Στο άκουσμα του ονόματος του Καβάφη μέσα στην τάξη, διατυπώθηκαν τα πρώτα σχόλια της φημολογούμενης ερωτικής του ανορθοδοξίας. Ο Καβάφης όμως είναι ένας Ποιητής που πολιτογραφήθηκε στων Ιδεών την πόλη με διαβατήριο την ποιότητα και τη μοναδικότητα του ποιητικού έργου του! Ας μην υιοθετούμε, επομένως, ήθη και πρακτικές πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών. Το παρακάτω άρθρο μάς βοηθάει να ξεφύγουμε από τη σύγχυση και την τύρβη της λαϊκίζουσας καθημερινότητάς μας.
«Η τόλμη του Καβάφη και οι προκαταλήψεις για το έργο του»
Η εποχή που ο Κ. Π. Καβάφης κινδύνευε από τις επικρίσεις και τις λοιδορίες των πολεμίων του παρήλθε ανεπιστρεπτί και ο ποιητής έχει πολιτογραφηθεί στην εκλεκτή χορεία των δημιουργών που κινδυνεύουν μόνο από τους θαυμαστές και τους υποστηρικτές τους. Ακριβώς η ανεπιφύλακτη αποδοχή του ως μείζονος ποιητή παγιώνει στην αναγνωστική μας συνείδηση όλες τις προκαταλήψεις όσες έχουμε εκθρέψει κατά την αναστροφή μας με το έργο του: αν είχαμε λ.χ. την εντύπωση ότι ο Καβάφης είναι «τολμηρός» επειδή παρουσιάζει τον «ανορθόδοξο έρωτα» στην ποίησή του, η καθολική του αναγνώριση μας παρασύρει να πιστέψουμε ότι σωστά τον τιμούμε για την ερωτική του κυρίως «τόλμη» (η οποία κατά κανόνα συσκοτίζει την ποιητική).
Ασφαλώς είναι δύσκολο να διακριβώσουμε τα γνωρίσματα που αναγορεύουν σε μείζονα ένα ποιητή, μπορούμε όμως να εντοπίσουμε μερικά από εκείνα που είτε δεν ισχύουν διόλου είτε ισχύουν, αλλά δεν συνιστούν την ικανή συνθήκη για την αποτίμηση του ποιητή ως μείζονος. Πολλοί αναγνώστες προκρίνουν τον Καβάφη επειδή τα ποιήματά του είναι και λίγα και ολιγόστιχα. Όποιος ωστόσο θαυμάζει αυτά, ενώ αποστρέφεται την «πολυλογία» λ.χ. του Βαλαωρίτη, δεν προσλαμβάνει σωστά μήτε την άψογη λακωνικότητα του ενός μήτε τους πετυχημένους πλατειασμούς του άλλου. Και υπό τύπο ερώτησης, κατ’ αντιδιαστολή προς ποιον πολυγράφο ποιητή απολαμβάνουμε τον ολιγογράφο Καβάφη; Είτε ξέρουμε να απολαύσουμε και τον Βαλαωρίτη και τον Καβάφη είτε ξεμένουμε στην πτωχευμένη απόλαυση του ενός μόνο από τους δύο.
Η λιτότητα του ύφους
Ο Καβάφης επαινείται για τη «λιτότητα» του ύφους. Αν με τον όρο εννοούμε ότι το ποιητικό αποτέλεσμα το επιτυγχάνει με τα πιο οικονομημένα μέσα, τότε περιττολογούμε, καθώς είναι απαράβατο γνώρισμα της ποίησης να εκφέρει τον οικονομημένο λόγο: ο στίχος του Παλαμά «Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα» δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί με λιγότερα ούτε με φτωχότερα λόγια για το ίδιο ποιητικό νόημα. Αν όμως με τη «λιτότητα» εννοούμε ότι ο Καβάφης αποφεύγει τα σχήματα λόγου και τον στολισμό του ύφους, τότε δεν έχουμε προσέξει ότι η ποίησή του περιέχει και διακοσμήσεις και περιφράσεις και άλλα ρητορικά σχήματα. Παρ’ όλα αυτά, η γενική εντύπωση είναι ότι το Καβαφικό ύφος είναι λιτό ενώ του Παλαμά διακοσμημένο. Η εξήγηση βρίσκεται στο ότι ο Καβάφης δημιουργεί πάνω στους καθημερινούς τόνους ομιλίας και έτσι πολλά από τα σχήματα της ποίησής του είναι, λόγω κοινοχρησίας, αδρανή, οπότε τα προσλαμβάνουμε ως «φυσικό, λιτό λόγο» και όχι ως ρητορικά. Η εντύπωση της λιτότητας προκύπτει, εξάλλου, πάντοτε, όταν ο στίχος είναι πολύ καλός ή άψογος, ενώ την αίσθηση ορισμένου περισσεύματος ― μιας αργοπορίας στη διατύπωση ― μας τη δίνει το δίστιχο του Γ. Σεφέρη «τον άγγελο / τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια» («Μυθιστόρημα», Α´), μολονότι γράφτηκε με προγραμματική αξίωση λιτότητας. Εδώ το μπόσικο οφείλεται στη δυσκολία να συσχετίσουμε τις δύο βασικές σημασίες: ή «περιμέναμε» ή ήμασταν «προσηλωμένοι» ― οι δύο ενέργειες μαζί σπανίως συμβαίνουν.
Ορισμένοι αποδίδουν τη μεγαλοσύνη του Καβάφη στην ιστορική διάσταση της ποίησής του, μολονότι λ.χ. η Φλογέρα του Βασιλιά ή ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Κωστή Παλαμά ανατρέχουν σε ευρύτερα πεδία της ιστορίας (και του ελληνισμού). Αλλά ο Παλαμάς καλπάζει στο οριζόντιο επίπεδο, ενώ ο Καβάφης ποντίζεται στην ιστορία με τρόπο ουσιαστικό, θα αντιτείνουν. Θυμίζω ότι ο Έλιοτ χαρακτηρίζει «κατακόρυφο» τον Σαίξπηρ και «οριζόντιο» ποιητή τον Δάντη και συνεπώς οι δύο διαστάσεις είναι τουλάχιστον ισότιμες· το βάθος δεν είναι ανώτερο από την επιφάνεια. Το ότι ο Καβάφης είναι ιστορικώς εμβριθέστατος δεν πρέπει να μας παρασύρει στην άποψη πως, γι’ αυτόν τον λόγο, είναι και ανώτερος ποιητής από τον επίπεδο και πλατειαστικό Παλαμά.
Άλλοι πάλι αναγνώστες, εθισμένοι στη φιλολογία για τον Διονύσιο Σολωμό και προεξοφλώντας (ορθά, εν πολλοίς) ότι η γλώσσα είναι η βασική συνιστώσα του ποιητικού μεγαλείου, υπερτονίζουν τη λόγια προέλευση των «εκλεκτών» λέξεων της Καβαφικής ποίησης και την εντυπωσιακή, για τα φιλολογικά δεδομένα της εποχής, πρόσμειξή τους με τις λέξεις της καθομιλουμένης. Τονίζω ότι το λεξιλόγιο του Καβάφη δεν παρουσιάζει μήτε την ποσότητα μήτε το εύρος μήτε την ποικιλία ώστε να χαρακτηρισθεί μείζον (ενώ μείζον είναι το λεξιλόγιο λ.χ. του Σικελιανού). Στο ερώτημα πώς συμβαίνει να αναγορεύουμε σε μείζονα έναν ποιητή που δεν διαθέτει μείζον λεξιλόγιο, μια απάντηση είναι ότι στη θέση της λεξιλογικής ευρύτητας ο Καβάφης έταξε το μέγιστο παιχνίδι των σημασιολογικών αποχρώσεων. Στο δημοφιλές ποίημα (που έφθασε να απαγγελθεί ακόμη και στον τάφο της Τζάκι Κένεντι) ο ποιητής ομιλεί για τον «πηγαιμό στην Ιθάκη», για το «φθάσιμον εκεί», για «βγάλσιμο στο δρόμο» προς την Ιθάκη, για «άραγμα στο νησί» ― και ωστόσο από κανένα στίχο του περιώνυμου ποιήματος δεν συνάγεται ότι ο ήρωας είναι Ιθακήσιος που παλιννοστεί και όχι κάποιος που πρόκειται να ταξιδέψει, για πρώτη ίσως φορά, στην Ιθάκη.
Η ερωτική του τόλμη
Το Καβαφικό διφορούμενο μας παρασέρνει εξάλλου και στα ερωτικά ποιήματα. Στο «Θέατρον της Σιδώνος» ο «προ πάντων ευειδής» έφηβος είναι, κατά τη λαμπρή διατύπωση, «ποικίλως αρεστός» ― όπου το ομοφυλοφιλικό υπονοούμενο του επιρρήματος τονίζεται ή λανθάνει αναλόγως με την αναγνωστική μας προαίρεση. Και δεν είναι λίγα τα ποιήματα του Καβάφη που έχουν πιστωθεί στην ομοφυλοφιλική τάση χωρίς, ωστόσο, να παρέχουν αδιαμφισβήτητες ενδείξεις: ο ποιητής είναι απαράμιλλος στις σημασιολογικές αποκρύψεις, παραλλαγές και διαφοροποιήσεις. Αφού λοιπόν έχουμε εντοπίσει τη ρητή και τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία σε βαθμό υπερβολής, είναι καιρός να ανιχνεύσουμε και τη δυνητική αμφιφυλοφιλία στην ποίηση του Αλεξανδρινού, σε ποιήματα όπως το «Μέσα στα Καπηλειά»: «Το μόνο που με σώζει / σαν ομορφιά διαρκής, σαν άρωμα που επάνω / στην σάρκα μου έχει μείνει, είναι που είχα δυο χρόνια / δικό μου τον Ταμίδη, τον πιο εξαίσιο νέο, / δικό μου όχι για σπίτι ή για έπαυλη στον Νείλο». Σύμφωνοι, από το Καβαφικό περικείμενο ομιλεί άρρην για άρρενα, αλλά ποιος στίχος του συγκεκριμένου ποιήματος θα εμπόδιζε να εικάσουμε θήλυ τον αφηγητή;
Όσοι θέλουμε να απολαύσουμε την ερωτική «τόλμη» του ποιητή, αυτή υπάρχει και σε υπερθετικό κιόλας βαθμό, όχι όμως στην ομοφυλοφιλική θεματική όσο σε άλλα μοτίβα ερωτικά. Ο Γ.Π. Σαββίδης το έχει επισημάνει ότι οι στίχοι «Τα έμορφά τους πρόσωπα, τα εξαίσιά τους νειάτα, / η αισθητική αγάπη που είχαν μεταξύ τους, / δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν / απ’ τες εξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου» είναι από τους τολμηρότερους στη νεοελληνική ποίηση ― χώρια η εκφραστική τόλμη του τίτλου: «Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών». Συγκριτικά με στίχους σαν κι αυτούς, η θρυλούμενη ομοφυλοφιλική τόλμη του Καβάφη μοιάζει κοινότοπη σύμβαση.
Αν έχουμε προκρίνει τον Καβάφη για τη «φιλοσοφική» διάσταση της ποίησής του, θα ήταν προτιμότερο να ικανοποιήσουμε τη φιλοσοφική μας όρεξη προστρέχοντας στη Ζωή Καρέλλη ή στον Τάκη Παπατσώνη (δεν διαθέτει η γραμματεία μας πολλούς του είδους), καθώς ο «φιλοσοφικός Καβάφης» πραγματεύεται με θυμόσοφη διάθεση κάποια ψήγματα και όχι μια φιλοσοφία καθεαυτήν. «Φιλοσοφικός» ποιητής είναι ο Δάντης ή ο Τ. Σ. Έλιοτ και «σοφός» ποιητής είναι ο Γκαίτε, εφόσον αποδώσουμε στους όρους το βάρος του περιεχομένου τους. Ο Αλεξανδρινός αρθρώνει τα ποιήματά του με αντιθέσεις λογικές, ρητές («Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης») ή εννοούμενες («Ηδονή») και νοήματα πάντοτε απλά. Σύνθετη ωστόσο, διαλεκτική δηλαδή και ειρωνική, είναι η εκφορά των νοημάτων. Στην ιδεολογικά φορτισμένη δεκαετία του 1970 είχα συζητήσει μια φορά με τον καθηγητή Κώστα Βεργόπουλο για τον Καβάφη, οπότε μου έδωσε ένα χαρακτηρισμό που εκείνος δεν θα τον θυμάται: ο ποιητής Καβάφης είναι μαχητής. Τούτο είναι διαφωτιστικό και δεν αφορά μόνο τα εμφανώς μαχητικά ποιήματα όπως το περίφημο «Στα 200 π.Χ.»: ακόμη και στο πολύ γνωστό ποίημα «Η πόλις» ο ποιητής μάχεται την αυταπάτη ότι αρκεί να φύγεις σε άλλη πόλη για να σωθείς από τα «ερείπια της ζωής» που σε πλακώνουν στον τόπο της διαμονής σου. «Φιλοσοφική» επομένως δεν είναι η καβαφική ποίηση, είναι όμως μαχητική: ειρωνική και ρητορική.
Αναπόφευκτες συγκρίσεις
Αξιοπρόσεκτη είναι μια παλαιότερη επιφύλαξη ενός από τους πιο αφοσιωμένους αναγνώστες του Αλεξανδρινού, του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, που διαπιστώνει ότι στον Καβάφη δεν συναντούμε την έλλαμψη της ποιητικής μεγαλοφυΐας: «Μέσα από το έργο του Καβάφη περνά αυτό που λέμε “ρίγος της μεγαλοφυΐας”, αυτό το τρομερό ρίγος που το αισθανόμαστε και σε πολύ κατώτερους σε ολοκλήρωση έργου ποιητές και που διατρυπά ξάφνου τον αναγνώστη σαν ξίφος και τον καθηλώνει ― ή απλώς το κυριαρχικό αίσθημα που νιώθουμε διαβάζοντας τους στίχους του είναι ο θαυμασμός για την άρτια, καίρια και αμίμητη εκφραστική ή μια άκρως λεπτή έως έντονα οδυνηρή συγκίνηση διανοητικού τύπου που μόλις ψαύει τα κράσπεδα της καρδιάς;» (Υπέρ και Κατά. Σημειώσεις Κριτικής, σελ. 76). Τέτοιο ρίγος συναντούμε, κατά τον Αναγνωστάκη, στους στίχους του Κάλβου, του Μαγιακόβσκι, του Ρεμπό. Παραθέτω στίχο με την καθήλωση που νομίζω ότι αναζητεί ο Αναγνωστάκης: «Η σάρκα είναι γεμάτη θλίψη, αλίμονο! Και διάβασα όλα τα βιβλία» (Μαλαρμέ, μετ. Αλ. Ζήρας). Το Μαλαρμεϊκό ρίγος προκύπτει εδώ από την ιδέα και όχι από τις λέξεις του στίχου (ανεξάρτητα από όσα υποστηρίζει ο μέγας Γάλλος για την αξία των λέξεων στην ποίηση). Ο Καβάφης στράτευσε ωστόσο την ιδιοφυΐα του στον τρόπο της ποιητικής διαπραγμάτευσης αφενός (δραματική δομή) και προπαντός στις έξοχες λεκτικές συνάψεις («θεωρία και μελέτη», «στα μπάνια, και στην παραλία», «προσκυνητά, πάνσεπτα δώματα»). Η λεκτική ιδιοφυΐα του Καβάφη δεν κεραυνοβολεί άνωθεν, όπως του Μαγιακόβσκι, παρά έχει μια λάμψη εγκόσμιας ρητορικής (με την καλύτερη σημασία του όρου: «Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάη»). Οι λεκτικές συνάψεις παρέχουν το έδαφος για να χαρούμε την ιδιοφυΐα του· σ’ αυτόν τον τομέα ο Αλεξανδρινός υπερτερεί και θα υπερτερεί.
Στους κινηματογραφικούς κύκλους κυκλοφορεί η άποψη ότι «αν η ζωή σου δεν αξίζει να γυριστεί ταινία, σημαίνει πως μάταια έζησες». Κατά τους δικούς μου υπολογισμούς, όταν η ζωή ενός ανθρώπου εμπνέει πολύ για να γυριστεί σε ταινία, σημαίνει ότι δεν ήταν δική του παρά αλλότρια και υποχείρια στις περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, η «τακτοποιημένη και πεζή» ζωή του Καβάφη «τέτοια θεαματικά και φοβερά», που να ικανοποιούν την επιθυμία μας για μυθοποίηση του βίου, «δεν έχει» ― και όσα είχε δεν ξεπερνούν τις κοινές φουρτούνες της συνήθους υπαλληλικής ζωής. Μάταια λοιπόν θα γυρεύαμε τη μεγαλοσύνη του Καβάφη στη βιογραφία του· το εξαιρετικό στην περίπτωση, έγκειται ακριβώς στο ότι δεν υπάρχουν καταπληκτικά γεγονότα ζωής που να προαλείφουν τη μεγαλοσύνη της ποίησής του. Το μόνο μεγαλείο ζωής που κέκτηται ο Καβάφης, εκείνο που υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο, ήταν η συνταρακτική υποταγή της ζωής στην «ποιητική εργασία» του επί 30 και πλέον συναπτά έτη. Όποιος δεν το βλέπει αυτό και προσπαθεί να βρει μια μυστικοπαθή εξήγηση του Καβαφικού μεγαλείου, ρέπει στα θαύματα επειδή, πράγματι, είναι οδυνηρό να παραδεχθούμε ότι ένας απλός γραφέας με κοινές εμπειρίες ζωής, που σχεδόν ποτέ δεν μετακινήθηκε από τη θέση και την πόλη του, κατόρθωσε να γράψει υψηλή ποίηση, τη στιγμή που εμείς οι άλλοι διασχίσαμε ωκεανούς υδάτων και εμπειριών. ― Μα πότε παρατηρείτε τη ζωή, μετρ, με τόσες ώρες και τόσα πολλά που γράφετε; είχαν ρωτήσει τον Μπαλζάκ. ― Α, δεν ευκαιρώ να παρατηρώ. Εγώ γράφω! απάντησε ο Γάλλος μυθιστοριογράφος.
Καταλαβαίνουμε καλύτερα τον Καβάφη συγκριτικά: όταν ακούμε από την άλλη όχθη τον Παλαμά να πασχίζει να εμψυχώσει τον ξεπερασμένο (από την κοινωνική εξέλιξη) ρόλο του βάρδου, υψωνόμενος όσο μπορούσε πάνω από τις βιοτικές περιστάσεις και τραγουδώντας μόνο με τη γλώσσα της παράδοσης, όσο αυτή μπορούσε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Και τον Καβάφη να αντλεί υλικό έξω από την ποιητική γλώσσα και να είναι (μαζί με τον Καρυωτάκη, που άντεξε «ως τα μισά») όχι ο υψιπέτης ταγός, παρά ο γειωμένος (συχνά και «σαν νεκρός θαμμένος») μισθωτός που δουλεύει με τους τόνους της υπαλληλικής και της αγοραίας γλώσσας, αναχωνεύοντας εκεί μέσα την εμπειρία της «τακτοποιημένης και πεζής» ζωής του (με τα «ινδάλματα της ηδονής» της). Χωρίς την κατ’ αντιδιαστολήν «αφόρητη πολυτομία» του Παλαμά, θα διαμορφωνόταν ένας Καβάφης διαφορετικός από αυτόν που έχουμε.
Και συνοψίζοντας, ο Καβάφης είναι πολύ μεγάλος ποιητής για να χωρέσει στις προκαταλήψεις που δικαιολογημένα έχουμε διαμορφώσει όσοι αναγνώστες αναστρεφόμαστε πολλά χρόνια με το έργο του: εμείς επιζητούμε τη γρηγορότερη, ετικεταρισμένη απόλαυση. Και εξάλλου οι προκαταλήψεις μας είναι, μερικές φορές, γόνιμες και ενδιαφέρουσες.
Mίμης Σουλιώτης
Tο Bήμα/Nέες Eποχές, 19 Mαρτίου 2000 και Σκόρπια. Mελετήματα, άρθρα και ποικίλα, Tυπωθήτω, 2000
«Η τόλμη του Καβάφη και οι προκαταλήψεις για το έργο του»
Η εποχή που ο Κ. Π. Καβάφης κινδύνευε από τις επικρίσεις και τις λοιδορίες των πολεμίων του παρήλθε ανεπιστρεπτί και ο ποιητής έχει πολιτογραφηθεί στην εκλεκτή χορεία των δημιουργών που κινδυνεύουν μόνο από τους θαυμαστές και τους υποστηρικτές τους. Ακριβώς η ανεπιφύλακτη αποδοχή του ως μείζονος ποιητή παγιώνει στην αναγνωστική μας συνείδηση όλες τις προκαταλήψεις όσες έχουμε εκθρέψει κατά την αναστροφή μας με το έργο του: αν είχαμε λ.χ. την εντύπωση ότι ο Καβάφης είναι «τολμηρός» επειδή παρουσιάζει τον «ανορθόδοξο έρωτα» στην ποίησή του, η καθολική του αναγνώριση μας παρασύρει να πιστέψουμε ότι σωστά τον τιμούμε για την ερωτική του κυρίως «τόλμη» (η οποία κατά κανόνα συσκοτίζει την ποιητική).
Ασφαλώς είναι δύσκολο να διακριβώσουμε τα γνωρίσματα που αναγορεύουν σε μείζονα ένα ποιητή, μπορούμε όμως να εντοπίσουμε μερικά από εκείνα που είτε δεν ισχύουν διόλου είτε ισχύουν, αλλά δεν συνιστούν την ικανή συνθήκη για την αποτίμηση του ποιητή ως μείζονος. Πολλοί αναγνώστες προκρίνουν τον Καβάφη επειδή τα ποιήματά του είναι και λίγα και ολιγόστιχα. Όποιος ωστόσο θαυμάζει αυτά, ενώ αποστρέφεται την «πολυλογία» λ.χ. του Βαλαωρίτη, δεν προσλαμβάνει σωστά μήτε την άψογη λακωνικότητα του ενός μήτε τους πετυχημένους πλατειασμούς του άλλου. Και υπό τύπο ερώτησης, κατ’ αντιδιαστολή προς ποιον πολυγράφο ποιητή απολαμβάνουμε τον ολιγογράφο Καβάφη; Είτε ξέρουμε να απολαύσουμε και τον Βαλαωρίτη και τον Καβάφη είτε ξεμένουμε στην πτωχευμένη απόλαυση του ενός μόνο από τους δύο.
Η λιτότητα του ύφους
Ο Καβάφης επαινείται για τη «λιτότητα» του ύφους. Αν με τον όρο εννοούμε ότι το ποιητικό αποτέλεσμα το επιτυγχάνει με τα πιο οικονομημένα μέσα, τότε περιττολογούμε, καθώς είναι απαράβατο γνώρισμα της ποίησης να εκφέρει τον οικονομημένο λόγο: ο στίχος του Παλαμά «Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα» δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί με λιγότερα ούτε με φτωχότερα λόγια για το ίδιο ποιητικό νόημα. Αν όμως με τη «λιτότητα» εννοούμε ότι ο Καβάφης αποφεύγει τα σχήματα λόγου και τον στολισμό του ύφους, τότε δεν έχουμε προσέξει ότι η ποίησή του περιέχει και διακοσμήσεις και περιφράσεις και άλλα ρητορικά σχήματα. Παρ’ όλα αυτά, η γενική εντύπωση είναι ότι το Καβαφικό ύφος είναι λιτό ενώ του Παλαμά διακοσμημένο. Η εξήγηση βρίσκεται στο ότι ο Καβάφης δημιουργεί πάνω στους καθημερινούς τόνους ομιλίας και έτσι πολλά από τα σχήματα της ποίησής του είναι, λόγω κοινοχρησίας, αδρανή, οπότε τα προσλαμβάνουμε ως «φυσικό, λιτό λόγο» και όχι ως ρητορικά. Η εντύπωση της λιτότητας προκύπτει, εξάλλου, πάντοτε, όταν ο στίχος είναι πολύ καλός ή άψογος, ενώ την αίσθηση ορισμένου περισσεύματος ― μιας αργοπορίας στη διατύπωση ― μας τη δίνει το δίστιχο του Γ. Σεφέρη «τον άγγελο / τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια» («Μυθιστόρημα», Α´), μολονότι γράφτηκε με προγραμματική αξίωση λιτότητας. Εδώ το μπόσικο οφείλεται στη δυσκολία να συσχετίσουμε τις δύο βασικές σημασίες: ή «περιμέναμε» ή ήμασταν «προσηλωμένοι» ― οι δύο ενέργειες μαζί σπανίως συμβαίνουν.
Ορισμένοι αποδίδουν τη μεγαλοσύνη του Καβάφη στην ιστορική διάσταση της ποίησής του, μολονότι λ.χ. η Φλογέρα του Βασιλιά ή ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Κωστή Παλαμά ανατρέχουν σε ευρύτερα πεδία της ιστορίας (και του ελληνισμού). Αλλά ο Παλαμάς καλπάζει στο οριζόντιο επίπεδο, ενώ ο Καβάφης ποντίζεται στην ιστορία με τρόπο ουσιαστικό, θα αντιτείνουν. Θυμίζω ότι ο Έλιοτ χαρακτηρίζει «κατακόρυφο» τον Σαίξπηρ και «οριζόντιο» ποιητή τον Δάντη και συνεπώς οι δύο διαστάσεις είναι τουλάχιστον ισότιμες· το βάθος δεν είναι ανώτερο από την επιφάνεια. Το ότι ο Καβάφης είναι ιστορικώς εμβριθέστατος δεν πρέπει να μας παρασύρει στην άποψη πως, γι’ αυτόν τον λόγο, είναι και ανώτερος ποιητής από τον επίπεδο και πλατειαστικό Παλαμά.
Άλλοι πάλι αναγνώστες, εθισμένοι στη φιλολογία για τον Διονύσιο Σολωμό και προεξοφλώντας (ορθά, εν πολλοίς) ότι η γλώσσα είναι η βασική συνιστώσα του ποιητικού μεγαλείου, υπερτονίζουν τη λόγια προέλευση των «εκλεκτών» λέξεων της Καβαφικής ποίησης και την εντυπωσιακή, για τα φιλολογικά δεδομένα της εποχής, πρόσμειξή τους με τις λέξεις της καθομιλουμένης. Τονίζω ότι το λεξιλόγιο του Καβάφη δεν παρουσιάζει μήτε την ποσότητα μήτε το εύρος μήτε την ποικιλία ώστε να χαρακτηρισθεί μείζον (ενώ μείζον είναι το λεξιλόγιο λ.χ. του Σικελιανού). Στο ερώτημα πώς συμβαίνει να αναγορεύουμε σε μείζονα έναν ποιητή που δεν διαθέτει μείζον λεξιλόγιο, μια απάντηση είναι ότι στη θέση της λεξιλογικής ευρύτητας ο Καβάφης έταξε το μέγιστο παιχνίδι των σημασιολογικών αποχρώσεων. Στο δημοφιλές ποίημα (που έφθασε να απαγγελθεί ακόμη και στον τάφο της Τζάκι Κένεντι) ο ποιητής ομιλεί για τον «πηγαιμό στην Ιθάκη», για το «φθάσιμον εκεί», για «βγάλσιμο στο δρόμο» προς την Ιθάκη, για «άραγμα στο νησί» ― και ωστόσο από κανένα στίχο του περιώνυμου ποιήματος δεν συνάγεται ότι ο ήρωας είναι Ιθακήσιος που παλιννοστεί και όχι κάποιος που πρόκειται να ταξιδέψει, για πρώτη ίσως φορά, στην Ιθάκη.
Η ερωτική του τόλμη
Το Καβαφικό διφορούμενο μας παρασέρνει εξάλλου και στα ερωτικά ποιήματα. Στο «Θέατρον της Σιδώνος» ο «προ πάντων ευειδής» έφηβος είναι, κατά τη λαμπρή διατύπωση, «ποικίλως αρεστός» ― όπου το ομοφυλοφιλικό υπονοούμενο του επιρρήματος τονίζεται ή λανθάνει αναλόγως με την αναγνωστική μας προαίρεση. Και δεν είναι λίγα τα ποιήματα του Καβάφη που έχουν πιστωθεί στην ομοφυλοφιλική τάση χωρίς, ωστόσο, να παρέχουν αδιαμφισβήτητες ενδείξεις: ο ποιητής είναι απαράμιλλος στις σημασιολογικές αποκρύψεις, παραλλαγές και διαφοροποιήσεις. Αφού λοιπόν έχουμε εντοπίσει τη ρητή και τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία σε βαθμό υπερβολής, είναι καιρός να ανιχνεύσουμε και τη δυνητική αμφιφυλοφιλία στην ποίηση του Αλεξανδρινού, σε ποιήματα όπως το «Μέσα στα Καπηλειά»: «Το μόνο που με σώζει / σαν ομορφιά διαρκής, σαν άρωμα που επάνω / στην σάρκα μου έχει μείνει, είναι που είχα δυο χρόνια / δικό μου τον Ταμίδη, τον πιο εξαίσιο νέο, / δικό μου όχι για σπίτι ή για έπαυλη στον Νείλο». Σύμφωνοι, από το Καβαφικό περικείμενο ομιλεί άρρην για άρρενα, αλλά ποιος στίχος του συγκεκριμένου ποιήματος θα εμπόδιζε να εικάσουμε θήλυ τον αφηγητή;
Όσοι θέλουμε να απολαύσουμε την ερωτική «τόλμη» του ποιητή, αυτή υπάρχει και σε υπερθετικό κιόλας βαθμό, όχι όμως στην ομοφυλοφιλική θεματική όσο σε άλλα μοτίβα ερωτικά. Ο Γ.Π. Σαββίδης το έχει επισημάνει ότι οι στίχοι «Τα έμορφά τους πρόσωπα, τα εξαίσιά τους νειάτα, / η αισθητική αγάπη που είχαν μεταξύ τους, / δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν / απ’ τες εξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου» είναι από τους τολμηρότερους στη νεοελληνική ποίηση ― χώρια η εκφραστική τόλμη του τίτλου: «Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών». Συγκριτικά με στίχους σαν κι αυτούς, η θρυλούμενη ομοφυλοφιλική τόλμη του Καβάφη μοιάζει κοινότοπη σύμβαση.
Αν έχουμε προκρίνει τον Καβάφη για τη «φιλοσοφική» διάσταση της ποίησής του, θα ήταν προτιμότερο να ικανοποιήσουμε τη φιλοσοφική μας όρεξη προστρέχοντας στη Ζωή Καρέλλη ή στον Τάκη Παπατσώνη (δεν διαθέτει η γραμματεία μας πολλούς του είδους), καθώς ο «φιλοσοφικός Καβάφης» πραγματεύεται με θυμόσοφη διάθεση κάποια ψήγματα και όχι μια φιλοσοφία καθεαυτήν. «Φιλοσοφικός» ποιητής είναι ο Δάντης ή ο Τ. Σ. Έλιοτ και «σοφός» ποιητής είναι ο Γκαίτε, εφόσον αποδώσουμε στους όρους το βάρος του περιεχομένου τους. Ο Αλεξανδρινός αρθρώνει τα ποιήματά του με αντιθέσεις λογικές, ρητές («Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης») ή εννοούμενες («Ηδονή») και νοήματα πάντοτε απλά. Σύνθετη ωστόσο, διαλεκτική δηλαδή και ειρωνική, είναι η εκφορά των νοημάτων. Στην ιδεολογικά φορτισμένη δεκαετία του 1970 είχα συζητήσει μια φορά με τον καθηγητή Κώστα Βεργόπουλο για τον Καβάφη, οπότε μου έδωσε ένα χαρακτηρισμό που εκείνος δεν θα τον θυμάται: ο ποιητής Καβάφης είναι μαχητής. Τούτο είναι διαφωτιστικό και δεν αφορά μόνο τα εμφανώς μαχητικά ποιήματα όπως το περίφημο «Στα 200 π.Χ.»: ακόμη και στο πολύ γνωστό ποίημα «Η πόλις» ο ποιητής μάχεται την αυταπάτη ότι αρκεί να φύγεις σε άλλη πόλη για να σωθείς από τα «ερείπια της ζωής» που σε πλακώνουν στον τόπο της διαμονής σου. «Φιλοσοφική» επομένως δεν είναι η καβαφική ποίηση, είναι όμως μαχητική: ειρωνική και ρητορική.
Αναπόφευκτες συγκρίσεις
Αξιοπρόσεκτη είναι μια παλαιότερη επιφύλαξη ενός από τους πιο αφοσιωμένους αναγνώστες του Αλεξανδρινού, του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, που διαπιστώνει ότι στον Καβάφη δεν συναντούμε την έλλαμψη της ποιητικής μεγαλοφυΐας: «Μέσα από το έργο του Καβάφη περνά αυτό που λέμε “ρίγος της μεγαλοφυΐας”, αυτό το τρομερό ρίγος που το αισθανόμαστε και σε πολύ κατώτερους σε ολοκλήρωση έργου ποιητές και που διατρυπά ξάφνου τον αναγνώστη σαν ξίφος και τον καθηλώνει ― ή απλώς το κυριαρχικό αίσθημα που νιώθουμε διαβάζοντας τους στίχους του είναι ο θαυμασμός για την άρτια, καίρια και αμίμητη εκφραστική ή μια άκρως λεπτή έως έντονα οδυνηρή συγκίνηση διανοητικού τύπου που μόλις ψαύει τα κράσπεδα της καρδιάς;» (Υπέρ και Κατά. Σημειώσεις Κριτικής, σελ. 76). Τέτοιο ρίγος συναντούμε, κατά τον Αναγνωστάκη, στους στίχους του Κάλβου, του Μαγιακόβσκι, του Ρεμπό. Παραθέτω στίχο με την καθήλωση που νομίζω ότι αναζητεί ο Αναγνωστάκης: «Η σάρκα είναι γεμάτη θλίψη, αλίμονο! Και διάβασα όλα τα βιβλία» (Μαλαρμέ, μετ. Αλ. Ζήρας). Το Μαλαρμεϊκό ρίγος προκύπτει εδώ από την ιδέα και όχι από τις λέξεις του στίχου (ανεξάρτητα από όσα υποστηρίζει ο μέγας Γάλλος για την αξία των λέξεων στην ποίηση). Ο Καβάφης στράτευσε ωστόσο την ιδιοφυΐα του στον τρόπο της ποιητικής διαπραγμάτευσης αφενός (δραματική δομή) και προπαντός στις έξοχες λεκτικές συνάψεις («θεωρία και μελέτη», «στα μπάνια, και στην παραλία», «προσκυνητά, πάνσεπτα δώματα»). Η λεκτική ιδιοφυΐα του Καβάφη δεν κεραυνοβολεί άνωθεν, όπως του Μαγιακόβσκι, παρά έχει μια λάμψη εγκόσμιας ρητορικής (με την καλύτερη σημασία του όρου: «Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάη»). Οι λεκτικές συνάψεις παρέχουν το έδαφος για να χαρούμε την ιδιοφυΐα του· σ’ αυτόν τον τομέα ο Αλεξανδρινός υπερτερεί και θα υπερτερεί.
Στους κινηματογραφικούς κύκλους κυκλοφορεί η άποψη ότι «αν η ζωή σου δεν αξίζει να γυριστεί ταινία, σημαίνει πως μάταια έζησες». Κατά τους δικούς μου υπολογισμούς, όταν η ζωή ενός ανθρώπου εμπνέει πολύ για να γυριστεί σε ταινία, σημαίνει ότι δεν ήταν δική του παρά αλλότρια και υποχείρια στις περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, η «τακτοποιημένη και πεζή» ζωή του Καβάφη «τέτοια θεαματικά και φοβερά», που να ικανοποιούν την επιθυμία μας για μυθοποίηση του βίου, «δεν έχει» ― και όσα είχε δεν ξεπερνούν τις κοινές φουρτούνες της συνήθους υπαλληλικής ζωής. Μάταια λοιπόν θα γυρεύαμε τη μεγαλοσύνη του Καβάφη στη βιογραφία του· το εξαιρετικό στην περίπτωση, έγκειται ακριβώς στο ότι δεν υπάρχουν καταπληκτικά γεγονότα ζωής που να προαλείφουν τη μεγαλοσύνη της ποίησής του. Το μόνο μεγαλείο ζωής που κέκτηται ο Καβάφης, εκείνο που υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο, ήταν η συνταρακτική υποταγή της ζωής στην «ποιητική εργασία» του επί 30 και πλέον συναπτά έτη. Όποιος δεν το βλέπει αυτό και προσπαθεί να βρει μια μυστικοπαθή εξήγηση του Καβαφικού μεγαλείου, ρέπει στα θαύματα επειδή, πράγματι, είναι οδυνηρό να παραδεχθούμε ότι ένας απλός γραφέας με κοινές εμπειρίες ζωής, που σχεδόν ποτέ δεν μετακινήθηκε από τη θέση και την πόλη του, κατόρθωσε να γράψει υψηλή ποίηση, τη στιγμή που εμείς οι άλλοι διασχίσαμε ωκεανούς υδάτων και εμπειριών. ― Μα πότε παρατηρείτε τη ζωή, μετρ, με τόσες ώρες και τόσα πολλά που γράφετε; είχαν ρωτήσει τον Μπαλζάκ. ― Α, δεν ευκαιρώ να παρατηρώ. Εγώ γράφω! απάντησε ο Γάλλος μυθιστοριογράφος.
Καταλαβαίνουμε καλύτερα τον Καβάφη συγκριτικά: όταν ακούμε από την άλλη όχθη τον Παλαμά να πασχίζει να εμψυχώσει τον ξεπερασμένο (από την κοινωνική εξέλιξη) ρόλο του βάρδου, υψωνόμενος όσο μπορούσε πάνω από τις βιοτικές περιστάσεις και τραγουδώντας μόνο με τη γλώσσα της παράδοσης, όσο αυτή μπορούσε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Και τον Καβάφη να αντλεί υλικό έξω από την ποιητική γλώσσα και να είναι (μαζί με τον Καρυωτάκη, που άντεξε «ως τα μισά») όχι ο υψιπέτης ταγός, παρά ο γειωμένος (συχνά και «σαν νεκρός θαμμένος») μισθωτός που δουλεύει με τους τόνους της υπαλληλικής και της αγοραίας γλώσσας, αναχωνεύοντας εκεί μέσα την εμπειρία της «τακτοποιημένης και πεζής» ζωής του (με τα «ινδάλματα της ηδονής» της). Χωρίς την κατ’ αντιδιαστολήν «αφόρητη πολυτομία» του Παλαμά, θα διαμορφωνόταν ένας Καβάφης διαφορετικός από αυτόν που έχουμε.
Και συνοψίζοντας, ο Καβάφης είναι πολύ μεγάλος ποιητής για να χωρέσει στις προκαταλήψεις που δικαιολογημένα έχουμε διαμορφώσει όσοι αναγνώστες αναστρεφόμαστε πολλά χρόνια με το έργο του: εμείς επιζητούμε τη γρηγορότερη, ετικεταρισμένη απόλαυση. Και εξάλλου οι προκαταλήψεις μας είναι, μερικές φορές, γόνιμες και ενδιαφέρουσες.
Mίμης Σουλιώτης
Tο Bήμα/Nέες Eποχές, 19 Mαρτίου 2000 και Σκόρπια. Mελετήματα, άρθρα και ποικίλα, Tυπωθήτω, 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου