Αναστασία Λάλου: «Το κόκκινο γοβάκι»
Οικοδομικά υλικά
Αργά το απόγευμα τη βλέπω να βγαίνει από τη μάντρα ‒ «Οικοδομικά υλικά». Στο κάθε χέρι από μια βαριά σακούλα. Βαδίζει προς το μέρος μου. Οι ψηλοτάκουνες κόκκινες λουστρίνι γόβες τη βοηθούν να περπατά λικνιστικά, σαν να ζυγιάζεται για να πετάξει. Oι σακούλες με τα οικοδομικά υλικά την τραβούν να την καρφώσουν, λες, στη γη.
Με πλησιάζει γελαστή. Κραγιόν, μαλλιά και γάντια ασορτί με τις γόβες. «Τσιμέντο», μου λέει, «τσιμέντο. Να καλουπώσω ένα σκαλί».
Ζει σε ένα σπίτι χωρίς σκάλα, ισόγειο. Το μόνο σκαλί που ανεβοκατεβαίνει καθημερινά είναι το πεζοδρόμιο.
Πώς είμαστε οι άνθρωποι, σκέφτομαι. Μες στην καρδιά μας, ένα μοναχό σκαλοπάτι το κάνουμε σκάλα, μια χελιδονοφωλιά την κάνουμε σπίτι, δυο καδρόνια και τρία καρφιά τα κάνουμε σταυρό, μια σελίδα παλιάς επιστολής την κάνουμε βαρκούλα, ένα χαμόγελο το κάνουμε έρωτα, μια κηλίδα αίμα αθώο το κάνουμε σύνθημα, ένα κομμάτι συρματόπλεγμα το κάνουμε σύνορα, ένα βλέμμα γλυκό και μια ανοιχτή αγκαλιά τα κάνουμε πατρίδα, ένα ζευγάρι γόβες κόκκινες τις κάνουμε φτερά. Και με λίγο νερό και τσιμεντόσκονη χτίζουμε τη γυναίκα του πρωτομάστορα, για να στεριώσουμε ανύπαρκτα γιοφύρια.
ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΑΒΙΤΗ, 1/1/2021
Υπέροχο κείμενο. Μπράβο.
ΑπάντησηΔιαγραφή(σα να.. )είδα ένα ολόκληρο έργο, θεατρικό, τους τόπους του, τους χρόνους του, τους ήρωες και τις ηρωίδες του, την ατμόσφαιρά του, τις Πράξεις τους ..μου άρκεσε ο Πρωταγωνιστής του, αυτός που κάνει τον αγώνα έμπλεο νοήματος, βουτηγμένο στα υγρά του Σώματος
ΑπάντησηΔιαγραφή