Να συγκρίνετε τα ηφαίστεια του Α. Κάλβου με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους(Σχεδίασμα Γ΄) του Δ. Σολωμού ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή
Ανδρέας Κάλβος (Ζάκυνθος 1792 - Λονδίνο 1869) Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1792. . Το 1801-2 ο πατέρας εγκαταλείπει τη μητέρα, παίρνει μαζί του τα δυο παιδιά, τον Ανδρέα και τον αδελφό του Νικόλαο, και εγκαθίσταται στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου πεθαίνει το 1812. . Ο Ανδρέας πηγαίνει στην Φλωρεντία όπου γνωρίζει τον μεγάλο λόγιο και ποιητή Ούγκο Φώσκολο. Η φιλία τους θα κρατήσει χρόνια. Ο Ανδρέας Κάλβος σπουδάζει Ελληνική, Λατινική και Ιταλική φιλολογία, ταυτόχρονα παραδίδει μαθήματα, αρχίζει τις πρώτες λογοτεχνικές του προσπάθειες και συμμερίζεται τις φιλελεύθερες ιδέες του Φώσκολου. Οι δυο φίλοι, κατατρεχόμενοι για τις ιδέες τους, καταφεύγουν το 1815 στην Ελβετία και την επόμενη χρονιά στην Αγγλία, όπου ο Φώσκολος πεθαίνει δώδεκα χρόνια αργότερα. Στο Λονδίνο διδάσκει, γράφει, μεταφράζει. Επιστρέφει στην Φλωρεντία και από εκεί ξανά στην Ελβετία, όταν ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση. Με διαλέξεις, ομιλίες, δημοσιεύματα ενθαρρύνει Έλληνες και Φιλέλληνες. Το 1824 τυπώνει στην Γενεύη τις πρώτες δέκα Ωδές και στο Παρίσι, όπου συνεχίζει την πατριωτική δράση, το 1826, τις δέκα επόμενες. Εδώ ο Κάλβος σταματά την δημιουργική ενασχόλησή του με την ποίηση και, φλεγόμενος από ενθουσιασμό, κατεβαίνει στο Ναύπλιο να πολεμήσει. Ήδη όμως έχουν αρχίσει οι εμφύλιες διαμάχες, οι οποίες τον απογοητεύουν. Έτσι, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια εγκαταλείπει το Ναύπλιο και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα, όπου στην αρχή εργάζεται ως οικοδιδάσκαλος, μετά γίνεται καθηγητής της "θεωρητικής φιλοσοφίας" στην Ιόνιο Ακαδημία και το 1841 διευθυντής στο Ιόνιο Γυμνάσιο. Απογοητευμένος από τις περιστάσεις, τα παρατά όλα και ξαναγυρίζει το 1852 στο Λονδίνο, όπου ξεκινά μια νέα ζωή. Πέθανε στο Λονδίνο, στις 30 Νοεμβρίου 1869. Το 1888, σε μια διάλεξη στον "Παρνασσό", ο Κωστής Παλαμάς προβάλλει το έργο του Κάλβου, το οποίο από τότε κερδίζει ευρεία αναγνώριση.
τα ηφαίστεια, Ανδρέα Κάλβου
τα ηφαίστεια, Ανδρέα Κάλβου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι Σχεδίασμα Γ΄, Διονυσίου Σολωμού
Διονύσιος Σολωμός
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Γ
Μουσική: Γ. Μαρκόπουλος
Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1798 στη Ζάκυνθο, ως εξώγαμο τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού και της υπηρέτριάς του Αγγελικής Νίκλη.
Σε πολύ μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και το 1808 έφυγε για σπουδές στην Ιταλία, με τη συνοδεία του ιταλού δασκάλου του Ρώσση. Επτά χρόνια αργότερα πήρε το απολυτήριο από το Λύκειο της Κρεμόνας και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Πάβιας, απ' όπου πήρε το πτυχίο της Νομικής. Παράλληλα με τις σπουδές στη νομική, για την οποία ουδέποτε ενδιαφέρθηκε, άρχισε να γράφει στίχους στην ιταλική γλώσσα, ενώ ήρθε σε επαφή με διαπρεπείς φιλοσόφους, φιλολόγους και αξιόλογους εκπροσώπους της λογοτεχνικής κίνησης της εποχής.
Σε πολύ μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και το 1808 έφυγε για σπουδές στην Ιταλία, με τη συνοδεία του ιταλού δασκάλου του Ρώσση. Επτά χρόνια αργότερα πήρε το απολυτήριο από το Λύκειο της Κρεμόνας και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Πάβιας, απ' όπου πήρε το πτυχίο της Νομικής. Παράλληλα με τις σπουδές στη νομική, για την οποία ουδέποτε ενδιαφέρθηκε, άρχισε να γράφει στίχους στην ιταλική γλώσσα, ενώ ήρθε σε επαφή με διαπρεπείς φιλοσόφους, φιλολόγους και αξιόλογους εκπροσώπους της λογοτεχνικής κίνησης της εποχής.
Το 1818 επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου παρέμεινε για δέκα χρόνια. Εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του αξιόλογα στιχουργήματα στα ελληνικά. Το πρώτο εκτενές ελληνικό ποίημά του και πλέον γνωστό είναι ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», απόσπασμα του οποίου καθιερώθηκε ως Εθνικός μας Ύμνος. Λίγο αργότερα, συνέθεσε το λυρικό ποίημα «Εις τον θάνατο του Λορδ Μπάυρον» και ακολούθησαν «Η καταστροφή των Ψαρών», «Η Φαρμακωμένη», «Ο Λάμπρος», «Εις Μοναχήν», «Ο Κρητικός», «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», «Ο Πόρφυρας».
Στα τέλη του 1828 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα, συνεχίζοντας την ενασχόλησή του με την ποίηση σχεδόν απομονωμένος. Δεν έκανε ούτε ένα ταξίδι στην ελευθερωμένη Ελλάδα, γιατί, όπως υποστηρίζεται, «δεν εσυνηθούσε να θεατρίζει στο εθνικό του φρόνημα αλλά μες το άγιο βήμα της ψυχής».
Στις 3 Φεβρουαρίου του 1849 παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, διότι «με την ποίηση του διέγειρε τα αισθήματα του λαού στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία».
Πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου του 1857 στην Κέρκυρα, ύστερα από αλλεπάλληλες εγκεφαλικές συμφορήσεις. Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1865 στη Ζάκυνθο και τοποθετήθηκαν αρχικώς σ' ένα μικρό μαυσωλείο στον τάφο του Κάλβου.
Μουσική: Γ. Μαρκόπουλος
ΑΝΑΛΥΣΗ - ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Απόσπασμα 1: Σ' αυτό ο ποιητής βλέπει το όραμα της προσωποποιημένης πατρίδας. Τη χαρακτηρίζει μεγαλόψυχη και αξιοπρεπή στις ευχάριστες και τις δυσάρεστες στιγμές. Συγκεκριμένα την αποκαλεί "Μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα". Τα παιδιά της, δηλαδή οι `Ελληνες, ζουν με την ελπίδα ότι κάποτε θα ελευθερωθεί η Πατρίδα. `Ομως, μόνο ο ποιητής τη βλέπει μπροστά του σε όραμα. Η Πατρίδα παρουσιάζεται ακίνητη, δηλαδή ατάραχη στις δύσκολες στιγμές. Βρίσκεται πάνω σε σωρούς από φύλλα δάφνης και βάγια που φανερώνουν τη δόξα της. `Ισως ο ποιητής να οραματίζεται την πατρίδα τις μέρες της Λαμπρής και των Βαΐων. Στη διαπίστωση αυτή μας οδηγούν τα βάγια, που χρησιμοποιούνται τις άγιες μέρες του Πάσχα. `Ισως πάλι το όραμα αυτό παραπέμπει έμμεσα στην ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών τη νύχτα της 10ης προς την 11η Απριλίου (βλ. απόσπασμα 13). Η Πατρίδα δεν πατάει στη γη, απλώς αιωρείται σαν τον ουρανό. Ο ποιητής απευθύνεται σ' αυτή, της ζητάει να του μιλήσει, για να μπορέσει να ακούσει τα λόγια της και να τα χαρίσει στους `Ελληνες. Την παρακαλεί να τον εμπνεύσει, για να υμνήσει τη θέληση των Μεσολογγιτών να ζήσουν ή να πεθάνουν ελεύθεροι. Τέλος, απευθύνεται σ' αυτήν με τα εξής λόγια: "Δόξα' χ' η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι". Σύμφωνα με την υπόδειξη στο τέλος του αποσπάσματος η θεά απαντά στον ποιητή και τον προστάζει να ψάλλει την πολιορκία του Μεσολογγίου.
Απόσπασμα 3: Οι Μεσολογγίτες συνήθισαν πια τη ζωή του πολέμου. Νομίζουν ότι η ζωή τους συνεχίζεται κανονικά με τα τραγούδια των κοριτσιών και τα παιχνίδια των παιδιών. Οι αναμνήσεις από την παλιά ευτυχισμένη ζωή υπάρχουν στις ψυχές των αγωνιστών. γι' αυτό νομίζουν ότι ο πόλεμος δεν τους επηρεάζει.
Απόσπασμα 6: Σ' αυτό παρουσιάζεται η ομορφιά της φύσης την ωραιότερη εποχή του χρόνου, την άνοιξη. Η μαγεία της φύσης μεγαλώνει την επιθυμία για ζωή και δυσκολεύει τους αγωνιστές να τηρήσουν το χρέος τους προς την πατρίδα. Γι' αυτό και το απόσπασμα έχει τίτλο "Ο πειρασμός". Ο έρωτας, που βρίσκεται σε έξαρση την άνοιξη, χορεύει με τον Απρίλη. Σ' ένα σκιερό μέρος γεμάτο από δροσιά και μυρωδιές ακούγονται τα γλυκά κελαηδίσματα των πουλιών. Από παντού χύνονται δροσερά νερά που ηχούν γλυκά. Η ζωή πλημμυρίζει τη γη, τον ουρανό και τη θάλασσα. Στο πεντακάθαρο και ακίνητο νερό της λίμνης μια πεταλούδα παίζει με τη σκιά της. Μυρίζει πάρα πολύ ωραία, επειδή κοιμήθηκε μέσα σ' ένα κρίνο.
Ο ποιητής ζητά από τον αλαφροΐσκιωτο να του πει τι βλέπει στη φύση. Εκείνος του απαντά ότι αυτή η νύχτα είναι γεμάτη θαύματα και μάγια. Κατά τη λαϊκή πίστη οι αλαφροΐσκιωτοι είχαν την ικανότητα να βλέπουν και να ακούνε όλα τα μυστικά της φύσης. `Ισως ο αλαφροΐσκιωτος συμβολίζει τον ίδιο τον ποιητή. Υπήρχε η αντίληψη ότι οι άνθρωποι που ασχολούνταν με την ποίηση είχαν μια ιδιαίτερη ευαισθησία, που τους επέτρεπε να βλέπουν και να ακούνε πράγματα μη αντιληπτά στους άλλους. Κανένας θόρυβος δεν ταράζει την ηρεμία της νύχτας αυτής. Το φεγγάρι έχει πέσει μέσα στη λίμνη. Ξαφνικά μια όμορφη κοπέλα βγαίνει από το νερό ντυμένη με το φως του φεγγαριού. Η φεγγαροντυμένη ίσως να συμβολίζει την ομορφιά της ζωής ή την Πατρίδα-Ελευθερία ή τη θεά Αφροδίτη που αναδύεται από τη θάλασσα.
Απόσπασμα 13: `Ολα είναι έτοιμα για την ηρωική έξοδο. Οι άντρες με τα σπαθιά τους είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρι το τέλος. Είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τα πάντα για την ελευθερία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου