φωτογραφία: Βάλια Γιγαντίδου |
ΜΙΑ ΜΑΝΤΑΡΙΝΙΑ ΣΤΟΝ ΑΚΑΛΥΠΤΟ
Καθώς έμενα στο ισόγειο, είχα άπλετη θέα στον ακάλυπτο. Εκεί που φτάνουν οι φωνές των διαμερισμάτων από ολόγυρα, πάνω από εξήντα μετράω όποτε έχω τη διάθεση. Φωνές που προσγειώνονται στον ακάλυπτο τσακισμένες, γελαστές, απελπισμένες ή λαμπερές. Εκεί, που καταλαβαίνω πως φτάνει η άνοιξη από τα τιτιβίσματα των πουλιών που την καλούν. Πόσοι άραγε άνθρωποι να κατοικούν γύρω από αυτόν τον δυσώδη χώρο; Το μόνο που ακούω είναι η ηχώ από τους καυγάδες τους, οι βλαστήμιες και τα ερωτόλογά τους. Όμως, ούτε εγώ ούτε το χώμα του ακάλυπτου μάθαμε ποτέ ποιος μισεί και ποιος αγαπά. Οι μυρωδιές από τα όσπρια και τα λαδερά είναι αυτό που λεκιάζει τον αέρα μας. Ο νόμος της βαρύτητας δεν αφορά τις τσίκνες, όλες στο παράθυρό μου καταλήγουν και στα τούβλα γύρω από τον βρομερό ακάλυπτο.
Το γεύμα της οικογενειακής Κυριακής, είναι το αγαπημένο μου. Μακάρι να ήξερα ποιος είναι που προτιμά το ραγού και ποιος το παστίτσιο. Δεν ξέρω όμως. Ακούω βέβαια τις παθιασμένες στιγμές τους, τους καυγάδες και τα μονοιάσματα. Συμβουλές ο πατέρας στην ατίθαση κόρη, νουθεσίες η μαμά στον γιο για τις σχολικές του επιδόσεις, γάμοι, διαζύγια και κηδείες. Κουβέντες αυταρχικές, τρυφερές, απειλητικές, χαρούμενες, όλες χωρίς πρόσωπο. Πολεμικές ιαχές και γυαλικά που γίνονται θρύψαλα. Ο ακάλυπτος γεμίζει πάταγο, τα παιδιά κλαίνε, οι ενήλικες γελάνε, εξαρτάται από τις λέξεις που πεταρίζουν στα σπίτια τους. Και κάποιες νύχτες με ανοιχτά παράθυρα, ακούω τους στεναγμούς των ζευγαριών που αγαπιούνται, το καθένα με τον τρόπο του. Κι εγώ, στέκομαι εκεί κι ακούω τα πάντα μαζί με τον ακάλυπτο, νιώθοντας άχρηστη.
Η δική μου ζωή, άχρωμη είναι. Ολημερίς να φροντίζω το μικρό ισόγειο και να περιμένω τον άντρα μου να γυρίσει. Λίγες οι δουλειές, πολύς ο χρόνος. Ο γιος μας παντρεμένος εξακόσια χιλιόμετρα μακριά, ο άντρας μου να αλωνίζει σ’ όλες τις λαϊκές αγορές του Λεκανοπεδίου κι εγώ, οικιακά χωρίς τηλεόραση. Ένα ραδιοφωνάκι η συντροφιά μου, συνεχώς να παίζει τραγούδια πότε εύθυμα και πότε λυπητερά. Ώσπου, αποδήμησε εις Κύριον που λένε ο άντρας μου κι απόμεινα μονάχα με το ραδιοφωνάκι. Τις ειδήσεις τις αποφεύγω, τι ν’ ακούσω που δεν το ζω στο πετσί μου κάθε μέρα; Την ανέχεια; Τη μιζέρια ή τις κλοπές και τις δολοφονίες; Με τα λεφτά σφιχτά κρατημένα στην τσέπη βγαίνω για τ’ απαραίτητα ψώνια. Και τα κλειδιά, περασμένα σε κορδόνι και κρεμασμένα στο λαιμό μέσα από τα ρούχα, να μην φαίνονται. Κι όποτε ανταμώνομαι με σκούρο δέρμα, κατεβάζω το κεφάλι κι ανοίγω το βήμα, μη συναντήσω το βλέμμα τους το απελπισμένο. Τους συμπονάω, τι φταίνε κι αυτοί που πλημμύρισαν την εργατική γειτονιά μας; Πού να μείνουν, στην Εκάλη; Στριμωγμένοι δέκα - δέκα σε κάτι ανήλιαγα υπόγεια, σπρώχνουν τις μέρες να περνάνε, ώσπου να ’ρθει το καλύτερο αύριο που τους υποσχέθηκαν. Κι εκείνο δεν έρχεται ποτέ. Τους φοβάμαι κιόλας, δεν το κρύβω. Η πείνα σατανάς είναι που κυριεύει το μυαλό. Και αν είναι το παιδί σου που πεινάει, λύκος γίνεσαι να κατασπαράξεις, άγριο ζώο που πάει μόνο με το ένστικτο.
Με την γειτονιά πολλά-πολλά δεν θέλω, σιχαίνομαι το κουτσομπολιό και την κάλπικη ανωτερότητά τους. Ό,τι πιάνει τ’ αυτί μου στα πεζοδρόμια, στον φούρνο ή τον χασάπη. Εξάλλου, όλα αυτά που καταμαρτυρούν στις οικογένειες, εγώ δεν τα βλέπω. Έξω απ’ το παράθυρό μου άνθρωποι του μεροκάματου περνούν αξημέρωτα, παιδιά για το σχολείο και γυναίκες φορτωμένες ψώνια. Σε κανενός το κούτελο δεν υπάρχουν γραμμένες οι αράδες της μέρας του. Ούτε χαρούμενες, ούτε θλιμμένες. Κι όλες εκείνες τις φωνές στον ακάλυπτο, δεν ξέρω σε ποιον να τις ταιριάξω. Σκιές είναι, άλλοτε πηχτές, άλλοτε πιο αραιωμένες, άγνωστοι ξένοι όλοι μας ο ένας για τον άλλον.
Τον τελευταίο καιρό, πολύ μ’ απασχολεί ο ακάλυπτος. Λεροί τοίχοι, σκουπίδια, εγκατάλειψη. Κι ο ήλιος να μην φτάνει σ’ όλες τις γωνιές του. Μόνο οι αντίλαλοι από απειλές, γδούπους και βρισιές. Ίσως και μισό γέλιο καμιά φορά. Ο αέρας ζέχνει κι οι μπουγάδες βρομίζονται αμέσως μόλις κρεμαστούν από τα παράθυρα. Κι όμως, έχει μιαν αύρα αριστοκράτισσας αυτός ο χώρος. Που ξέπεσε κι έμαθε να περιφρονεί τον ίδιο της τον ξεπεσμό. Μ’ ένα χαμόγελο πασαλειμμένο θλίψη, περιμένει απ’ το κακό όνειρο να περάσει και να φύγει, να έρθει η μέρα της βασιλείας της ξανά. Έτσι μου φαίνεται κι όσο το σκέφτομαι τόσο μου καρφώνεται η ιδέα στο μυαλό. Στην αρχή, φοβήθηκα μήπως η τόση μοναξιά κι οι δυσκολίες με είχαν σαλέψει. Έπειτα όμως, σκέφτηκα πως παλιοί καημοί και νέες συμφορές μονάχα μ’ έναν τρόπο ξεπερνιούνται: αραιώνεις το χάος του νου και παίρνεις την κατάσταση στα χέρια σου. Στο κάτω - κάτω, ύστερα από μερικά χρόνια ήττας, όλοι οι άνθρωποι μοιάζουμε λίγο - πολύ. Μόνο το τρένο δεν παίρνουμε όλοι την ίδια ώρα. Το αποφάσισα λοιπόν: είχα στα χέρια μου μικρά ξεσπάσματα ζωής και θα τα φύτευα. Όχι ασφαλώς από επιθυμία για ηρωισμούς, αλλά από πλήξη. Όλοι στα γύρω διαμερίσματα την ίδια πλήξη μοιραζόμασταν κι είχαμε εκ των προτέρων αποδεχτεί πως κάπως έτσι θα πέρναγε το υπόλοιπο του βίου μας. Προσάρμοσα ηδονικά τα λιγοστά που είχα στην διάθεσή μου, το έδεσα στο ολβιόδωρο αποτέλεσμα που ευχόμουν κι έπιασα δουλειά.
Μάζεψα από τον ακάλυπτο όλα τα υπολείμματα του καθενός και τα πέταξα: σκουριασμένους τενεκέδες, σάπια βαρέλια, μπουκάλια, πλαστικά τάπερ, γυάλες κι αποτσίγαρα. Νότισα το χώμα να κατακάτσει η σκόνη και σκούπισα. Μιας μέρας δουλειά κι ήδη ο χώρος μύριζε καινούριο. Την επομένη το πρωί, άνοιξα το παράθυρο πεπεισμένη πως πάλι θα βρω πεταμένα σκουπίδια. Το χώμα μου χαμογέλασε καθαρό κι αναθάρρησα. Θα έκανα το πείραμά μου ακριβώς όπως τα λογάριαζα. Με βοήθησε και ο ουρανός που με τους συνεχιζόμενους βοριάδες του, ξαπόστελνε τις μυρωδιές από κρεμμύδια που τσιγαρίζονταν, κουνουπίδια που έβραζαν και ψάρια που ψήνονταν.
Κάποιος είχε ξεχρεώσει τα δανεικά που χρώσταγε στον άντρα μου με τρεις κουβάδες γαλάζια μπογιά. Θυμάμαι ακόμα πόσο είχα θυμώσει τότε, πώς του είχα φωνάξει ότι οι ριπολίνες δεν τρώγονται, μόνο χώρο πιάνουν, από αυτόν που δεν διαθέτουμε. Μ’ αυτές τις μπογιές ήταν που έβαψα τους τοίχους ένα γύρο. Τράβηξα πρώτα μια γαλάζια γραμμή ίσαμε εκεί που έφτανε το μπόι μου κι ύστερα γέμισα το υπόλοιπο. Άφησα μόνο ένα μικρό κενό όπου ζωγράφισα έναν κατακίτρινο ήλιο. Τότε ήταν που ένα παντζούρι άνοιξε κι ένα δειλό χαμόγελο απευθύνθηκε μόνο σε μένα. Ανταπόδωσα με καλημέρα εγκάρδια. Κι εκείνη, αιωρήθηκε για λίγο στον ευωδιαστό αέρα κι ύστερα πήγε ν’ ανοίξει κι άλλα παντζούρια. Τελικά, ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβουν οι άνθρωποι, ούτε τι είναι διατεθειμένοι να δείξουν.
Άσκοπα είχα στριμώξει στο ανύπαρκτο μπαλκονάκι μου δυο πλαστικές καρέκλες κι ένα τραπεζάκι. Τα έστησα στο καθαρό χώμα του ακάλυπτου και πήγα να πλαγιάσω ικανοποιημένη. Το επόμενο πρωί, βρήκα άλλες δυο καρέκλες όμοιες, δίπλα στις δικές μου. Και μια γλάστρα με βασιλικό. Με την ορμή της χαμένης από καιρό νιότης, αγόρασα καστανόχωμα, έσκαψα τη μια γωνιά και φύτεψα δυο τριανταφυλλιές πορτοκαλιές, τις αγαπημένες μου. Το ίδιο απόγευμα, πήρα το περιοδικό μου και μια κανάτα σπιτική λεμονάδα και κάθισα στον περιποιημένο χώρο. Σιγά - σιγά, οι πρώτοι ενδιαφερόμενοι κατέβηκαν στον κοινόχρηστο χώρο. Άλλος μ’ ένα σκαμνί, άλλος με μια μικρή μανταρινιά σε βαρέλι, η μοναχική κυρία του πρώτου με ένα ταψάκι σπανακόπιτα.
Μάθαμε τα ονόματα και τα καλότροπα χούγια μας. Μπύρα χωρίς αφρό για μένα, ημίσκληρο τυρί για τον κυρ - Κώστα, ελιές μόνο θρούμπες η κυρα - Μαίρη, σαλαμάκι Λευκάδος για τον μαστρο - Φώτη. Και συνηθίσαμε να παίρνουμε τα πράγματα όπως έρχονταν και να είμαστε κεφάτοι όποτε μπορούσαμε. Το να περιμένεις κάτι ευχάριστο, είναι κι αυτό από μόνο του πανηγύρι. Εύκολα χαίρεσαι με το σχεδόν τίποτα, το μικρό παρήγορο που καταδέχεται η ζωή να σου χαρίσει. Αν και φαινόταν πως δεν είχαμε πολλά να πούμε ο ένας στον άλλον, τίποτα περισσότερο απ’ το να αναλύουμε ο καθένας τον δικό του καημό, τίποτα άλλο από το να ανταλλάσσουμε καχύποπτες γκριμάτσες, αργά και διστακτικά ανακαλύψαμε πως μας ενώνει κάτι όχι και τόσο ασήμαντο: Η μουσική, ακόμα κι αν στροβιλίζει μια δίχως νόημα ζωή, είναι πάντα μουσική και κανείς δεν της αντιστέκεται κατά βάθος.
ΤΖΙΝΑ ΨΑΡΡΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου