Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Μνησιπήμων πόνος : 41 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη




Ο Γιώργος Σεφέρης, ο πρώτος Έλληνας που βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1963, πέθανε σαν σήμερα στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971.

«Mας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχθείτε.
Yποταχθήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Mας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Aγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Mας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Bρήκαμε τη στάχτη.
Mένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας
Tώρα που δεν έχουμε πια τίποτα»

Γιώργος Σεφέρης

Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης Σε ηλικία 14 ετών μετακόμισε με την οικογένεια του στην Αθήνα. Ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά στην Αθήνα και συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία. Άρχισε την καριέρα του ως διπλωμάτης και εργάστηκε ως Ακόλουθος της Ελληνικής Κυβέρνησης, Πρόξενος, Πρέσβης, Σύμβουλος πρεσβειών και Διευθυντής Τύπου. Το 1931 κάνει τα πρώτα του βήματα στην ποίηση δημοσιεύοντας την ποιητική συλλογή Στροφή. Ακολούθησαν: Το Μυθιστόρημα, Η Γυμνοπαιδία, Το Ημερολόγιο καταστρώματος και η Κίχλη. Ανανέωσε την ελληνική ποίηση και ήταν αυτός που εισήγαγε το πνεύμα του σουρρεαλισμού στην Ελλάδα. Επηρεάστηκε από την Γαλλική ποίηση και κατά την διάρκεια της καριέρας του μετέφρασε αρκετούς ξένους ποιητές. Επίσης ασχολήθηκε και με τη συγγραφή μυθιστορημάτων (Έξι νύχτες στην Ακρόπολη) και δοκιμίων. 

Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας Κατά την διάρκεια της ποιητικής του καριέρας είχε τιμηθεί με το έπαθλο "Κωστή Παλαμά", με το βραβείο ποίησης της Αγγλίας "Φόυλ" και κατείχε την θέση του επίτιμου διδάκτορα του πανεπιστημίου Καίμπριτζ. Το 1969 κυκλοφορεί στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό η "διακήρυξή" του εναντίον της δικτατορίας. 

Πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971 στη διάρκεια της δικτατορίας και η κηδεία του απέκτησε χαρακτήρα αντιδικτατορικής εκδήλωσης.

ΤΕΛΕΥΤΑlΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν.
Τ' αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της  τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη~
νησιά, χρώμα Θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της  επιστροφής μας να χα-
    ράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της  πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι~
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη Θάλασσα του
    Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην  άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην  αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της  σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της  σκέψης, ένας τρόπος
ν' αρχίσεις να μιλάς για πραγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν' ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον  αλλάξει.
Ερχόμαστε απ' την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
   τη Συρία
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής που 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ' την άμμο της  έρημος απ' τις Θάλασσες του
    Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που Θά 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους~
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο~
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της  μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν~
σαν έρθει ο Θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι~
σαν έρθει ο Θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ' αγαθά τους,  άλλοι  ρητο-
    ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ' αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι Θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του Θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, Θα μου πεις, φίλε.
Ομως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
   τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

lσως και να 'Θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν' ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Ομως ο τόπος που τον  πελεκούν και που του καίνε σαν
    το πεύκο, και τον  βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
   νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που Θα βουλιάξει καθώς το δει-
    χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν~
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελόυτας
λεύγες και λεύγες~
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωυτανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει~
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος1.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ' ανοιχτές πληγές απ' το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον  πόνο μας~ "Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε..."
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν.

                                                  Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου '44

1. Ο Αγαμέμνων είχε νικήσει στην Τροια ,μα λυτρωση δεν υπηρχε ....
αντιθετα υπηρχε οργη δεκαχρονη . Η οργη της μανας Κλυταιμηστρας , για τη θυσια της Ιφιγενειας ....

μίμνει γαρ φοβερά παλίνορτος

οικονόμος δολία μνάμων μήνις τεκνόποινος [16].

στάζει δ' ανθ' ύπνου προ καρδίας

μνησιπήμων πόνος [17].

ονειρόφαντοι δε πενθήμονες

πάρεισι δόξαι φέρου-

σαι χάριν ματαίαν [18].

απο τον Αγαμέμνονα του Αισχυλου ...μεταφραση " σταζει δ υπνου προ καρδιας , μνησιπημων πονος " κι αμεσως το ποιημα του Σεφερη αποκτα κι αλλη διασταση
Ναι , μια εξοχη λεξη 2000 χρονια μετα , φερνει την εικονα , νικητων πολεμιστων , που ομως πνευματικα μενουν αλυτρωτοι , απο τις χιλιαδες μνημες που κουβαλουν .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου