Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Το σπίτι στο νησί (Οι εκπαιδευτικοί γράφουν...ΙΙ)

φωτ. Αλεξάνδρα Γερακίνη 


Το σπίτι στο νησί

Η Ελένη στάθηκε στο παράθυρο και αγνάντεψε τη θάλασσα που απλωνόταν στο βάθος. Ατέλειωτη της φάνηκε και μοχθηρή, η θάλασσα την ξέκοβε από τον κόσμο, της στερούσε τη γη που πατούσε και τον αέρα που ανέπνεε.

Ήθελε να γυρίσει, να αποστρέψει το βλέμμα μα δεν έμεναν και πολλά πράγματα για να δει. Το σπίτι , στο οποίο ήρθε νύφη τη δεκαετία του 80, στεκόταν εκεί, στη μέση του χωριού μόνο και παράταιρο, λυπηρό απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Μια γκρεμισμένη αυλή, ρωγμές στα ξεχαρβαλωμένα ντουβάρια, η  σκάλα που έτριζε, τα ξύλινα κουφώματα που χτυπούσαν, όταν ο αέρας λυσσομανούσε, μια ξυλόσομπα και παλιά έπιπλα, αυτή ήταν η περιουσία της. Η φθορά έχασκε παντού και ο χρόνος, ανελέητος, ξεδίπλωνε τα σημάδια της εγκατάλειψης και της μοναξιάς.

Ποτέ της δεν αγάπησε το νησί, ξένη αισθανόταν πάντα, τους ανθρώπους του δεν τους ήθελε, τις κουβέντες τους τις βαριόταν, δέκα μέτρα ήταν δεν ήταν το ταξίδι τους στον κόσμο: το σπίτι τους, η αυλή τους, η βάρκα τους. Εκείνη ήθελε να ανοίξει φτερά, να ζήσει, να χορτάσει τη φαντασία της με όνειρα που δεν χωρούσαν στο περιβάλλον στου νησιού. Φαντασμένη την ανέβαζαν, αλλοπαρμένη την κατέβαζαν και ο πατέρας της φρόντισε να την παντρέψει χωρίς να τη ρωτήσει, μη τους μείνει αμανάτι και τι θα έκαναν ύστερα;  

Τρία παιδιά απέκτησε η Ελένη σ΄αυτό το σπίτι και αρχές της δεκαετίας του 90, όταν η Ελλάδα άλλαζε, έπεισε τον άνδρα της να πουλήσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν και να φύγουν στην Αθήνα. Μόνο το σπίτι τους δε δέχτηκε ο άνδρας της να πουλήσουν. «Αν κάτι πάει στραβά είπε» «να χουν ένα κεραμίδι να βάλουν το κεφάλι τους».

Ο Τάκης ήταν καλός οικοδόμος, έπιαναν τα χέρια του. Βρήκε εύκολα δουλειά και αν τον πρώτο καιρό δυσκολεύτηκαν να συνηθίσουν τον θόρυβο και την πνιγηρή ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας, γρήγορα βολεύτηκαν στα χρήματα που έρρεαν άφθονα. «Μα ήταν τόσο εύκολο;», σκεφτόταν πολλές φορές η Ελένη. Το ένα έφερε το άλλο και ο Τάκης ξανοίχτηκε, έφτιαξε το δικό του συνεργείο, προσέλαβε υπαλλήλους, αναλάμβανε εργολαβίες και τα νέα φτάναν στο νησί για τα κατορθώματα του Τάκη και τα μεγαλεία της Ελένης που κατόρθωσε να κλείσει τα στόματα επιτέλους.

Το νησί σπάνια το επισκέπτονταν, ίσα-ίσα για να δουν τους γονείς τους, τους οποίους χορηγούσαν γενναία και έτσι έδιωχναν από πάνω τους τα σχόλια για την απουσία τους και τις κατηγόριες ότι είχαν ρίξει μαύρη πέτρα πίσω τους. 

Η Αθήνα άλλαζε, γιγαντωνόταν και καλλωπιζόταν πρόχειρα για να υποδεχτεί τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004. Δύσκολα μπορούσε να κρύψει την ασχήμια της πίσω από τα βιαστικά και φτηνά φτιασιδώματα αλλά ποιος νοιαζόταν; Όλοι επένδυαν κάπου, όλοι ζούσαν σε τρελούς ρυθμούς, μια απίστευτη ένταση, ένα ανελέητο κυνηγητό χρήματος, διασκέδασης και φήμης, αυτή ήταν η πρωτεύουσα τότε. Ένα ατέλειωτο εργοτάξιο κτιρίων, κατασκευών και ιδεών. Το χρηματιστήριο ανθούσε και μαζί οι ψευδαισθήσεις.

Έζησαν χρόνια καλά η Ελένη και ο Τάκης, γεύτηκαν χρήμα και πολυτέλεια, μεγάλωσαν τα παιδιά τους με ανέσεις και όταν μια μέρα όλα ξεφούσκωσαν ξαφνικά, όπως ακριβώς είχαν φουσκώσει, βρέθηκαν στο απόλυτο κενό. Δεν είχαν οσμιστεί τίποτα, τους αρκούσε που περνούσαν καλά.

Ο Τάκης πάλεψε αλλά δεν άντεξε την καταστροφή. Τα χρέη τον έπνιξαν, η Ελένη θεωρήθηκε υπεύθυνη για την οικονομική καταστροφή και το χαμό του συζύγου της. Εκείνη ήθελε το παραπάνω, εκείνη τον παρέσυρε στην πρωτεύουσα, εκείνη συγκέντρωσε το μένος των συγγενών και την κοινωνική κατακραυγή. Τα παιδιά της, τακτοποιημένα και βολεμένα  αρνήθηκαν να το ζήσουν όλο αυτό. Τι δουλειά είχαν με όλη αυτή την κατάσταση; Παιδιά ήταν, δεν ήξεραν, δεν είχαν καμία ευθύνη, σπούδασαν, ξόδεψαν τα χρήματα που τους έδιναν, σιγά μη πουλούσαν τώρα ό,τι είχαν και δεν είχαν για να μαζέψουν τι, τα ασυμμάζευτα; 

Η Ελένη, κυνηγημένη από τα χρέη, κατέφυγε στο νησί και το ερειπωμένο σπίτι ήταν το μόνο που κατάφερε να γλιτώσει από τη λαίλαπα που παρέσυρε αυτήν και τη ζωή της. Τώρα ήταν πιο ξένη από ποτέ. Δυο φορές ξένη στο νησί που μεγάλωσε και παντρεύτηκε, στο νησί που έγινε και πάλι η φυλακή της, στο νησί που μίσησε.

Εκείνο το πρωί σκέφτηκε να γράψει ένα γράμμα στα παιδιά της, στο κάτω-κάτω παιδιά της ήταν, τα μεγάλωσε αλλά οι λέξεις είχαν στεγνώσει. Άνοιξε την παλιά ντουλάπα και αναζήτησε ρούχα, καλλυντικά και κάτι λίγα κοσμήματα που έμειναν από τις παλιές, καλές εποχές. Ντύθηκε, βάφτηκε, στολίστηκε, φόρεσε διπλά κολιέ και τριπλά βραχιόλια, πολύχρωμα φουλάρια και ψηλοτάκουνα παπούτσια. Στο διάβα της, οι χωριανοί την κοίταζαν περίεργα και κρυφογελούσαν. Τα παιδιά την πήραν στο κατόπι. Όλοι πίστεψαν ότι είχε χάσει τα λογικά της. Με κανέναν δεν είχε επαφή άλλωστε από το τότε που γύρισε στο νησί. 

Εκείνη κατηφόριζε και αγέρωχα περπατούσε μέχρι την προβλήτα. Ίσα που πρόλαβε να μπει στο καράβι. Έστρεψε το βλέμμα της προς το νησί. Το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει ήταν τα κεραμίδια του σπιτιού της που ξεγλιστρούσαν και σκέπαζαν και τα τελευταία χνάρια της ζωής της εκεί. Η σκεπή είχε καταρρεύσει.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΕΡΑΚΙΝΗ


Η Αλεξάνδρα Γερακίνη γεννήθηκε και ζει στην Καβάλα. Είναι φιλόλογος, απόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής Ιωαννίνων και εργάζεται στο 6ο Γυμνάσιο Καβάλας. Είναι εκπαιδεύτρια ενηλίκων με μεταπτυχιακές σπουδές σε θέματα Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή στο τμήμα Ιστορίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Συνεργάστηκε με το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας στο πρόγραμμα συγγραφής και εφαρμογής διδακτικών σεναρίων στη Λογοτεχνία με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και με το ΙΕΠ στη σύνταξη προγραμμάτων σπουδών για το μάθημα της Λογοτεχνίας.  Συμμετέχει σε συνέδρια και δημοσιεύει κείμενα σε  εκπαιδευτικά και επιστημονικά περιοδικά. Εδώ και πολλά χρόνια διατηρεί στο διαδίκτυο το προσωπικό της ιστολόγιο στο οποίο αναρτά υλικό και καινοτόμες ιδέες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου