https://www.architecturaldigest.com/story/why-banksy-built-secret-shredder-into-frame-of-most-valuable-painting |
Η Υποτακτική
Η Υποτακτική παριστάνει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι που θέλουμε ή περιμένουμε να γίνει. Σχηματίζεται παίρνοντας μπροστά ένα από τα μόρια ας, να ή έναν από τους συνδέσμους για να, όταν, αν ή το απαγορευτικό μη: να μένει, όταν φύγουμε, αν κάθονται, μην τρέχεις. (Αναπροσαρμογή της Μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1984)
Η Υποτακτική της προσδοκίας
Αν με χρειαστείς, μη φοβηθείς. Να κάψεις το φτερό.
Η αλήθεια είναι πως, όταν στις μεγάλες τάξεις του Δημοτικού διδάχτηκα την Υποτακτική, δεν καταλάβαινα γιατί την ονομάσανε έτσι. Άλλωστε οι δάσκαλοι τότε δεν συνήθιζαν να συνδέουν αυτά που μας μάθαιναν με τη χρήση τους. Και, ενώ η λέξη ολοφάνερα παρέπεμπε σε υποταγή, εγώ την είχα συνδέσει περισσότερο με την έντονη επιθυμία, την ελπίδα και την προσδοκία μου να κάνω πράγματα που με γέμιζαν χαρά και περηφάνια.
Καλοκαίρι του 1966. Ήμουν σχεδόν οκτώ χρονώ. Ήμαστε αχώριστες με τη Δέσποινα και μετά από παρακάλια οι γονείς μας δέχτηκαν να νοικιάσουμε μαζί ένα διαμέρισμα στην Αγία Τριάδα. Αξέχαστο καλοκαίρι. Όλη τη μέρα εμείς τα παιδιά την περνούσαμε στη θάλασσα με ένα ενδιάμεσο διάλειμμα για φαγητό και ύπνο.
Αυτός ο ύπνος ήταν το μοναδικό μου βάσανο. Πώς να κοιμηθώ που το μυαλό μου ήταν στο παιχνίδι! Η μαμά μου με έπαιρνε κοντά της και μου έκανε κανονικό κεφαλοκλείδωμα, για να μην κουνιέμαι. Κοίταζα το ταβάνι και μάθαινα να μετράω την ώρα από τις ανεπαίσθητες αλλαγές του φωτός που έμπαινε από τις γρίλιες. Το απόγευμα πάλι μπάνιο και μετά σινεμά. Ταινίες με τον μασίστα, με τη Τζίνα Λολομπριτζίτα, την Κλαούντια Καρντινάλε και τη Σοφία Λόρεν ή την Τζένη Καρέζη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη, που όλη τη μέρα τις διαφήμιζε ένα αυτοκίνητο με τηλεβόα. Τον χειμώνα θα υποδυόμασταν ρόλους με τη Δεσποινούλα, παριστάνοντας τις ηθοποιούς σε δικά μας σενάρια. Το καλοκαίρι όμως αυτό θα μου μείνει αξέχαστο και για έναν άλλο λόγο. Έμαθα να κάνω ποδήλατο και να κολυμπώ!
Ο μπαμπάς έρχεται μαζί μου στη θάλασσα. Μου αρέσει να τον βλέπω να κολυμπάει. Καθώς πολύ νέος ήταν αθλητής της ενόργανης, κάθε κίνησή του έχει χάρη, δύναμη, σταθερότητα και σβελτάδα. Πλατσουρίζω στα ρηχά. Τα άλλα παιδιά της παρέας, ένα τσούρμο, ξέρουν λίγο πολύ να κολυμπούν. Εγώ όμως όχι. Η επιθυμία μου να μάθω κολύμπι είναι μεγάλη. Δοκιμάζω με το ένα πόδι να ακουμπάει στον πάτο της θάλασσας και το άλλο να χτυπάει το νερό, αλλά η προσπάθειά μου είναι χωρίς αποτέλεσμα. Ο μπαμπάς μου με κοιτάει. «Πάμε!» μου λέει. Λίγο πιο κάτω νοικιάζουν βάρκες. Διαλέγει μια μικρή, μπαίνουμε μέσα και τραβάμε για τα βαθιά. Εκεί που το νερό σκουραίνει, σταματάει. Ρίχνει τη μικρή άγκυρα και, πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, με σηκώνει επάνω και με πετάει στο νερό. Χτυπάω χέρια πόδια με όλη μου τη δύναμη, προσπαθώντας να βγω στην επιφάνεια και να κρατηθώ. Δευτερόλεπτακι ο μπαμπάς μου βουτάει και με πιάνει. Παίρνω λίγες ανάσες και με πετάει πιο πέρα. Ξανά και ξανά. Κι εγώ όλο και καλύτερα, όλο και περισσότερο κρατιέμαι στην επιφάνεια. Έπειτα με σηκώνει και με βάζει στη βάρκα. «Τέλος για σήμερα, μου λέει. Αύριο θα μάθεις να κάνεις τις σωστές κινήσεις». Δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμη τι έγινε. Ο μπαμπάς μου με κοιτάει χαμογελώντας. Μου αρέσει το χαμόγελό του. Είναι πλατύ, ζεστό και μου δίνει σιγουριά. «Είσαι μαχήτρια. Φοβήθηκες;» Όχι, γιατί να φοβηθώ; Ούτε για μια στιγμή. Με τον μπαμπά δίπλα μου νιώθω πολύ δυνατή. Ο ήλιος είναι ψηλά. Και η θάλασσα ολογάλανη, γεμάτη μικρά φωτεινά αστέρια να κολυμπάνε στην επιφάνειά της. Έξω, μακριά στην αμμουδιά, οι φίλοι μου χτίζουν κάστρα. Οι φωνές τους φτάνουν μέχρι εδώ. Κι εμείς στη βάρκα μοιραζόμαστε με τον μπαμπά μου κάτι που δεν μπορώ να το περιγράψω, κάτι πρωτόγνωρο. «Μια φορά κι έναν καιρό…» μου λέει ένα παραμύθι. Το μοναδικό που έχω ακούσει ποτέ από εκείνον. Λέει για έναν νέο που ήθελε να παντρευτεί μια πριγκιποπούλα, αλλά ο βασιλιάς τον υπέβαλε σε χίλιες δυο δοκιμασίες, προκειμένου να του δώσει την κόρη του. Ο νέος τα κατάφερε με τη βοήθεια του φίλου του: ενός μυρμηγκιού, το οποίο κάποτε είχε βοηθήσει ο ίδιος. Το μυρμήγκι σε ένδειξη φιλίας και ευγνωμοσύνης τού έδωσε ένα μικρό φτερό από την πλάτη του και του είπε: «φύλαξέ το κι όταν με χρειαστείς, κάψ’ το κι εγώ θα έρθω να σε βοηθήσω». Έτσι κι έγινε. Στρατιές μυρμηγκιών έφερε μαζί του, όταν χρειάστηκε να βοηθήσει τον νέο. Και τα αδύνατα έγιναν δυνατά. «Κι εγώ σου παραδίδω το φτερό, μου λέει ο πατέρας μου. Θα βρεθώ κοντά σου όπου κι αν είσαι, αν με χρειαστείς. Μη φοβηθείς. Να θυμάσαι πάντα τα λόγια μου αυτά. Να κάψεις το φτερό. Μεγαλώνοντας θα καταλάβεις».
Δεν έκαψα ποτέ το φτερό, γιατί το φύλαγα πάντα για τις πιο δύσκολες στιγμές. Του έδωσα, όμως, εγώ το δικό μου, στο αεροδρόμιο, όταν πολλά χρόνια μετά έφευγε με τη μαμά και τον αδελφό μου για μια πολύ δύσκολη επέμβαση στο Λονδίνο. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Δεν χρειάστηκε να κάψει το φτερό ούτε εκείνος.
Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο της Αναστασίας Χρυσαφίδου-Καλφέλη Αβγά μηλάτα Η Γραμματική των παιδικών μου χρόνων, εκδόσεις Μπαρμπουνάκη.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡΥΣΑΦΙΔΟΥ-ΚΑΛΦΕΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου