογενειακό επίπεδο. Όμως όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός, όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο Θεός γελάει και στη περίπτωσή μας ταιριάζει γάντι. Καθώς στην άλλη άκρη της γης, στην Κίνα ακούμε από κανάλια και διαβάζουμε στο διαδίκτυο πως ένας νέος ιός τα σαρώνει όλα. Μεταδίδεται ταχύτατα και είναι ιδιαίτερα θανατηφόρος. Οι πόλεις ερημώνουν, άνθρωποι κάθονται έγκλειστοι μέσα στα σπίτια τους και σταματά κάθε είδους οικονομικής δραστηριότητας και ζωής. Στην Ευρώπη και στην Ελλάδα όλα αυτά όμως φαίνονται πολύ μακρινά. Οι πιο αισιόδοξοι χαρακτηρίζουν το νέο κορονοιό ως μια απλή γρίπη που θα περάσει γρήγορα και δεν ανησυχούν ιδιαίτερα.
  Όμως στη ζωή αλλιώς είναι να βλέπεις κάτι και αλλιώς να το βιώνεις. Σύντομα ο νέος ιός έχει φτάσει στην Ευρώπη με πολλές χώρες να παρουσιάζουν τα πρώτα κρούσματα.  Με ταχύτατους ρυθμούς ο ιός γίνεται επιδημία και πολύ σύντομα πανδημία, αφού έχουν μολυνθεί όλες οι χώρες του πλανήτη, από την Κίνα  μέχρι την Αμερική και από την Αυστραλία μέχρι τη Γροιλανδία. Πλέον τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο και όλοι νομίζουμε πως ζούμε σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, όπου οι χειρότεροι εφιάλτες γίνονται πραγματικότητα. Στην γειτονική Ιταλία και πιο συγκεκριμένα στη μέχρι πρότινος κοσμοπολίτικη Λομβαρδία βλέπουμε σκηνές Αποκάλυψης, το Μπέργκαμο φλέγεται από τα κρούσματα. Κάθε μέρα χιλιάδες νεκροί, άνθρωποι να πεθαίνουν σε ράντζα νοσοκομείων χωρίς να μπορούν να αποχαιρετήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Τα νεκροταφεία έχουν γεμίσει και τα θύματα στοιβάζονται σε ομαδικούς τάφους είτε μένουν άταφοι για μέρες μέχρι να βρεθεί χώρος. Εικόνες που δεν χωράει ο ανθρώπινος νους.
  Στην Ελλάδα πρώτα κλείνουν τα καταστήματα, απαγορεύεται η κυκλοφορία χωρίς σοβαρό λόγο, όλοι φοράνε μάσκες και τα σχολεία σταματάνε τη λειτουργία τους. Τα παιδιά, το πιο ευαίσθητο κομμάτι του πληθυσμού, έχει να αντιμετωπίσει κάτι πρωτόγνωρο που θα τα σημαδέψει για μια ζωή.  Έτσι και στο σχολείο του Παραμυθοχωριού όλα σταματάνε και τα παιδιά αναγκάζονται να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Πλέον δε θα μπορούν να βλέπουν τους δασκάλους τους και να παίζουν με τους φίλους τους, αλλά θα πρέπει να προσαρμοστούν στη διδασκαλία μέσω τηλεκπαίδευσης. Τη πρώτη μέρα όλοι είναι αγχωμένοι και τρομαγμένοι πώς θα γίνει μάθημα μέσα από μία οθόνη και πώς τα παιδιά θα μπορέσουν να το διαχειριστούν όλο αυτό. Παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικοί στέκονται μπροστά από έναν υπολογιστή και προσπαθούν να συνδεθούν στην πλατφόρμα για να ξεκινήσει το μάθημα. Μάταιος κόπος όμως τίποτα δε λειτουργεί σωστά, καθώς το σύστημα έχει υπερφορτωθεί και τα παιδιά δεν μπορούν να παρακολουθήσουν το μάθημα. Οι γονείς είναι έξαλλοι και φοβούμενοι πως τα παιδιά τους θα χάσουν τη σχολική χρονιά, τηλεφωνούν στο Υπουργείο Παιδιάς και απαιτούν να βρεθεί λύση. Μετά από δυο μέρες η πλατφόρμα λειτουργεί και επιτέλους το μάθημα ξεκινά, διαρκεί 4 κουραστικές ώρες γεμάτες προβλήματα και υπάρχει δυσκολία στη συνεννόηση μαθητών και δασκάλων. Στο τέλος της μέρας όλοι είναι στεναχωρημένοι, αλλά όχι λόγω κούρασης. Τα μισά παιδιά λόγω οικονομικών προβλημάτων και φτώχειας δε μπόρεσαν να μπουν στο μάθημα, καθώς δεν είχαν χρήματα για να αγοράσουν ηλεκτρονικούς υπολογιστές και να διαθέτουν σύνδεση στο διαδίκτυο. Πάρα την επικοινωνία του διευθυντή με το Υπουργείο δεν βρίσκεται λύση στο θέμα λόγω της έλλειψης πόρων. Και ενώ όλοι έχουν αποδεχτεί πως τα φτωχά παιδιά είναι καταδικασμένα να μην συμμετέχουν στο μάθημα, οι μικροί συμμαθητές τους αναλαμβάνουν δράση. Μέσα σε μία μέρα ξεκινάν έρανο για να μαζέψουν χρήματα πείθοντας και τους γονείς τους να συνεισφέρουν από το υστέρημά τους. Επιπλέον ενημερώνουν κανάλια εφημερίδες και τους πολίτικους φορείς. Η κοινή γνώμη συγκινημένη από τη κίνηση των μικρών παιδιών συνδράμει άμεσα και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έχει συγκεντρωθεί το απαραίτητο ποσό για την αγορά ηλεκτρονικών υπολογιστών και την παροχή σύνδεσης στο διαδίκτυο. Την επόμενη μέρα το μάθημα τελειώνει πάλι μετά από 4 κουραστικές ώρες, όμως πλέον όλοι είναι χαρούμενοι γιατί ήταν όλοι οι συμμαθητές τους εκεί και μπόρεσαν να μιλήσου,ν να γελάσουν και να πουν τα νέα τους.
  Ένα χρόνο μετά έχουν αρχίσει οι εμβολισμοί και πλέον η ζωή σιγά σιγά αρχίζει να επιστρέφει στην κανονικότητα. Έτσι και τα σχολεία ανοίγουν και οι μαθητές του Παραμυθοχωριού επιστρέφουν στις τάξεις τους. Πριν μπουν όμως για μάθημα ο Διευθυντής τους μαζεύει στο προαύλιο και βγάζει ομιλία. «Οι στιγμές που ζούμε είναι ιστορικές καθώς η ανθρωπότητα ύστερα από σχεδόν εκατό χρόνια είναι αντιμέτωπη και πάλι με μία πανδημία. Και στους δύσκολους αυτούς καιρούς έχουμε καταλάβει και πάλι ότι μπροστά στον κορονοιό και κυρίως στο θάνατο όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως έθνους, θρησκείας, φύλου, καταγωγής, χρώματος και κοινωνικής τάξης  είναι ίδιοι και ίσοι. Έτσι χώρες από όλα τα πέρατα της γης, οργανισμοί γιατροί και επιστήμονες συνεργάστηκαν για να παραχθούν εμβόλια και να καταπολεμήσουμε αυτή τη μάστιγα. Όμως κυρίως είμαι υπερήφανος για σας, γιατί μέσα από τη σπουδαία κίνησή σας να βοηθήσετε τους συμμαθητές σας, μας δείξατε ότι εσείς το αντιληφθήκατε πρώτοι από όλους και μας δώσατε ένα μάθημα. Πως ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές πρέπει να κρατήσουμε την ανθρωπιά μας, γιατί οι ιδέες της αλληλεγγύης και της προσφοράς στο συνάνθρωπο θα αποτελέσουν την ελπίδα που θα φωτίσει το μέλλον μας και θα κάνει τον πλανήτη μας καλύτερο». Όλα τα παιδιά αγκαλιάστηκαν και κατάλαβαν τη σπουδαιότητα της κίνησής τους.


Κοτσώνη Βασιλική

Στην εποχή του κορωνοϊού

Η Χαρά κι ο Άρης ήταν από τα πιο ευτυχισμένα ζευγάρια που ήξερα. Έμεναν στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας μας εδώ και αρκετά χρόνια. Ήταν νέοι στην ηλικία. Περίπου 42 αυτός και 38 αυτή. Είχαν και δυο αγόρια. Τον Ηλία 14 ετών και τον Μανόλη 12. Ο Άρης δούλευε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων από το πρωί ως τις 5 το απόγευμα και περιστασιακά όπου αλλού έβρισκε για να συμπληρώσει το μικρό εισόδημα της οικογένειας. Κανένα βάψιμο το Σαββατοκύριακο, κανένα χεράκι  σε μετακόμιση κλπ. Η Χαρά δεν δούλευε. Το νεαρό ζευγάρι ήταν μαζί από μικρά. Ήταν γειτονόπουλα. Με το που τέλειωσαν το λύκειο τα ΄φτιαξαν. Εκείνος αθλητικός τύπος με ιδιαίτερη αγάπη στο ποδόσφαιρο, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση και ενδιαφέροντα. Χωρίς πολύ ευγενικούς τρόπους και με ελάχιστη κοινωνικότητα. Ένα απλό παιδί, μέτριο σε όλα του με ιδιαίτερη αγάπη στη μηχανή του. Η Χαρά πάλι ήταν μια όμορφη , γελαστή, χαρούμενη κοπέλα. Η χαρά της ζωής. Το πρόσωπό της έλαμπε. Το γέλιο της δροσερό. Η ομιλία της γλυκιά. Τα μάτια της λαμπερά. Σου μιλούσε και σου μετέδιδε μια ευχάριστη αισιοδοξία με τον λόγο της. Ήθελες να την βλέπεις και να την ακούς. Η Χαρά ασχολιόταν με τα οικιακά. Τους βλέπαμε παντού μαζί. Έξω  χέρι χέρι μαζί , στην μηχανή αγκαλιά ,στο μπαλκονάκι τους έπιναν πάντα μαζί τον καφέ τους. παντού παρέα. Στον πεζόδρομο, στην αγορά, στη γειτονιά. «Μα τι αγαπημένο ζευγάρι!» έλεγαν όλοι.         
Όλα αυτά πριν ένα  χρόνο. Ξαφνικά το σκηνικό άλλαξε. Δεν τους βλέπαμε στην οικοδομή, δεν τους ακούγαμε. Το ασανσέρ δεν σταματούσε στον όροφό τους. Θαρρείς και δεν υπήρχαν πλέον. Τα κοινόχρηστα άρχισαν να τα αφήνουν απλήρωτα. Την αλληλογραφία να μην την παίρνουν από το γραμματοκιβώτιο. Η μηχανή του Άρη να μην κινείται καθόλου από τη θέση της… Μα τι συνέβαινε;  Μόνο τα δυο τους παιδιά συνέχιζαν να πηγαίνουν στο σχολείο τους κατσουφιασμένα και σκεφτικά. 
 Όλα αυτά τα χρόνια μπορεί να μην είχαμε ιδιαίτερη σχέση, αλλά όταν συναντιόμασταν  ανταλλάσσαμε τα νέα μας με εγκαρδιότητα και φιλικότητα. Υπήρχε μια συμπάθεια μεταξύ μας. Αιωρούνταν στον αέρα. Ένα πρωί βρήκα μια ψευτοδικαιολογία και χτύπησα το κουδούνι τους. Αν και ήταν μεσημεράκι μου άνοιξε μια γυναίκα που μόλις είχε ξυπνήσει από βαθύ λήθαργο.  Άκεφη, αχτένιστη, αγνώριστη...  Τα παντζούρια από πίσω ήταν κλειστά , ο αέρας μπαγιάτικος, τα μάτια σκοτεινά, απόλυτη σιωπή. «Έφτιαξα λίγη σπανακόπιτα και σας έφερα να δοκιμάσετε» είπα και την άφησα γρήγορα στα χέρια της, ενώ ήδη αισθανόμουν άβολα με αυτό που αντίκρισα.  «Έλα πάνω για καφέ να τα πούμε» της  είπα. «Σε περιμένω». Πράγματι σε κανένα τέταρτο χτύπησε το κουδούνι μου, μπήκε μέσα με σκυφτό κεφάλι κι έκατσε άψυχα στον καναπέ μου. Το βλέμμα της θόλωσε, τα δάκρυά της ασυγκράτητα, η ντροπή της δεν κρυβόταν, ο πόνος της ασύλληπτος.  Όλο αυτό το διάστημα ο Άρης ήταν χωρίς δουλειά. Τον  έδιωξαν.  Το ελάχιστο απόθεμα χρημάτων εξανεμίστηκε σε λογαριασμούς. Η μηχανή συμφωνήθηκε να πουληθεί την επομένη. Δεν υπήρχαν λεφτά ούτε για καφέ. Το δε φαγητό ελάχιστο. Κάποια πακέτα μακαρόνια είχαν περισσέψει για να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες. Ίσα ίσα γάλα υπήρχε για το πρωινό των παιδιών. Η φτώχια έφερε τη μιζέρια κι αυτή με τη σειρά της  την γκρίνια. Κι έπειτα ήρθε η αδράνεια. Τα παντζούρια έκλεισαν και δεν ξανάνοιξαν. Ούτε τη μέρα με το φως του ήλιου άνοιγαν. Τα αγόρια έφευγαν  για το σχολείο και οι γονείς έπεφταν πάλι στο κρεβάτι παραιτημένοι και απομονωμένοι από τη ζωή. Πλάτη με πλάτη τοίχο με τοίχο. Αμίλητοι, βουβοί, νηστικοί, αποξενωμένοι, να λυπούνται ο ένας τον άλλον. «Τι κατάντια είναι αυτή;» «Πώς γίναμε έτσι;» «Αυτή είναι η ζωή μας εδώ και τόσο καιρό» είπε η Χαρά. Κοιμόμαστε όλη την ημέρα για να μην ζούμε, για να μην καταλαβαίνουμε. Το γελαστό χαρούμενο κορίτσι είχε γίνει 50-60 χρονών ξαφνικά, έτσι μου φάνηκε… Την επόμενη ημέρα έκανα την μεγαλύτερη καλοσύνη της ζωής μου. Γέμισα 4 μεγάλες σακούλες με κρέατα, τυριά, γάλατα διαρκείας , φρούτα, λαχανικά, καφέδες. Έβαλα σ΄ ένα φάκελο ένα σεβαστό ποσό που το ΄χα για μια ώρα ανάγκης κι όλα μαζί τ΄ άφησα έξω από την πόρτα τους. «Δε θα σωθούν, θ΄ αναπνεύσουν όμως» σκέφτηκα. Ένα φιλί  ζωής τους πρόσφερα.                                     
Η κρίση ήταν εδώ. Μπροστά μου. Συγκλονίστηκα. Μια χαρούμενη οικογένεια μετατράπηκε σε δυο γονείς που μοιάζαν με τους εαυτούς τους και δυο παιδιά που προσπαθούσαν να κρατήσουν κρυφό το δράμα που περνούσαν. Σε όλο αυτό το σκηνικό συνετέλεσε πολύ ο ιός της κορώνας. Τα παιδιά χρειαζόταν υπολογιστές για να κάνουν το μάθημά τους. Παρακάλεσαν, δανείστηκαν, βρήκαν. Δεν είχαν όρεξη για μελέτη, για διάβασμα. Τους έλλειπαν τα βασικά: η τροφή, τα ρούχα, τα χρήματα, η ασφάλεια, η ζεστασιά, η αγάπη της οικογένειας. Οι γονείς με κλειστή την πόρτα της κρεβατοκάμαρας μιλούσαν με άσχημο τρόπο, με απαξιωτικές κουβέντες.  Ο πατέρας δεν έβρισκε δουλειά. Η μητέρα δεν είχε να μαγειρέψει. Οι λογαριασμοί δεν περίμεναν, έληγαν. Ο κορωνοϊός  άλλαξε τις ζωές όλων. Κλεισούρα, ακεφιά,  αβεβαιότητα, θυμός, ανασφάλεια, κατάθλιψη, μοναξιά, ανεργία εναλλάσσονταν. Οι μάσκες έκρυβαν πια τα πρόσωπά μας κι ο φόβος  ξερίζωνε τις ελπίδες μας. Οι γέροι πέθαιναν ολομόναχοι και τρομαγμένοι, πεταμένοι σε κάποιο νοσοκομείο. Οι άνθρωποι κηδεύονταν μέσα σε σακούλες σε σφραγισμένα φέρετρα. Φοβόταν οι άνθρωποι το άγγιγμα, την επαφή. Η απόσταση κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Ο αόρατος εχθρός δεν άνοιγε τα χαρτιά του. Μέσα σε αυτό το κλίμα έπρεπε να κάνουν webex από το σπίτι. Δεν υπήρχε διάθεση, ούτε έλεγχος. Μπήκαν δυο τρεις φορές,  δεν ξαναμπήκαν. Οι κλήσεις του σχολείου έμειναν αναπάντητες. «Αϊ στο καλό» τα παράτησαν συνωμοτικά και οι δυο... Εδώ ο κόσμος  καίγεται…  
Πέρασε λίγος καιρός. Συνάντησα στο δρόμο τη Χαρά. Αλλαγμένη, αισιόδοξη. Βρήκε δουλειά σ΄ έναν φούρνο κι ήταν πολύ χαρούμενη.  «Χωρίσαμε  με τον Άρη. Έφυγα απ΄ το σπίτι. Η οικονομική κρίση μας είχε ρημάξει. Ήρθε κι ο κορωνοϊός  και μας αποτελείωσε. Δε βαριέσαι κάθε τέλος μια νέα αρχή. Θέλω τα παντζούρια μου ανοιχτά. Θέλω το φως στη ζωή μου, θέλω τη ζωή μου πίσω!» είπε  πέταξε τη μάσκα της και συνέχισε το δρόμο της.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου