Είναι οπωσδήποτε άξιες κάθε επαίνου όλες οι επιστολές του Γιώργου Σεφέρη. Ανάμεσα στην τόσο ωραία του αλληλογραφία, ένα γράμμα που έγραψε στην αδελφή του τον Οκτώβρη του 1954, για την Κύπρο, είναι μπορώ να πω γραμμένο με ποιητική έκφραση, δείγμα της αγάπης του ποιητή για το νησί μας:
«…Τον έχω αγαπήσει αυτόν τον τόπο. Ίσως γιατί βρίσκω εκεί πράγματα παλιά που ζουν ακόμη, ενώ έχουν χαθεί στην άλλη Ελλάδα… ίσως γιατί αισθάνομαι πως αυτός ο λαός έχει ανάγκη από όλη μας την αγάπη και όλη τη συμπαράστασή μας. Ένας πιστός λαός, πεισματάρικα και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους: Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι - 900 χρόνια. Είναι αφάνταστο πόσο πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες πάνω τους. Και τώρα γράφουν στους τοίχους των χωριών τους: "Θέλομεν την Ελλάδα μας κι ας τρώγομεν πέτρες…". Θα ήθελα οι νέοι μας να πήγαιναν στην Κύπρο. Θα έβλεπαν από εκεί πλατύτερο τον τόπο μας…».
Διαβάζοντας αυτά τα λόγια, καταλαβαίνει κανείς από μια πρώτη ματιά με τι δύναμη και τι πάθος λάτρεψε ο Σεφέρης την Κύπρο. Λόγια που αντανακλούν τον βαθύτερο συναισθηματισμό, λέξεις που αγγίζουν το όραμα, το μεγαλειώδες όραμα ενός λαού και ενός ανθρώπου, που έχασε τα πατρικά του χώματα και αγάπησε την Κύπρο τη θαλασσοφίλητη, σαν μια άλλη Σμύρνη:
Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση. Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο- τ’ αλακάτιν κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς μισό στο χώμα και μισό στο νερό γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις; Είδες πως βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου γιατί την είπες φωνή πατρίδας;
Στις 12 Μαρτίου 1954, ο Σεφέρης θα γράψει στον Κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή τα καλύτερα λόγια. Σημειώνουμε ότι με το Διαμαντή ο Γιώργος Σεφέρης διατηρούσε χρόνια μιαν αληθινή οικογενειακή φιλία:
«Στο μικρό διάστημα που έμεινα στην Κύπρο, άρχισαν πολλά πράγματα και νομίζω θα με κυνηγούν αδυσώπητα ώσπου να πάρουν μορφή. Παραξενεύομαι όταν το συλλογίζομαι. Η Κύπρος πλάτυνε το αίσθημα που είχα για την Ελλάδα. Κάποτε λέω πως μπορεί να με πήρε για ψυχοπαίδι της».
Στο ποίημά του «Ελένη», ο Σεφέρης αφήνει τον εσωτερικό του κόσμο να ψηλαφίσει τις Πλάτρες με ένα νόημα υπερβατικής έμπνευσης:
«Τ’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες (…) Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί; Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα, καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών. Η μοίρα μου που κυματίζει ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα και μιαν άλλη Σαλαμίνα μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι (…)».
Στο ίδιο ποίημα, ρυμουλκεί την ιστορική μνήμη και κατευθύνει τα γρανάζια της σκέψης με μια πληγωμένη νοσταλγία, ένα παλιό παραμύθι που ξαγρυπνά πάνω στον ποιητικό ρεμβασμό: Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα, άραξα μονάχος μ’ αυτό το παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δεν θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών…
εφ. Σημερινή
(Με φιλικούς χαιρετισμούς στη συμφοιτήτριά μου Φρόσω Νικηφόρου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου