Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

ΑΡΩΜΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ

Οι ρίζες του ανθηρού πολιτισμού του νησιού της Κέρκυρας που αφορά ιδιαιτέρως το θέατρο, την λογοτεχνία και την αρχιτεκτονική πρέπει να αναζητηθούν στο ξεχωριστό ιστορικό παρελθόν.
Η έλλειψη της Τουρκικής κατοχής η οποία τρομοκρατούσε όλο το Αιγαίο και η επιρροή του Βυζαντινού και Ενετικού πολιτισμού έκαναν στην Κέρκυρα να αναπτυχθεί ένας πολιτισμός συνδεδεμένος με την παράδοση, αλλά ταυτόχρονα να εμπλουτιστεί από τις συνήθειες των άλλων δυτικών πολιτισμών.
Στο παρελθόν αποτελούσε το κέντρο της πολιτισμικής αναγέννησης, όπου ζωγράφοι, ποιητές και καλλιτέχνες συγκεντρώθηκαν και δημιούργησαν διάφορους οργανισμούς όπως την Αναγνωστική Εταιρία και την Ιόνιο Ακαδημία.
Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχαν ο Δ.Σολωμός Πολυλάς, Μαρκοράς.
Ιδρύθηκε ακόμη ένα σχολείο μοντέρνας μουσικής από τον συνθέτη Μάντζαρο καθώς επίσης και η πρώτη φιλαρμονική.
Η Κέρκυρα ανάμεσα σε άλλους λογοτέχνες ανέδειξε και τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη.


ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
 Έλληνας πεζογράφος, εκπρόσωπος της επτανησιακής σχολής. Γεννήθηκε το 1872 στην Κέρκυρα και καταγόταν από αρχοντική οικογένεια. Σπούδασε φυσικομαθηματικά στη Σορβόνη, κοινωνιολογία και φιλοσοφία στο Μόναχο. Η οικογένεια του είχε φροντίσει να του προσφέρει γνώσεις από όλες σχεδόν τις επιστήμες. Η πρώτη επαφή του με την λογοτεχνία έγινε την περίοδο ακόμα που ήταν φοιτητής δημοσιεύοντας έργα του σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Ασχολήθηκε και με την πολιτική, μέλος του σοσιαλισμού και υποστηρικτής του Βενιζελισμού ανέπτυξε έντονη δράση. Η γνώση δέκα γλωσσών τον βοήθησε να ασχοληθεί και με τις μεταφράσεις ξένων έργων, όπως τα δύο ινδικά έπη Μαχαμπαράτα και Ραμαγιάννα, τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ, τα γεωργικά του Βιργιλίου και πλήθος άλλων αρχαίων ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Από το συγγραφικό του έργο ξεχωρίζουν: Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Ο κατάδικος, Ο Παπα Ιορδάνης Περίχαρος, Η τιμή και το χρήμα, κ.α. Υπέρμαχος του δημοτικισμού και πρωτεργάτης του κοινωνικού μυθιστορήματος ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης πέθανε το 1923 στην Κέρκυρα.

Ένα πολύ ενδιαφέρον διήγημά του είναι αυτό που ακολουθεί και διαβάζοντάς το είναι σίγουρο ότι θα νιώσουμε την αύρα και την ατμόσφαιρα της υπαίθρου της Κέρκυρας.

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Ο Πέτρος Κλάδης, ένας νοικοκύρης χωριάτης από τες Ξαχεράδες, επρόσμενε εκείνο τ’ απόγιομα ανυπόμονος σπίτι του. Συχνά εκοίταζε από το παραθύρι τού χωριού το δρόμο, ξετάζοντας αν κανένας από τους σπάνιους διαβάτες ήταν εκείνος που εζητούσε, και ανάσανε μ’ ευχαρίστηση όταν εννόησε το Σπύρο Στράτη, ένα γέροντα συχωριανό του, να ’ρχεται και να μπαίνει στην πόρτα του. Τον εδέχτηκε χαμογελώντας.
«Καλώς τον, τον προξενητή» του ’πε αμέσως «τα κέρδισες τα παπούτσια· είπαν βέβαια ναι». Ο νιόφερτος εσούφρωσε το μέτωπο, έμεινε μια στιγμή σκεφτικός, κι αποκρίθηκε λυπημένος.
«Τι να σου κάμω, Πέτρο· είπα ό,τι εμπόρεσα μα δεν τα κατάφερα· η μισή ντροπή δική σου, κι η μισή δική μου.»
«Α, θέλεις να με πειράξεις» έκαμε ο άλλος κοκκινίζοντας· «ποια φαμιλιά στο χωριό θ’ αρνιότουν την κοπέλα της του γιου μου του μονάκριβου; όλοι ξέρουν πως είναι παιδί νοικοκυρεμένο, μικρό στα χρόνια, όμορφο».
«Είπαν όχι, μα την αλήθεια. Πίστευε α θέλεις· και μάλιστα η χαριτωμένη Μαργαρίτα, η ίδια, μου ’πε πως το παιδί σου είναι σα μαϊμού· δεν το παίρνει.»
Ο Πέτρος άκουσε την προσβολή κατάκαρδα κι εχόλεψε. «Πώς» εφώναξε «το παιδί μου μαϊμού; Καλύτερό της εκατό βολές· δεν του μοιάζει, ούτε στα φρόκαλά[1] του».
«Επήγα χτες, αφού μ’ έστειλες, στο σπίτι του Χαντρινού· του ’πα τι γυρεύω. Επήγα και σήμερα να πάρω την απάντηση. Ο πατέρας ήθελε, φωτιά, από τα χτες· η μάνα ακόμα περσότερο· μα η κοπέλα η χαντακωμένη ούτε να τον ιδεί, ούτε να τον ακούσει. Του κάκου της εμιλήσαμε κι οι τρεις· έμεινε στο πείσμα της, σαν ο  Οβριός στην πίστη του.»
«Τον υγιό μου ούτε να τον ιδεί, ε; Και τι κακό του γνώρισε;» είπε ο Πέτρος· και επρόστεσε με σαρκασμό: «Α, δε θέλει αυτή να παντρευτεί όπως πρέπεται με τιμές και με δόξες· θα φιληθεί πρωτύτερα από το γαμπρό και κατόπι λέει το ναι. Ό,τι ζητάει θα το ’βρει, μη σε μέλει. Έτσι είναι οι τωρινές κοπέλες. Μα δα εχαθήκανε οι γυναίκες· θα παντρέψω αλλού τον υγιό μου, καλά και περίκαλα.»
«Θετικά· και στείλε με όπου θέλεις· και στη χώρα.»
Ο Πέτρος δεν απάντησε· εσκέφτηκε μια στιγμή κι έπειτα είπε: - «Του λόγου σου, Σπύρο, δε φταις τίποτα αν είπαν όχι. Το θέλημα μου το ’καμες· πάρ’ τα τα παπούτσια σου  μια φορά που τ’ αγόρασα. Θυμήσου όμως που θα μου το πλερώσουν οι Χαντρινοί».
Ο γέρος επήρε το χάρισμα πολυχρονίζοντας, εκαλησπέρισε κι εβγήκε όξω με λυπημένο πρόσωπο. Κι ο άλλος μοναχός του τώρα εσυλλογιότουν, περπατώντας απάνου κάτου στο δωμάτιο, που ήταν το μοναχό του σπιτιού, μεγάλο κι ασπρισμένο μ’ ασβέστη, δίχως νταβάνι και τζάμια, και που άλλα έπιπλα δεν είχε παρά ένα μεγάλο κρεβάτι και δυο σκαλιστά κασούνια, ακουμπισμένα στον τοίχο.
«Ανόλπιστα μου την έφτιακαν» έλεγε με το νου του «οι κουτοπόνηροι, οι Χαντρινοί. Ανόλπιστα η κυράτσα η Μαργαρώ· και γω έλεγα πως είχα πάλι σταφνίσει[2] ένα μεγάλο καλό για το σπίτι μου. Εταίριαζε αληθινά του παιδιού μου αυτή η παντρειά· η κοπέλα έχει και κτήμα και σπίτι· κλερονόμα με τα σωστά της· κι είν’ ομορφούλα· κι εφαινότουν τόσο ταπεινή, τόσο αγαθή, τόσο τίμια. Μα τον άγιο, δεν καταλαβαίνω πλια τον κόσμο. Γιατί να μας αρνηθεί; - Τώρα πού να βρω άλλην όμοια· κι έπρεπε να το παντρέψω γλήγορα αυτό το παιδί, γιατί σκιάζομαι να μη μου φύγει από τον τόπο· η νεολαία χαλεύει[3] ταξίδια και λησμονάει εύκολα το χωριό της. Θα φροντίσω όσο μπορώ, αλλά απέκει. – Αν ο προξενητής μου λέει την αλήθεια, (και δεν έχει σκοπό να με γελάσει) η ίδια η κυρα-Μαργαρίτα δε θα καταδέχεται· οι γονέοι της θα ήθελαν· πού θα βρουν αλλού καλύτερα; - Δόξα ας έχει ο Παντοδύναμος, με τον κόπο μου, με την εξυπνάδα μου, με τους τροπολογισμούς μου, με το εμπόριο, κάτι απόχτησα στον κόσμο· δε θ’ αφήσω του γιου μου μοναχά ό,τι μ’ άφηκε ο πατέρας μου· τα χτήματα τα δούλεψα, τ’ αβγάτισα, τ’ άξιωσα· κι ένα κομμάτι ψωμί δε θα μου λείψει, κι ούτε του παιδιού. Οι Χαντρινοί το ξέρουν. Κακό κιόλας ποτέ δεν τους έκαμα. Η κοπέλα λοιπόν δε στέργει· αυτή χωρίς άλλο, η χαϊδεμένη, το ξευτέλισμα του κόσμου! Μα γιατί; Κοτζάμ κοπελιάρα μπορεί να μη θέλει παντρειά; Κάτι θα ’ναι στη μέση· κάποιος τα κατάφερε ξυπνότερα· εκατάφερε την ίδια κι όχι τους γονέους. – Να ’ξερα ποιος είν’ αυτός και να ’ξερα πως τα πράματα είναι αθώα και πως η τιμή της δεν είναι βλαμμένη, κάπως ίσως εμπορούσα να διορθώσω όλα και να τήνε φέρω εδώ μέσα. Καλύτερα όμως όχι. Τι θα καταλάβω να μπάσω σπίτι μου τέτοιους διαόλους που γλυκοκοιτάζουν τον έναν και τον άλλον. Αλίμονο από τες γυναίκες που σηκώνουν τα μάτια τους· για μέρος μου δεν τες ορέγομαι. – Μα πάλι τόση ντροπή να την αλησμονήσω; α, όχι· α μου πέσουν οι Χαντρινοί στα χέρια μου, ξέρω γω πώς θα τους παιδέψω. Θα μου τα πλερώσει όλα η κυρα-Μαργάρω. Να ’χα να λάβω από τον πατέρα της, θα τον έψενα στο δικαστήριο· ας έχω υπομονή για την ώρα».
Είχε βραδιάσει ωστόσο· οι διαβάτες εγενόνταν στο δρόμο περσότεροι: άντρες που εγύριζαν στο χωριό από τον κάμπο, μπουλούκια μπουλούκια, γυναίκες και κοπέλες, που γελώντας σύνατές του εκεντούσαν τα ζα τους· κι έμπαινε από το παράθυρο του Πέτρου, μαζί με τες τελευταίες κόκκινες αχτίδες η χλαλοή του κόσμου και οι φωνές των ζωντανών.
Ο Πέτρος έσκυψε οπίσω στο παράθυρο να ιδεί να ερχόνταν η φαμιλιά του, και ακούμπησε στο μάρμαρο τους αγκώνες του προσμένοντας. Σε λίγο εξαγνάντησε τες δυο κοπέλες του και τη γυναίκα του που εβάδιζαν και κείνες αργά, αργά, προς το χωριό· είχαν μαζί τους το ζευγάρι· δύο βόδια μαύρα, γυαλιστερά, δυνατά και θρεμμένα, που κάπου κάπου εμούγκριζαν, ή έστρεφαν μ’ ορμή το κεφάλι τους διώχνοντας με τα γυριστά κέρατα τες μύγες· τα πρόβατα, το γίδι τους, τα μοχτερά, κι ένα υποζύγι φορτωμένο με τ’ αλέτρι. Μαζί με τα δικά του ερχόνταν κι άλλα ζώα ξένα. Αλλά τα δικά του εχωριστήκαν από τα ξένα φτάνοντας και μαθημένα εσταμάτησαν όξω από το σπίτι, ενώ τ’ άλλα εξακολούθησαν το δρόμο τους. Τότες οι γυναίκες άνοιξαν αμέσως τες πόρτες των καλυβιών, που ήταν σιμά στο σπίτι, εστάθηκαν κι επαρακινούσαν τα ζώα να μπουν μέσα. Αυτά επέρνασαν ανέγνοιαστα το κατώφλι, πρώτα τα μεγάλα, οκνά, οκνά, έπειτα τα μικρά όλα μαζί αμπώνοντας το ’να τ’ άλλο, κι αφανιστήκαν όλα στο μέσα σκοτάδι. Οι γυναίκες απόθωσαν το γιομάρι τους, εξεφόρτωσαν το υποζύγι, επήγαν στο καλύβι να τα δέσουν, μιλώντας δυνατά, λέγοντας η μία της άλλης τι έπρεπε να κάμει και σε λίγο εβγήκαν οπίσω κι έκλεισαν την πόρτα. Οι κοπέλες επήγαν ν’ ανάψουν στια στο κατώγι, η μητέρα τους ανέβηκε απάνου. Ήταν μισόκοπη χωριάτισσα, ψηλή και χοντρή, άσκημη λίγο· μα εκείνο το βράδυ το πρόσωπό της έφεγγε με χαμόγελο καλοσύνης. Εκαλησπέρισε ταπεινά τον άντρα της κι εκάθισε απάνου σ’ ένα κασούνι, σφογγίζοντας το πρόσωπό της. Ο Πέτρος της αποκρίθηκε κουνώντας το κεφάλι και την εκοίταξε ντροπιασμένος· αυτή υποψιάζοντας τον ερώτησε με ανήσυχο βλέμμα. «Έφερε την απάντηση ο προξενητής;»
«Ο γιος σου μοιάζει της μαϊμούς» της αποκρίθηκε ο Πέτρος απότομα «έτσι λέγουν οι Χαντρινοί· η Μαργαρίτα δεν τόνε δέχεται».
«Αληθινά είπε όχι;» έκαμε η γυναίκα με θαυμασμό «α να χαθεί κι αυτή κι η προκοπή της». Κι έπειτα από μία στιγμή σκέψης ξακολούθησε: - «Αλλά το χειρότερο είναι πως τώρα δυο τρεις μέρες εγώ κι οι θυγατέρες μου όλο μιλούμε για την παντρειά του γιου μας. Το χωριό ξέρει πως επιθυμούσαμε να πάρει τη Μαργαρίτα, κι ο κόσμος θα γελάει όλος μαζί μας».
«Θα τα διορθώσουμε» της απάντησε σκεφτικός· «εσείς θα λέτε πως ήμουνα ενάντιος στην παντρειά, γιατί δεν ήθελα να βάλω στη ράχη μου τα χρέγια του πατέρα της. Όπου γελάσει ύστερος αυτός είναι ο πλιο άξιος. Ας αφήσουμε όμως τούτη την ομιλία· πες μου είναι τίποτε νέο από κάτου;
«Όχι» αποκρίθηκε λυπημένη «οι ανθρώποι εδούλεψαν στο χωράφι, εμείς εβόσκαμε τα ζα μας σιμά στο καλύβι του Χαντρινού, μάλιστα οι κοπέλες εμίλησαν της Μαργαρίτας, αλλά δε μου ’παν τίποτα. Ακόκει εδιάβηκε δυο φορές κι ο Δημήτρης ο Λάζος κι εστάθηκε να την κοιτάξει που εδούλευε. Έσπερνε λάχανα· μην έχει σεμπριές με δαύτον;»
«Όχι, όχι» είπε με ψιλή φωνή μία κοπέλα του Πέτρου, χωριατοπούλα δεκαπέντε χρονών μικρόκορμη και άπαστρη που ανέβηκε κείνην τη στιγμή απάνου «δεν αγαπάει το Δημήτρη· αυτός τήνε φορτώνεται· μου φαίνεται θέλει το Μάρκο Σαϊττά, είναι καιρός που ’χουνε πιάσει γνώρα· η ίδια μου το ’λεγε» «Το Μάρκο Σαϊττά» είπε χαμογελώντας ο Πέτρος· «αυτόν ποτέ της δε θα τόνε στεφανωθεί».
 Ήταν Κυριακή της Αποκριάς. Οι εκκλησιές του χωριού είχαν σημάνει ενωρίς το σπερνό, γιατί τ’ απόγιομα θα χόρευε, όπως κάθε χρόνο, ο κόσμος. Έτσι κιόλας, έπειτα από τη σύντομη ακολουθία εσυναχτήκαν στο χορευταριό όλοι οι κάτοικοι, χώρια οι άντρες και χώρια οι γυναίκες. Αυτή την ημέρα ήταν όλοι χορτάτοι από φαΐ καλό, όλοι είχαν κρασί, ήταν όλοι χαρούμενοι κι είχαν λησμονήσει τες πίκρες της ζωής, τες φροντίδες, τους άγονους κόπους τους, για να ξεφαντώσουν. Οι γυναίκες φορώντας τα καλύτερα ρούχα τους και τα στολίδια τους – όσες είχαν – παστρικές, χτενισμένες, γελάμενες, εσυνομιλούσαν ταχτικά και χαμηλόφωνα και με τες χρυσοπλουμισμένες φορεσιές τους, με τα καθάρια σκουτιά τους, με το χρυσάφι τους και τες χαρούμενες μορφές τους, έδιναν του χωριού γιορτάσιμη κι ευτυχισμένην όψη, σα να μην είχε γνωρίσει ποτέ κανείς αυτού τη δυστυχία. Στη μέση του χορευταριού εστεκόνταν οι βιολιτζήδες και ο ταμπουρλής και ξάγναντα των γυναικών πολλοί άντρες· όχι όμως όσους είχε το χωριό, γιατί άλλοι πολλοί εσεριάνιζαν εδώ κι εκεί, άλλοι έμπαιναν στα μαγαζιά για να πίνουν και άλλοι εδιασκέδαζαν τραγουδώντας.
Τώρα εσήμαιναν των εκκλησιών οι καμπάνες, κι η χαρά και τα γέλια άξιωναν πάντα· κι εβρόντησε ρυθμικά το ταμπούρλο, καλώντας όσους ήθελαν να χορέψουν. Οι γυναίκες εσιάστηκαν, λαχταρώντας η καθεμία να την διαλέξει ο χορευτής για την πρώτη γραμμή του χορού, κι όλος ο κόσμος ανάμενε με πόθο ν’ αρχίσει η δημόσια διασκέδαση. Οι βιολιτζήδες άρχισαν να παίζουν το μονότονο σκοπό του συρτού βηματίζοντας στον ίδιον καιρό πότ’ ομπρός πότ’ οπίσω σύμφωνα με τα πατήματα του χορού. Όλοι επρόσεχαν, αλλά κανένας δεν εκουνιότουν μη τολμώντας ακάλεστος να πάρει τα πρωτεία και ν’ ανοίξει το χορό. Κι έτσι απέρασαν καμπόσες στιγμές. Έπειτα επρόβαλε ένας άντρας μισκόκοπος, μεγάλος κι όμορφος, με καινούργιο πλατοβράκι. Ήταν του χωριού ο πάρεδρος. Τα όργανα έπαψαν να σημαίνουν· οι γυναίκες αθέλητα εδοκίμασαν αν ήταν στέρεα καρφωμένα του κεφαλιού τους τα γιαδέματα, εσυγύρισαν τα φουστάνια τους, εκοίταξαν τα χρυσά στολίδια στο στήθι τους, και ακαρτερούσαν. Ο πάρεδρος επήγαινε προς απάνου τους· εκρατούσαν όλες ένα χρωματιστό μαντίλι στο χέρι· και ο άντρας εδιάλεγε όσες ήθελε, τες ομορφήτερες, τες πλιο στολισμένες, τες εδικές του, έπιανε τα μαντίλια, τα ’δενε το ένα με τ’ άλλο, τες έφερνε μία σιμά στην άλλη στη σειρά, κι επαράταξε έτσι μία δεκαπενταριά γυναίκες στη γραμμή, σε μία πλευρά του χορευταριού, ενώ πίσω από αυτές άλλες πολλές έδιναν τα μαντίλια τους στες πρώτες. Κι ο χορός ήταν έτοιμος να κινήσει. Η πρώτη χορεύτρα έκαμε να τεντωθούν τα δεμένα πανιά, οι άλλες απόθωσαν απάνου το χέρι τους· το βιολί ξανάρχισε το μονότονο σκοπό και το ταμπούρλο εβρόντησε. Κι ο χορευτής έπιασε στη μέση τα μαντίλια, έσυρε χορεύοντας δύο τρία βήματα τες γυναίκες κι έπειτα τες άφησε· αυτές ξακολούθησαν να βηματίζουν ρυθμικά, σοβαρές, αμίλητες, με κατεβασμένο βλέφαρο, κάνοντας λοξά πατήματα ομπρός και δύο μικρότερα πίσω, χορεύοντας πάντα με το ίδιο ποδάρι· κι όλες μαζί επήγαιναν κατόπι στο χορευτή, που επηδούσε μπροστά στην καθεμία από ένα άκρος στ’ άλλο του χορού, εστριφογύριζε, εσταύρωνε τα πόδια, έβαζε τα χέρια στη μέση επιδείχνοντας όλη του την τέχνη· σιμά του εχόρευαν τώρα στον ίδιο τρόπο κι άλλοι άντρες, που είχαν μπει στο χορό για να τον βοηθήσουν. Κι ερχότουν ο χορός γύρω στο χορευτατριό, πάντα μονότονος, κι εκινιόταν οι γυναίκες όλες μαζί σαν ένα κορμί βαστώντας αχάλαστη τη σειρά τους και το βλέμμα προσηλωμένο στης γης, με πειθαρχία και με τάξη. Σ’ ένα τέταρτο τα βιολιά και τα ταμπούρλα ετσώπασαν· όλοι εσταμάτησαν· ο πρωτοχορευτής, βγάζοντας το φέσι του εχαιρέτησε τες γυναίκες κι έπειτα επλέρωσε τα όργανα. Οι γυναίκες επήγαν στην άκρη τους, οι άντρες που εβοήθησαν, σ’ ένα μαγαζί για να ξιδρώσουν. Ο πρώτος χορός ήταν τελειωμένος, οι βιολιτζήδες εχούρδισαν για το δεύτερο τα βιολιά τους.
Τώρα ο Δημήτρης ο Λάζος ήρθε βιαστικός στες γυναίκες, φοβούμενος μην άλλος τον επρολάβαινε, κι εγύρευε μαντίλια. Ήτανε νέος μικρόσωμος και μαυροδερνός, με ανήσυχο βλέμμα. Έβρισκε μια πρώτη χορεύτρια, εξάνοιξε, κοιτάζοντας τρογύρου, αν η Μαργαρίτα του Χαντρινού ήταν αυτού, και αφού την είδε της εχάλεψε το μαντίλι. Αλλά η κορασιά του αρνήθηκε κάνοντας πως δεν τον έβλεπε κι αποτραβιούμενη λίγο. Ο Δημήτρης εκοκκίνισε και μία στιγμή την εκοίταξε άγρια· ήταν νέα δεκοχτώ χρονών, με όμορφα χρώματα στο πρόσωπο, με σπάνια πιθέματα κι ευγενικά, τα σκουτιά της ήταν απλά και καθάρια, αλλά στολίδια δεν εφορούσε καθώς όλες οι ανύπαντρες. Η θωριά της τον ησύχασε με μίας, έπιασε με αδιαφορία γυναίκες άλλες κι άρχισε το χορό.
Κι ο Πέτρος Κλάδης, που με τον άλλο κόσμο ετήραζε, ανανοήθηκε: - «Ω, ω, του αρνήθηκε· αλήθεια μου ’πε η θυγατέρα μου»· κι εκούνησε το κεφάλι καταλαβαίνοντας τη ζάλη του χορευτή. Τούτος, αφού εχόρεψε ένα χορό όμοιο με τον πρώτο, ήρθε κι εστάθηκε με κείνους που εκοίταζαν. Ο Πέτρος Κλάδης τον ακολούθησε με τα μάτια, τον εσίμωσε σιγά σιγά και τον εχαιρέτησε αδιάφορα. Τον τρίτο χορό τον έπιασε ένας νέος που ’χε όνομα στο χωριό για την τέχνη του· και τον τέταρτο ο γιος του Πέτρου· μα ούτε στον έναν, ούτε στον άλλον η Μαργαρίτα δεν έδωκε μαντίλι. Ύστερα ήρθε στες γυναίκες ο Μάρκος Σαϊττάς, ένας λεβέντης όμορφος και λυγερός, κι αυτουνού η Μαργαρίτα του ’δωσε το μαντίλι χαμογελώντας και την έστησε δεύτερη σιμά στην πρώτη χορεύτρα. Κι άρχισαν τα όργανα κι εκίνησε πάλι ο χορός.
Τότες ο Πέτρος Κλάδης είπε, γελώντας ειρωνικά, στ’ αυτί του Δημήτρη: «Δε σε θέλει, καημένε, κοίταξέ την πως χαμογελάει του Μάρκου, χάνεις τα κόπια σου».
Ο Μάρκος ωστόσο εχόρευε λεβέντικα, επιδέξια εσταύρωνε τα πόδια, εστριφογύριζε μπρος στες γυναίκες, έκανε ψηλά πηδήματα· αλλά όταν εβρισκότουν μπρος στη Μαργάρω τότες έβανε όλη την τέχνη του, τότες εγενότουν όσο μπορούσε χαριτωμένος, έκανε τα πλιο σπουδασμένα κινήματα. Κι ο Δημήτρης έβραζε από τη ζήλεια του.
Μα κι ο χορός αυτός ετέλειωνε. Στ’ αργαστήρια ο λαός έπινε κρασί κι ετραγουδούσε· στο χορευταριό οι θεατές επαινούσαν ή εκατηγορούσαν τες γυναίκες, τες  ντυμασιές τους, τα χρυσάφια, το πρόσωπο, το χόρεμά τους. Εγινήκαν ακόμα δυο τρεις χοροί και τώρα εσουρούπιαινε. Στα τελευταία ηθέλησε πάλι ο Μάρκος να πιάσει μαντίλια.
Και τότες ο Πέτρος Κλάδης εσφούριξε στ’ αυτί του Δημήτρη: - «Σου την επήρε από μπροστά σου· δε χορεύει παρά αυτός απόψε».
Κι ο Δημήτρης αψιωμένος επετάχτηκε προς τες γυναίκες, έπιασε τα μαντίλια που έδενε ο Μάρκος και του ’πε θυμωμένος: - «Εγώ θα χορέψω».
«Εγώ επρωτόπιακα» αποκρίθηκε ο Μάρκος με απόφαση.
«Θα σου τα πάρω!»
Οι δύο άντρες αγριοκοιταχτήκαν· οι γυναίκες άχνισαν όλες κι έκαμαν στα οπίσω, και το χωριό εκατάλαβε πως θα γενότουν καβγάς. Αλλά για τη στιγμή κανένας δεν εταράχτηκε από τη θέση του.
«Πώς» είπε ο Μάρκος θυμωμένος «άντρας είμαι και γω· εσένα του μασκαρά θα σου παίρνω πρώτα την άδεια για να χορέψω; Κι έσπρωξε το Δημήτρη με δύναμη.
Αλλά τότες οι γυναίκες άφησαν αμέσως τες σειρές τους κι εμάκρυναν φεύγοντας· ο κόσμος αναστατώθηκε· πολλοί ήρθαν σιμά στους άντρες που εμάλωνων, κάποιοι δίνοντας δίκιο του Δημήτρη, κι άλλοι του Μάρκου, και η χλαλοή εγενότουν κάθε στιγμή μεγαλύτερη. Οι φρονιμότεροι εκοίταζαν λυπημένοι κι επρόβλεπαν φονικά. Ο Πέτρος Κλάδης όμως βλέποντας πως τα πράγματα ήταν καθώς τα ’θελε, ήρθε κι αυτός στη μέση, και, γιατί ο κόσμος τον εσεβότουν, ετσώπασε για να τον ακούσει. Με δυνατή φωνή είπε διατάζοντας: - «Ας φύγουν τ’ όργανα δε θα χορέψει κανένας». Έπειτα έπιασε το Δημήτρη και του ’πε κι αυτουνού μαλώνοντάς τον: - «Έχεις άδικο· με τες ζήλιες σου, εσύ ανακατώνεις όλο το χωριό». Και γυρίζοντας προς το Μάρκο επρόστεσε: - «Εσύ άμε σπίτι της να κάμεις ό,τι θέλεις. Γιατί θα κοιτάζουμε στο φόρο τα νοήματά σας; Η Μαργάρω τα φταίει όλα, επήγε να κάμει φονικό».
Ο κόσμος όλος εσάστισε ακούοντας την ανεπάντεχη είδηση, κι ησύχασε ξάφνως· και καθένας εψιθύριζε περγελώντας τη θυγατέρα του Χαντρινού.
Μ’ αυτόν τον καβγά εδιαλύθηκε κι εκείνον το χρόνο στες Ξαχεράδες ο χορός της αποκριάς· κι ωστόσο είχε νυχτώσει· οι γυναίκες είχαν φύγει· πολλοί άντρες εμεθούσαν στ’ αργαστήρια, άλλοι ετραγουδούσαν στο φόρο· ο Μάρκος πουθενά δεν εφαινότουν· αλλά ο Πέτρος Κλάδης έμεινε ακόμα στο χορευταριό μαζί με το Δημήτρη, και του ’πε: «Πάμε σπίτι μου τώρα· θέλω να σε κεράσω απόψε».
«Όπως ορίζεις» αποκρίθηκε.
Και καθώς επήγαιναν σκίζοντας του χωριού το μεγάλο δρόμο, καλονυχτίζοντας τους ανθρώπους, ο Πέτρος εσυλλογίστηκε χαρούμενος: «Με το Μάρκο, ποτέ σου δε θα στεφανωθείς, Μαργάρω, και θα ντροπιαστείς όπως σου πρέπει» Και είπε του Δημήτρη: «Παραμόνεψέ τους, να τους ξεμασκαρέψεις».
«Ναι» αποκρίθηκε.

Ο χειμώνας είχε περάσει· και τα δέντρα εφούσκωναν από τους καινούργιους χυμούς, κι εξαναζούσαν θερμασμένα από τες αχτίδες του ανοιξιάτικου ήλιου. Στο χωριό οι δουλευτάδες εργαζόνταν τη γης, επαράδιναν μ’ ελπίδες την οψιμιά στον κόρφο της, εκλάδευαν τ’ αμπέλια, και από τον ολόμερο κάματο εξαναρχόνταν κάθε βράδυ κουρασμένοι. Στο σπίτι του Πέτρου Κλάδη δεν εμιλούσαν πλια για τον καβγά της αποκριάς, ουδέ για τη Μαργαρίτα και ο ίδιος ο Πέτρος εφαινότουν να ’χε λησμονήσει την προσβολή. Επήγαινε και κείνος κάθε μέρα με την εργατιά του στον κάμπο, κι εδούλευε τα χωράφια του. Αλλά η Μαργαρίτα εζούσε ανήσυχη. Της είχε βγει κακό όνομα από την ημέρα του χορού· οι γυναίκες την εκακομελετούσαν, ο κόσμος την εκοίταζε με υποψία. Και το καταλάβαινε· αλλά μέσα της την εθέριζε ένας πόθος αδάμαστος. Αγαπούσε μ’ όλην τη δύναμη της καρδιά της το Μάρκο κι ας ήταν φτωχός δουλευτής κι ας την εγύρευαν όλοι οι καλοστεκάμενοι του χωριού· κι ας αρνιούνταν οι γονέοι της να της τον δώσουν. Συχνά τον έβλεπε και συχνά έκλαιε μαζί του.
Ένα βράδυ, ήταν προς τες ημέρες του Βαγγελισμού, ανέβαινε στο χωριό με τα ζα της· τον αντάμωσε κι άχνισε· κι ο Μάρκος περνώντας σιμά της της είπε σιγαλά: - «Απόψε στο καλύβι σου».
Δεν αποκρίθηκε κι αναστέναξε βαθιά, τραβώντας στο πρόσωπο τη μπόλια της από ντροπή· τα μάτια της ογράθηκαν και τα μάγουλά της εκοκκίνισαν, όπως οι άκρες των βουνών που τες εφώτιζε τώρα ο καθούμενος ήλιος. Επήγαινε βιαστική και ζαλισμένη· και πάνου σε κάθε δέντρο τα πουλιά ευτυχισμένα ετραγουδούσαν χαράς αρμονίες, ετραγουδούσαν πάντα καινούριους έρωτες και στη γης το χορτάρι εκυμάτιζε από την ανοιξιάτικην αύρα που ερειπιζότουν από τα ψηλά του ουράνιου θόλου κι οι καθούμενος δίσκος του ήλιου επερίχυνε γύρω γύρω χρυσοκόκκινο φως παρέτοιμος να βουτήσει στο χρυσωμένο πέλαγο. Κι ήταν η φύση γιομάτη λιγούρα έτοιμη να παραδοθεί στην ανάπαψη, στ’ άγνωρα της νύχτας μυστήρια.
Η Μαργαρίτα επήγαινε· κι ωρολογιότουν απελπισμένη τι έμελλε να προέλθει από την γκαρδιωμένην αγάπη, που ’χε αθέλητα γεννηθεί στην καρδιά της και που τόσο τρανά είχε ριζοβολήσει μέσα της· με πίκρα εστοχαζότουν τους περασμένους καιρούς, τη χαμένην ησυχία της, τη χαμένη παρθενική αγνότη της ψυχής της. Και ταραγμένη από το κάλεσμα του αντρός που ’χε κάμει σκλάβους του το λογισμό της και την καρδιά της, διαβαίνοντας από τα σύσκοτα μονοπάτια, εσκιαζότουν. Εσκιαζότουν τον κόσμο όλο, γιατί υπόψιαζε πως όλοι κακόγνωμα την παραμόνευαν, πως όλοι, ποιος λίγο ποιος πολύ, εγνώριζαν το κατηγορημένο γκάρδιωμά της· εφοβούτουν, στη σκοτούρα της, και τα ίδια τα δέντρα και τες άψυχες πέτρες, γιατί, στην αψιωμένη φαντασία της, όλα είχαν τη μπόρεση ν’ αποχτήσουν της λαλιάς τη χάρη, για να μαρτυρήσουν το κατάκαρδο πάθος της, το γλυκό τυράγνιο της ψυχής της, που οι άνθρωποι το ’βλεπαν ανάντελο και ντροπερνό. Αθέλητα έφερε τα χέρια στες ακουές της· τα μικρά πετούμενα εκελαδούσαν πάντα απάνου στα δέντρα και τα εφαινόνταν πως από τες μελανές πρασινάδες εκατηγορύσαν και κείνα τον απαγορεμένον πόθο της.

Τη νύχτα αληθινά ο Μάρκος την επρόσμενε στην κατοικιά της. Δεν ήταν μακριά από το χωριό, σε μία κατάφυτη ράχη. Αυτή εφανίστηκε σε λίγο φοβισμένη από το κίνημά της. Στο σκοτάδι αφού τον εγνώρισε, για πολλή ώρα δεν του μίλησε, κι ούτε εκείνος ετολμούσε να της κρίνει. Τρογύρου ήταν ησυχία απέραντη, μόνο η φωνή των νυχτοπουλιών, που εκρυφόκρωζαν στη μακρότη, ακουότουν, άνεμος δε φυσούσε. Κι επαραδοθήκαν οι αγαπημένοι ολόψυχα, με την ορμή της νιότης, στην αγάπη τους κι έφευγαν με γληγοράδα οι σκοτεινές ώρες της νυχτός. Αργά, αργά, είδαν από τες χαραμάδες του πλοκού, που επερίκλουνε το καλύβι, να βγαίνει το χαλασμένο μισοφέγγαρο, κι ανανοηθήκαν με λύπη πως το ερωτικό τους οληνύχτιο έπρεπε να λάβει τέλος. Τότες ο Μάρκος της είπε με φωνή χαμηλή: - «Αγάπη μου, έφυγε κιόλας η νύχτα· πότε θ’ ανταμωθούμε πάλι;»
Αναστέναξαν κι οι δυο τους· αλλά η Μαργαρίτα δεν αποκρίθηκε· αυτός ξακολούθησε· - «Πάμε σπίτι μου καλύτερα, αμέσως σε στεφανώνω».
«Το κάνω γι’ αγάπη σου κι αυτό» απολογήθηκε δακρύζοντας «για σένα επάτησα τα πάντα· μα όχι απόψε· αύριο, να φέρω και τα ρούχα μου τουλάχιστο».
Το φεγγάρι είχε σηκωθεί καμπόσο, κι ακούστηκε τ’ αηδόνι να ψάλλει την αρμονικότατη μελωδία του. Αθέλητα την αφοκραστήκαν κι οι δυο τους με συγκίνηση· πόσο ήταν γλυκιά· απλή πρώτα πρώτα και λίγο λίγο ψιλότερη και στολισμένη· συργουλιστά υμνούσε τ’ ανοιξιάτικο τραγούδι του την ανάσταση της φύσης, τον πόθο που εφώλιαζε σ’ όλα τα πλάσματα, την επιθυμιά της δημιουργίας· κι ετρίλιζε κι εγουργουλούσε κι επαραπονιότουν· και οι αχοί που ανάδινε το μικρό λαρύγγι τούς εσάλευαν τα σπλάχνα, τούς έκαναν να λησμονούν το κορμί τους. Σε λίγο και τ’ άλλα πουλιά εβαλθήκαν να ψάλλουν· το χάραμα ερχότουν και οι αγαπημένοι εσηκωθήκαν να φύγουν.
Μα ένα γέλιο ακούστηκε όξω, γέλιο άσκημο και σαρκαστικό, που τους επάγωσε το αίμα στις φλέβες. Η Μαργαρίτα εκρούστηκε από το φόβο· ο Μάρκος ζαλισμένος της είπε: - «Πάμε σπίτι μου, Μαργαρίτα, αν μπορούμε, μας εκατάλαβαν». Και την έπιασε από το χέρι πηγαίνοντας προς του καλυβιού την μπασιά.
Στο φράχτωμα ο πλοκός ετρίβαζε σαν ένας να τον εχαλούσε· και μία φωνή τούς εφώναξε απ’ όξω σιμά τους πολύ: - «Εύγε σας, εύγε σας».
Ο Μάρκος εγνώρισε τη φωνή· ήταν του Δημήτρη· κι ετοιμάστηκε να παλέψει και να υπερασπίσει τη Μαργαρίτα. Μα στον ίδιο καιρό από την τρύπα, που γλήγορα είχε ανοίξει στο φράχτη, ξάγναντα στην πόρτα, ένας άντρας κρατώντας ένα φανάρι εφανερώθηκε· ήταν ο πατέρας της Μαργαρίτας.  Εστάθηκε μία στιγμή αμίλητος, με ορθάνοιχτα μάτια, κίτρινος από τη χολή κι από την ντροπή του, ποθώντας σκληρή τιμωρία. «Καταραμένοι, καταραμένοι!» τους είπε βραχνά.
Η θυγατέρα του έβγαλε ψιλή φωνή· αλλά ο Μάρκος ωστόσο είχε ανοίξει την πόρτα, την άδραξε από τη μέση, και μαζί της εβάλθηκε να τρέχει μέσα στον ελαιώνα, που ολοένα αχνοφωτιζότουν. Κι ο γέροντας από το καλύβι τους εκαταριότουν, ήθελε να τους κυνηγήσει. Κι ακούστηκε οπίσω η φωνή του Δημήτρη, που έλεγε εγδικητικά: - «Εντροπιαστήκατε».

Την αυγή το χωριό όλο άκουσε σαστισμένο τι είχε συνέβει τη νύχτα· και σ’ όλα τα σπίτια και τα μαγαζιά εβουρδούλισαν τη θυγατέρα του Χαντρινού. Ενωρίς επήρε ο ίδιος ο Δημήτρης την είδηση στον Πέτρο Κλάδη, που ακούοντας τον εκοίταξε κατάματα μη πιστεύοντας στην αρχή, πως τόσο γλήγορα είχε σημάνει η ώρα της πλερωμής. Μία στιγμή έμεινε σκεφτικός κι εχαμογέλασε δαιμονικά. Έπειτα έκραξε τες γυναίκες του, που ετοιμαζόνταν με τα ζα να κατεβούν στον κάμπο, έκαμε το Δημήτρη να διηγηθεί άλλη μία φορά τα πάντα χωρίς να κρούβει τη χαρά του, και στο ύστερο επρόστεσε: - «Έπαθε, ό,τι της έπρεπε. Αλλά στεφάνι ποτέ της δε θα γνωρίσει. Θα ζήσει για πάντα στην αμαρτία. Ο Σπύρος ο Στράτης το ξέρει και μου το ’πε· τους εβάφτισε ένας νούνος· και θα το μολοήσει, γιατί είναι χριστιανός καλός και φοβάται τον αφορεσμό της εκκλησίας».

Κρασάδες, Νοέμβρης 1904

--------------------------------------------------------------------------------
[1] φρόκαλο =  σκουπίδι
[2] αλφαδιάζω, σταθμίζω.

[3] ζητώ, θέλω

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ

ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ, δύο καταστάσεις που πάντοτε απασχολούσαν τους ανθρώπους όλων των ηλικιών και κυρίως τους εφήβους. Η εμπεριστατωμένη επιφυλλίδα της κας Βογιατζή ίσως δώσει απαντήσεις στις ερωτήσεις των μαθητών μας αλλά και σε μας τους ίδιους.


Tον έρωτα τον ξέρουμε σαν τον φτερωτό μικρό θεό που σημαδεύει με τα βέλη του δύο ανυποψίαστους ανθρώπους και τους κάνει έτσι να μαγεύονται όταν βλέπουν ο ένας τον άλλον. Tον δεχόμαστε και σαν κάτι πιο διστακτικό, που αρχίζει σαν παιχνίδι, σαν αναγνωριστικά βήματα χορού αλλά με σαφή πάντα στόχο: την κατάκτηση, το ζευγάρωμα. Δυσκολευόμαστε, όμως, να φανταστούμε τον έρωτα σαν κάτι που προκύπτει ύστερα από βαθιά γνωριμία, από μια φιλία. Σίγουρα ο έρωτας και η φιλία είναι δύο διαφορετικά συναισθήματα, αλλά δεν μπορεί ποτέ το ένα να φέρει το άλλο;


H εξιδανίκευση της φιλίας

H φιλία είναι ένα συναίσθημα, ένα είδος σχέσης μυθοποιημένο όσο και ο έρωτας, αν και με διαφορετικό τρόπο. Όταν θέλουμε να τονίσουμε πόσο βαθιά και δυνατή είναι η φιλία που έχουμε με κάποιον, τότε την ονομάζουμε αδερφική. H φιλία πρέπει να είναι αγνή, αφοσιωμένη και να μην κλονίζεται από άλλα, κάθε είδους «εφήμερα» συναισθήματα, όπως ο έρωτας, η ζήλια, ο ανταγωνισμός. Aυτή είναι όμως μια ιδανική μορφή φιλίας, που μπορεί να υπάρχει στους μύθους και στα παραμύθια, αλλά είναι πολύ ρομαντική και ελάχιστα ανθρώπινη. Tέτοιου είδους εξιδανικεύσεις είναι ωραίες για να δίνουν τροφή στη φαντασία μας, αλλά δεν αποδίδουν με κανέναν τρόπο τα πραγματικά ανθρώπινα συναισθήματα. Όπως κάθε σχέση μεταξύ ανθρώπων, έτσι και η φιλία γεννιέται, τρέφεται και αναπτύσσεται μέσα από πάρα πολλά, σύνθετα και αντιφατικά συναισθήματα. Aγάπη, μίσος, οργή, τρυφερότητα, ζήλια, κτητικότητα, εμπιστοσύνη, ανταγωνισμός, συντροφικότητα, αμφιβολία, απογοήτευση, όλα αυτά υπάρχουν, λιγότερο ή περισσότερο έντονα και επιδρούν πάνω στη σχέση. Kαι η ερωτική έλξη δεν είναι κάτι ανύπαρκτο σε μια φιλία, ακόμα και μεταξύ ομοφύλων. H σαγήνη που μπορεί να ασκεί ένας άνθρωπος επάνω μας, ώστε να αρχίσουμε να συνδεόμαστε φιλικά με αυτόν ή ο ενθουσιασμός που κατά περιόδους αισθανόμαστε για στενούς μας φίλους, έχουν πολλά κοινά με τη σαγήνη και τον ενθουσιασμό του έρωτα, σε μια σχέση όμως που για άλλους λόγους δεν μπορεί να είναι ερωτική.

H μυθοποίηση του έρωτα

O έρωτας είναι το αγαπημένο μας παραμύθι. Aν ήταν στο χέρι μας, θα προσπαθούσαμε να το κρατήσουμε ανέπαφο, ουράνιο, μακριά από κάθε ανθρώπινη πραγματικότητα. Mε τον ίδιο τρόπο που θέλουμε να πιστεύουμε στην αγνότητα της φιλίας, μας αρέσει να πιστεύουμε στο μυστήριο του έρωτα, σε αυτό που κάνει τον έρωτα κάτι μαγικό, μοναδικό. Ίσως είναι αυτός ο λόγος που δυσκολευόμαστε να φανταστούμε έναν έρωτα να γεννιέται από μια φιλία. H ιδέα ότι δύο φίλοι γνωρίζονται μεταξύ τους αρκετά καλά, ότι ξέρουν ίσως ο ένας «τα στραβά» του άλλου, μοιάζει να καταρρίπτει την ιδέα του ερωτικού μυστηρίου, αυτής της σκοτεινής, ανεξιχνίαστης πλευράς του έρωτα που τόσο μας γοητεύει. Ξεχνάμε όμως κάτι σημαντικό. Ότι αυτό το μυστήριο του έρωτα το φτιάχνουμε εμείς. Όλα αυτά που μας γοητεύουν στον άνθρωπο που ερωτευόμαστε είναι δημιουργήματα αποκλειστικά δικά μας. Eμείς τα φτιάχνουμε κι εμείς τα καταστρέφουμε όταν χαθεί η σαγήνη. Έτσι, αν και μπορεί να είναι πιο δύσκολο να μας σαγηνεύσει ένα πρόσωπο που γνωρίζουμε ήδη αρκετά, παρ’ όλα αυτά, μπορεί κάλλιστα, αν παραδεχτούμε την ύπαρξη ερωτικής έλξης, να αρχίσουμε να φτιάχνουμε ένα μυστήριο γύρω από αυτόν που ως τότε πιστεύαμε ότι ξέρουμε, να τον δούμε ξαφνικά «με άλλα μάτια» και να τον ερωτευθούμε.

Όταν μια φιλία γίνεται έρωτας

Όσο όμως κι αν θεωρητικά όλα μπορούν να συμβούν στις ανθρώπινες σχέσεις, αυτό δεν μετριάζει απαραίτητα την έκπληξη, την σύγχυση, την αμηχανία, ακόμα και το φόβο που μπορεί να νιώσει κανείς όταν καταλάβει ότι αρχίζει να ερωτεύεται τον άνθρωπο που ως τότε θεωρούσε φίλο του. Σκέψεις όπως «Mα, τόσο πεινασμένος είμαι, που νιώθω ερωτικά ακόμα και γι’ αυτήν;», «Mήπως τόσον καιρό κορόιδευα κι αυτόν κι εμένα κάνοντας τη φίλη;», «Πώς θα μπορέσω ποτέ να του εξομολογηθώ αυτό που αισθάνομαι χωρίς να τον κάνω να φύγει;», «Eίναι ποτέ δυνατόν δύο άνθρωποι που ήταν φίλοι να νιώσουν πραγματικό έρωτα ο ένας για τον άλλον;», «Πώς θα αντιδράσουν όλοι οι κοινοί μας φίλοι;» είναι συνηθισμένες και μπορεί να βασανίζουν τον άνθρωπο που αισθάνεται έτσι. Aυτό είναι το πιο δύσκολο σημείο, στο οποίο διακυβεύεται όλη η σχέση. Aν η ερωτική έλξη είναι αμοιβαία και το αντιλαμβάνονται και οι δύο, τότε είναι καλό, όταν ξεπεραστεί η αρχική αμηχανία σχετικά με το «πριν» και το «τώρα», να βρουν έναν τρόπο να εκφράσουν όποιες ανησυχίες ή σκέψεις έχουν. H μετάβαση από μια σχέση που δεν έχει αποκλειστικότητα, που μπορεί να περιλάβει και άλλους, σε μια σχέση αποκλειστική, όπως είναι η ερωτική, δεν είναι πάντα εύκολη. Σίγουρα θα υπάρξουν πολλές στιγμές που ο ένας θα κοιτάει τον άλλο με δυσπιστία ή κατάπληξη, αλλά όταν έχουν εκφραστεί ανοιχτά οι ανησυχίες, μπορεί να αποτελέσουν ένα ακόμη σημείο εγγύτητας και σύνδεσης.

Πότε κινδυνεύει η φιλία

Πιο δύσκολα όμως είναι τα πράγματα όταν ο ένας νιώθει έτσι χωρίς να ξέρει ή να μπορεί να καταλάβει πώς νιώθει ο άλλος. Σε αυτή την περίπτωση, όταν η ερωτική έλξη βρει τρόπο να εκφραστεί, μπορεί να κινδυνέψει η φιλία και ενδεχομένως να διακοπεί, στην καλύτερη περίπτωση προσωρινά. Ένας ανυποψίαστος φίλος έχει κάθε δικαίωμα να σοκαριστεί, να απογοητευθεί, να θυμώσει μπροστά σε μια τέτοια αποκάλυψη. H αγάπη και ο σεβασμός για την προϋπάρχουσα φιλία πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν, ακόμη κι αν τα συναισθήματα έχουν αλλάξει. Πάντως, πέρα από τους όποιους ενδοιασμούς, ένας έρωτας που αναπτύσσεται μέσα από μια φιλική σχέση, μπορεί να κρύβει πολλά πλεονεκτήματα. Kαταρχήν, το γεγονός ότι ορισμένα συναισθήματα όπως η εκτίμηση, η συμπάθεια, η συντροφικότητα, το ενδιαφέρον, η αγάπη υπάρχουν ήδη, δημιουργεί μια σταθερή βάση για την ερωτική σχέση που αρχίζει να σχηματίζεται. H φιλία είναι κάτι που συνήθως λέμε ότι, όταν μπορεί να αναπτυχθεί με τον καιρό ανάμεσα σε ερωτικούς συντρόφους, κάνει τη σχέση πιο ενδιαφέρουσα και πιο σταθερή. Όταν δύο ερωτευμένοι συνδέονται ήδη με μια φιλία, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι υπέρ της σχέσης τους.

Oι φιλίες που τροφοδοτούν τον έρωτα

Zούμε πια σε μια εποχή που οι φιλίες μεταξύ ανθρώπων διαφορετικού φύλου είναι εύκολες, από το σχολείο μέχρι όλους σχεδόν τους επαγγελματικούς χώρους. Έτσι, άνδρες και γυναίκες συνδέονται μεταξύ τους και θεωρούν ο ένας τον άλλο φίλο, χωρίς να γνωρίζονται πολύν καιρό ή χωρίς να έχουν πολύ ξεκάθαρη εικόνα τού τι είναι αυτό που τους συνδέει. Aπό τέτοιες φιλίες, που δεν είναι βαθιές και μακροχρόνιες, δεν είναι καθόλου παράξενο να αναδυθεί ερωτική επιθυμία και τα φιλικά συναισθήματα να μπουν στο περιθώριο ή ακόμα και να λειτουργήσουν ενισχυτικά στην ανάπτυξη ερωτικής σχέσης.



ΛOYIZA BOΓΙATZH, ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ του Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ: άσεμνο ανάγνωσμα ενός ωμού σεξουαλισμού;

Η Μεγάλη Χίμαιρα, ένα μυθιστόρημα που με γοήτευσε όταν το διάβασα και με προβλημάτισε όταν μετά από χρόνια προσπάθησα να αποκωδικοποιήσω το βαθύτερο ψυχολογικό υπόβαθρο της Μαρίνας, της κεντρικής ηρωίδας. Σας το συστήνω ανεπιφύλακτα, ακόμη και να το ξαναδιαβάσετε, όπως έκανα και η ίδια είκοσι χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση. Βλέπετε το πέρασμα των χρόνων εκτός από το γεγονός ότι μας κάνει πιο συνειδητούς αναγνώστες, μάς δίνει άπειρες δυνατότητες πρόσληψης ως συνάρτηση των βιωμάτων και των εμπειριών που έχουμε αποθησαυρίσει.


Στη «Μεγάλη Χίμαιρα» (εκδόσεις «Εστία»), έργο του 1953, ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960) καταπιάνεται με τη Μαρίνα, μια νεαρή Γαλλίδα, που ερωτεύεται, παντρεύεται και ακολουθεί τον άντρα της στη Σύρα, στο πατρικό του σπίτι της Επισκοπής. Εκεί ζει κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άντρα της, κάθε ψυχική αναταραχή της έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους. Οταν έρχεται η οικονομική καταστροφή, που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στον φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου.

Η «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση, που διαδραματίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στη Σύρο, είχε χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως άσεμνη και ο δημιουργός του ως εισηγητής του ωμού σεξουαλισμού στην ελληνική λογοτεχνία.


Ολα τα στοιχεία που παραθέτει ο Καραγάτσης στη «Μεγάλη Χίμαιρα» για τη μεταπολεμική Σύρο είναι σύμφωνα με τις πηγές της εποχής Η άποψη αυτή έχει αρχίσει να εγκαταλείπεται τα τελευταία χρόνια. Γιατί, κι αν ακόμα ο συγγραφέας θεωρηθεί σεξουαλικά ελευθέριος, ποιος είναι εκείνος που θέτει όρια στη λογοτεχνία; Εξάλλου πόσο σεξουαλικά ελευθέριος ήταν ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής στον «Οιδίποδα Τύραννο». Πόσο θα σόκαρε το κοινό του 5ου π.Χ. αιώνα η έστω εν αγνοία του σχέση του Οιδίποδα με τη μητέρα του, την Ιοκάστη;

Ολα τα στοιχεία που παραθέτει τόσο απλόχερα ο Καραγάτσης για τη μεταπολεμική Σύρο είναι ταυτισμένα με τις πηγές της εποχής. Το γεγονός αυτό θέτει σε νέα τροχιά την έρευνα γύρω από τις συνθήκες συγγραφής του έργου. Θέτει, δηλαδή, το ζήτημα της επίσκεψης ή της διαμονής του Καραγάτση στη Σύρο.

Πώς αλλιώς, όμως, εξηγείται η αναφορά στη «Λέσχη Ελλάς», στη μικρότερη λέσχη που λειτουργούσε τότε στο Επισκοπείο, στον εξέχοντα ρόλο των προσφύγων, στο εμπόριο που αποτελούσε πραγματική ανάσα ζωής για τον τόπο, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό;

Πώς αλλιώς εξηγείται η «ηρεμία» με την οποία σκιαγραφεί το νησί; Και προφανώς είναι σε θέση να διαχωρίσει τον Αγιο Νικόλαο τον «Πλούσιο» στην Ερμούπολη από τον Αγιο Νικόλαο τον «Φτωχό» στην Ανω Σύρο.

Ομοίως πώς αλλιώς εξηγείται η ακρίβεια γύρω από την «ιδιαιτερότητα» του Επισκοπείου; Μας πληροφορεί ότι παρέχει διπλή θέα στους κατοίκους του, οι οποίοι μπορούν να θαυμάσουν από τη μία τη θάλασσα και από την άλλη το βουνό.

Μύθοι και παραδόσεις του νησιού

Το σπίτι των Ρεΐζηδων στο Επισκοπείο, στο συριανό «Κολωνάκι», προκύπτει από την περιγραφή ότι ήταν ένα διώροφο αρχοντικό, που προέδιδε την οικονομική επιφάνεια της εφοπλιστικής οικογένειας (βλ. Μεγάλη Χίμαιρα, σ. 61,62). Το απόσπασμα αυτό ενέπνευσε τον Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος συμπεριέλαβε στην πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συνοικισμός» (1962) ένα σχετικό ποίημα.

Το κόκκινο σπίτι, το στοιχειωμένο, καταραμένο, αιματοβαμμένο και αμαρτωλό σπίτι της διήγησης σώζεται ώς τις μέρες μας, ερειπωμένο μεν, διατηρώντας όλο του το μεγαλείο δε.

Επειδή η ονομασία «κοκκινόσπιτο» δεν υπάρχει πουθενά στο μυθιστόρημα, λέγεται ότι δόθηκε από τους Συριανούς για να δηλώσουν το γεγονός ότι βάφτηκε κόκκινο από το αίμα των Ρεΐζηδων. Ζωσμένο με θρύλους, μύθους και παραδόσεις, το αντιμετωπίζουμε ως άντρο δαιμόνιων πνευμάτων. Παλιότερα υπήρχε η εντύπωση ότι ακούγονταν τα βράδια οι λυγμοί της Ρεΐζη, οι φωνές της Μαρίνας, τα γέλια του μικρού κοριτσιού. Οι πιο προληπτικοί πιστεύουν ότι το σπίτι εξακολουθεί να έχει κακή ενέργεια, υποστηρίζοντας ότι όποιος τάραξε την ησυχία του ή τόλμησε να μετακινήσει έπιπλα και μικρότερα αντικείμενά του, βρήκε τραγικό θάνατο ή θάνατο κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. Οι πιο ρεαλιστές υποστηρίζουν ότι όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας και εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Κάτοικος του Επισκοπείου θυμάται ότι ο χώρος ήταν τόπος συνάντησης χαρτοπαιχτών και παράνομων ζευγαριών και ότι ένας κύριος με ελαφρά νοητική στέρηση -πρέπει όμως να είχε πολύ χιούμορ- διασκεδάζοντας με τον φόβο των κατοίκων, τοποθετούσε στο κεφάλι του τα βράδια μια μεγάλη κολοκύθα και παίζοντας με το φως από τα κεριά, που κρατούσε και τη σκιά, τρομοκρατούσε τους περαστικούς.

Τα δε σενάρια περί ανυπαρξίας νομίμων κληρονόμων ή περί κωλύματος πωλήσεως του σπιτιού, διατηρούν αναλλοίωτο τον θρύλο. Κατά τη γνώμη μου το σπίτι δεν είναι -προς Θεού- στοιχειωμένο, εξάλλου η περιοχή έχει πυκνοκατοικηθεί τα τελευταία χρόνια ενώ οι ίδιες υπερφυσικές κι έως ενός σημείου μακάβριες ιδιότητες απεδίδοντο και στο χείμαρρο της Λαλακιάς πριν από τη διάνοιξη του δρόμου. Την πληροφορία την οφείλω στον κύριο Μάνο Ελευθερίου, τον οποίο θερμά ευχαριστώ.

Αλλά από την άλλη πλευρά γιατί θα πρέπει να καταρρίπτουμε τους θρύλους, τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις; Δεν αποτελούν και αυτοί μέρος της ιστορίας του τόπου μας ή έως ενός σημείου δεν αντανακλούν τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία της εποχής που τους γέννησε;

Μια αμαρτωλή οικογένεια

Δεδομένης της υπάρξεως του σπιτιού, όμως, τίθεται το ερώτημα, μήπως η ιστορία που πραγματεύεται ο Καραγάτσης είναι πραγματική; Η θεωρία αυτή φαίνεται να ευσταθεί. Δεν μπορώ να φανταστώ δηλαδή ότι οι Συριανοί μετά την έκδοση του μυθιστορήματος «εφηύραν» το «κοκκινόσπιτο», ότι υπέδειξαν ένα οποιοδήποτε σπίτι στο Επισκοπείο ως τόπο κατοικίας των Ρεΐζηδων. Πιο πιθανό είναι να στήριξε ο Καραγάτσης το μυθιστόρημά του σε μια διαδεδομένη συριανή προφορική παράδοση, που σίγουρα εντυπώνεται στον ακροατή.

Οπως πληροφορήθηκα, είναι «κοινό μυστικό» στο Επισκοπείο ότι η ιστορία της «Χίμαιρας» είναι αληθινή και ότι υπάρχουν μέχρι σήμερα στο νησί οι απόγονοι της «αμαρτωλής» αυτής οικογένειας, απόγονοι που προήλθαν κατά πάσα πιθανότητα από δεύτερο γάμο του Γιάννη, του μοναδικού που επέζησε της καταστροφής. Οταν η οικογένεια βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, κατέφυγε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε ύστερα από αρκετά χρόνια ξανά στο νησί, με άλλο όνομα προκειμένου να αποτάξει από πάνω της τη «ρετσινιά». Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι ουδέποτε διεκδικήθηκε η τεράστια ακίνητη περιουσία.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

ΜΙΤΙΑ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ (ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΣ)


Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Καλοκαιρινοί ερωτικοί αποχαιρετισμοί

Από το πιο ερωτικό ποίημα ,  το ''Μονόγραμμα'' του Οδυσσέα Ελύτη


(Το Μονόγραμμα έγραψε ο  Οδυσσέας Ελύτης κατά τη διαμονή του στο Παρίσι (1969-1971). Το ποίημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά την Άνοιξη του 1971 στις Βρυξέλλες σε χειρόγραφη μορφή. Στην Ελλάδα τυπώθηκε το φθινόπωρο του 1972.)


Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;


Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς

και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.

Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»

Μια στον αέρα μια στη μουσική,

εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω

κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.

Έτσι μιλώ για ‘σένα και για ‘μένα..

Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη

ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος

από παντού, για ‘σένα

μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.

Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,

σ’ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,

πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»

Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,

πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.

Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.

Επειδή σ’ αγαπάω και σ’ αγαπάω.

Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει

τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο.

Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή που πια

δεν έχω τίποτε άλλο μες στους τέσσερις τοίχους,

το ταβάνι, το πάτωμα να φωνάζω από ‘σένα

και να με χτυπά η φωνή μου

να μυρίζω από ‘σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι.

Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο

δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς;

Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

να μιλώ για ‘σένα και για μένα.

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς;

Είμ’ εγώ, μ’ ακούς; Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;

Πού μ’ αφήνεις, που πας, μ’ ακούς;

Θα ‘ρθει μέρα, μ’ ακούς; για μας, μ’ ακούς;

Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;

Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς;

το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς;

Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε

και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς;

Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς;

δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε,

ο ίδιος, μ’ ακούς;

και κανείς δεν κατάφερε από τόσον χειμώνα

κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς;

Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς;

Μες στη μέση της θάλασσας

από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ ‘ακούς.

Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς.

Άκου, ποιος μιλάει στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;

Είμαι εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω, μ’ ακούς;

Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;

Για ‘σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς

και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να ‘ρθω.

Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον αέρα που αναπνέεις

και για ‘σένα κανείς δεν είχε ακούσει.

Μόνη να περιμένω που θα πρωτοφανείς

σαν από μια εικόνα καταστραμμένη.

Που κανείς να μην έχει δει για σένα για ‘σένα μόνο εγώ,

μπορεί, και η μουσική που διώχνω μέσα μου

αλλά αυτή γυρίζει δυνατότερη για ‘σένα,

όλα για ‘σένα, για ‘σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή.

Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση

έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί.

Να’ χει ο χρόνος όλος αθωωθεί μες σε αυτά που το πέρασμα σου αφήνει.

Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί πριν από εσένα και μαζί σου.

Πήγαινε, και ας έχω εγώ χαθεί ένα κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μέσα μια φωνή κι έναν καθρέφτη να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ.

Να σε βλέπω μισό να περνάς από μπροστά μου

και μισή να κλαίω για αυτό που χάνω, σ’ αγαπάω… Μ’ ακούς;



Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
  

  ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!!!

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Έφυγε από τη ζωή μια μαχητική παραμυθού, η Ζωρζ Σαρρή.



Ζωρζ Σαρρή: Μια μαχητική παραμυθού

Έφυγε από τη ζωή σήμερα η Ζωρζ Σαρρή. Η κηδεία της θα γίνει την Τρίτη.

Της ΟΛΓΑΣ ΣΕΛΛΑ 

Τις τελευταίες 15 μέρες έδωσε την τελευταία μάχη της ζωής της η συγγραφέας δεκάδων παιδικών βιβλίων, μεταφράστρια και ηθοποιός Ζωρζ Σαρρή. Την έχασε. Εφυγε από τη ζωή το Σάββατο 9 Ιουνίου, σε ηλικία 87 ετών. Εζησε μια ζωή γεμάτη, απρόβλεπτη, δύσκολη, γοητευτική. Και ήταν παρούσα από νωρίς σε πολλές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Στην Κατοχή πήρε μέρος στην Αντίσταση. Στη διάρκεια του Εμφυλίου, ακολούθησε το δρόμο της υπερορίας όπως πολλοί άλλοι και έφυγε για το Παρίσι. Επέστρεψε στην Ελλάδα όταν ξεκινούσε η «χαμένη άνοιξη», το 1962. Για να βιοποριστεί στράφηκε στο θέατρο, τον κινηματογράφο και τη μετάφραση. Το παιδικό βιβλίο ήρθε αργότερα, στη διάρκεια της δικτατορίας, στο φιλόξενο γραφείο της Νανάς Καλλιανέση, του «Κέδρου». «Ο θησαυρός της Βαγίας», το 1969, που ξεκίνησε σαν παιχνίδια με τα παιδιά της και τους φίλους τους, έδειξε και στην ίδια έναν άλλο δρόμο, το δρόμο του παραμυθιού, μέσα από τον οποίον πολύ δύσκολα πράγματα λέγονται σε μικρά παιδιά. Και τον υπηρέτησε με αφοσίωση, αγάπη και όραμα τον δρόμο του παιδικού βιβλίου η Ζωρζ Σαρρή.

 Από τότε και μέχρι σήμερα έχει γράψει έχει γράψει μυθιστορήματα για παιδιά και εφήβους, νουβέλες, θεατρικά παιδικά έργα και ιστορίες για μικρά παιδιά. Επίσης υπέγραψε δεκατέσσερις μεταφράσεις μυθιστορημάτων από τα γαλλικά. Τα βραβεία δεν άργησαν να έρθουν. Το 1994 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το βιβλίο της «Νινέτ» καθώς και από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, ο οποίος τη βράβευσε ξανά το 1999. «Η Νινέτ είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα που θα μπορούσε να το κατατάξει κανείς στο Bildungsroman (εξελικτικό μυθιστόρημα). Η τριπρόσωπη αφήγηση από τον παντογνώστη αφηγητή χαρακτηρίζεται από άνεση και εξαιρετική τεχνική. Στη Νινέτ παρακολουθούμε την εξελικτική πορεία της ηρωίδας από τη γέννησή της στην Κωνσταντινούπολη ως το γάμο της στα είκοσί της χρόνια στην Αθήνα αφού έχει περάσει μέρος της ζωής της στην Οδησσό, στο Παρίσι, στον Σαιν Λούι της Σενεγάλης.

Καίρια ιστορικά γεγονότα (Οκτωβριανή Επανάσταση, Μικρασιατική Καταστροφή, Δικτατορία Μεταξά) πλαισιώνουν την αφήγηση στο σαγηνευτικό ταξίδι στο χρόνο χωρίς να καθορίζουν αποφασιστικά την εξέλιξη και κλιμάκωση του μύθου…

Η Νινέτ δεν αποτελεί μόνον την κορύφωση της μακράς συγγραφικής πορείας της Ζωρζ Σαρή, η οποία εδώ και 25 χρόνια θέλγει τους νεαρούς αναγνώστες με εξαίρετα και καινοτόμα δείγματα αισθητικά καταξιωμένης παιδικής λογοτεχνίας, αλλά είναι και ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας» έγραφε για το βιβλίο η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας, Αντα Κατσίκη-Γκίβαλου. Το 1988 προτάθηκε για το βραβείο Χ.Κ. Άντερσεν. «Με τα έργα της αποτέλεσε μια από τους πρώτους συγγραφείς που οδήγησαν στην απομάκρυνση της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας από τα πρότυπα του 19ου αιώνα, στα οποία κυριαρχούσε το προστατευτικό ύφος, ο ηθικοπλαστικός διδακτισμός και η προβολή ενός ιδεατού κόσμου. Η Ζωρζ Σαρή αντιμετώπισε το παιδί ως αυτόνομο άτομο με δική του προσωπικότητα και προέβαλε ήρωες ρεαλιστικούς.
Παράλληλα άρχισε να εισάγει πολιτικά και ιστορικά θέματα σε βιβλία για παιδιά, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η πολιτική σκέψη να μην αποτελεί πια προνόμιο μόνο των ενηλίκων», έγραψε η κριτική.

Σήμερα όλα της τα βιβλία, που εξακολουθούν να επανεκδίδονται και να μεγαλώνουν και τις νεότερες γενιές, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Πατάκης».
Καμπή στη ζωή της ήταν το 2007, όταν έχασε την κόρη της, επίσης συγγραφέα παιδικών βιβλίων, Μελίνα Καρακώστα. Δεν άντεξε. Η κηδεία της Ζωρζ Σαρρή θα γίνει την ερχόμενη Τρίτη, στις 11 το πρωί, από το Α Νεκροταφείο.
www.kathimerini.gr

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

ΔΙΑΚΥΒΕΥΩ>ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ

 Καθώς τον τελευταίο καιρό στροβιλιζόμαστε στη δίνη της εκλογολογίας και συνεχώς γινόμαστε αυτήκοοι μάρτυρες λέξεων που σπανίως εντάσσουμε στο λεξιλόγιό μας, είναι καλό να γνωρίζουμε την πραγματική τους σημασία, ''το έτυμον'', ώστε να μπορούμε να καταλάβουμε τη λειτουργία τους μέσα στα ευρύτερα συμφραζόμενά τους, αλλά και για να μην πέφτουμε θύματα μιας τεχνηέντως επιχειρούμενης παραπληροφόρησης. Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει και η γνώση, ως γνωστόν, είναι δύναμη!


ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ

Σύνθετη λέξη από την πρόθεση διά και το αρχαιοελληνικό ρήμα κυβεύω. Όταν κάτι διακυβεύεται, τίθεται σε κίνδυνο, παίζεται η τύχη του. Για παράδειγμα, «Στις επερχόμενες εθνικές εκλογές, αυτό που ουσιαστικά διακυβεύεται είναι η διατήρηση της χώρας στη ζώνη του ευρώ» ή, με άλλα λόγια, «η διατήρηση της χώρας στη ζώνη του ευρώ είναι το πραγματικό διακύβευμα των επερχόμενων εθνικών εκλογών», το ζήτημα του οποίου η τύχη θα κριθεί από το αποτέλεσμα των εκλογών.
Το ρήμα διακυβεύω/ομαι και το ουσιαστικό διακύβευμα ανήκουν στο λεξιλόγιο της νεοελληνικής γλώσσας. Η σημασία τους όμως, όπως δείχνει η ετυμολογία τους, έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Κυβεύω λοιπόν σημαίνει στην αρχαιοελληνική παίζω κύβους, δηλαδή ζάρια! Επρόκειτο για αγαπημένο παιχνίδι των προγόνων μας, όπως προκύπτει από πλήθος αναφορών και εικονογραφήσεων, όπως εκείνη στον αμφορέα που βρίσκεται στο Μουσείο του Βατικανού, όπου απεικονίζονται να παίζουν κύβους ο Αχιλλέας με τον Αίαντα σε μια ανάπαυλα του Τρωικού Πολέμου, ενώ η επιγραφή αναφέρει τις επιδόσεις των παικτών: «Τέσσερα Αχίλλειος, τρία Αίαντος».

Γνωστή, φυσικά, ήταν από τότε και η μεταφορική σημασία της κυβείας, του παιχνιδιού των ζαριών δηλαδή. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι μάλιστα χρησιμοποιούσαν τις στερεότυπες εκφράσεις αναρρίπτω κίνδυνον ή αναρρίπτω τον κύβον με τη σημασία που έχει η σύγχρονη έκφραση παίρνω το ρίσκο.
Πας ανερρίφθω κύβος (ο κύβος ερρίφθη)

Αναμφισβήτητα, μία από τις πλέον διάσημες ρήσεις της Ιστορίας αποτυπώθηκε στην παραπάνω, παροιμιώδη ρήση του Ιουλίου Καίσαρα. Όπως αναφέρουν ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος (77 μ.Χ.) και ο Πλούταρχος (2ος αι. μ.Χ.), ο Ιούλιος Καίσαρας είπε τη φράση αυτή όταν, κατά την επιστροφή του από τη Γαλατία, αποφάσισε στις 10 Ιανουαρίου του 49 π.Χ. να διαβεί τον ποταμό Ρουβίκωνα, όριο τότε του ρωμαϊκού κράτους. Από εκεί πορεύτηκε προς τη Ρώμη, όπου συγκρούστηκε με τη Σύγκλητο, γεγονός που τον κατέστησε αυτοκράτορα, δηλαδή μοναδικό και απόλυτο κυρίαρχο του ρωμαϊκού κράτους.
Η φράση ειπώθηκε στα ελληνικά, καθώς χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Ελλάδα και καταγράφεται σε ημιστίχιο έργου του αρχαίου Έλληνα κωμωδιογράφου Μενάνδρου, που φέρει τον τίτλο: «Αρρηφόρος ή Αυλητρίς» (4ος αι. π.Χ.).

ΠΗΓΗ: S.I.

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΛΑΤΙΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2012



Αναμενόμενα, χωρίς ασάφειες και παγίδες τα θέματα των Λατινικών απευθύνονταν σε καλά προετοιμασμένους υποψηφίους που με ιδιαίτερη προσοχή και προσήλωση θα μπορέσουν να φτάσουν το άριστα!




Α1. Οι γνωστές από το βιβλίο του καθηγητή μεταφράσεις των κειμένων 28 και 32 (αποσπάσματα)

Β1 superiore, minime, pretium, scelera, tantus dolor, nulla re, earum, gratiores, cui, meliora, re, mentium, omni, cruciatu

B2 investiganto, misistis, redeunt, deduxerit, non vis, essemus, adficeris, potuisse, gererentur, administravisses, cultu, proposuissent, conformatum iri, expetivero, obiectura.

Γ1 α Noli investigare hominem
         Ne investigaveris hominem

     β.   Dum redis

     γ.   Epheso: αφαιρετική απομάκρυνσης στο rediens
          tecum: εμπρόθετος προσδ. της συνοδείας στο deduc
          nihili: γενική  κατηγ.της αξίας μέσω του est
          dolore: αφαιρετική οργανική του μέσου στο adfectus est
          cupidus: επιρρηματικό κατηγορούμενο στο ego
          gerendi: γενική αντικειμενική στο cupidus
          tot: επιθετικός προσδ. στο dimicationes
          mortis: γενική επεξηματική στο pericula
          me: αντικείμενο στο obicere

Γ2α  Δευτερεύουσα επιρρηματική συμπερασματική πρόταση. Εισάγεται με τον συμπερασματικό σύνδεσμο ut και είναι αποφατικού περιεχομένου λόγω του nihil.
Εκφέρεται με υποτακτική ενεστώτα (possit) και σύμφωνα με την ιδιομορφία του κανόνα της ακολουθιας των χρόνων δηλώνει το σύγχρονο στο παρόν(συγχρονισμός κύριας και δευτερεύουσας πρότασης). Λειτουργεί ως επιρηματικός προσδιορισμός του αποτελέσματος.

   β. cogitandis hominibus excellentibus : Προαιρετική γερουνδιακή έλξη γιατί έχουμε απρόθετη αφαιρετική γερουνδίου με αντικείμενο σε αιτιατική.

 γ.  Cicero dixit  se  eas cupidum bene gerendi et administrandi rem publicam semper sibi proponere