Οι Νοσηλεύτριες/τές και οι Νοσοκόμες/μοι πάντα θα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή! Ειδικά, στις κρίσιμες στιγμές της πανδημίας, η σκέψη μας, και με αφορμή το συγκινητικό διήγημα της συναδέλφου Ρίας Παπαμανώλη, βρίσκεται συνεχώς σ' αυτούς τους ανθρώπους που προσφέρουν τον εαυτό τους για να σώσουν τις ανθρώπινες ζωές που αιχμαλωτίστηκαν από τον θανατηφόρο ιό.
Η λευκή ποδιά
Το διήγημα αυτό είναι πρωτόλειο και αφιερωμένο στη γιαγιά μου.
Ο θόρυβος από τον αναπνευστήρα δεν ενοχλούσε την Τασούλα. Ούτε ο μονότονος ήχος του παλμογράφου. Ήξερε τους ήχους της εντατικής. Συνταξιούχος νοσοκόμα. Όχι «νοσηλεύτρια», όπως επέμενε η κόρη της, αλλά «νοσοκόμα». Τίτλος τιμής.
Τριάντα χρόνια η Τασούλα στα επείγοντα και πέντε στο τμήμα βαρέων περιστατικών. Αν τη ρωτούσες, χαιρόταν με τη συγκυρία: να βρίσκεται εκεί στο αγαπημένο της νοσοκομείο, εκεί όπου την έφερε στα τριάντα της χρόνια η ανάγκη και έγινε όλος της ο κόσμος. Ο άντρας της μόλις είχε πεθάνει από κίρρωση. Τη μέρα που τον έβαλαν στο χώμα γύρισε και κοίταξε τα τρία κορίτσια της. Ο συχωρεμένος δεν είχε αφήσει τίποτα και οι αδελφές της πόσο να βοηθήσουν; Δώρο εξ ουρανού η θέση βοηθού νοσοκόμας που άνοιξε στο δημόσιο νοσοκομείο της μικρής της πόλης. Ευτυχώς είχε τελειώσει το Δημοτικό, πριν πεθάνει η μαμά της και ανατραπεί για ακόμα μία φορά η ζωή της. Η δεύτερη γυναίκα του πατέρα της βιαζόταν να την παντρέψει. Δεν ήταν Μικρασιάτισσα αυτή. Δεν ήξερε πως στη Κιουτάχεια τα κορίτσια τα μόρφωναν όπως τα αγόρια.
Εργατική η Τασούλα, όπως η γενιά της. Δούλευε βάρδιες, μεγάλωνε τα κορίτσια της, τα σπούδασε, έφυγαν. Το νοσοκομείο έγινε γι’ αυτήν η ζωή της. «Μου άρεσε. Όχι, όχι! Μη με παρεξηγείς! Δεν μου άρεσε ο πόνος των άλλων. Δεν μου άρεσαν η αγωνία, ο φόβος στα μάτια, η παράκληση. Άλλα μου άρεσαν. Όποιος δεν έχει δουλέψει σε νοσοκομείο, δεν μπορεί να καταλάβει»…Μια μέρα η Διοίκηση του Νοσοκομείου εκτιμώντας την αφοσίωσή της την όρισε υπεύθυνη του νέου τμήματος βαρέων περιστατικών. Ήταν τόση η περηφάνια της που απέφευγε ακόμα και να πάρει άδεια. Ένιωθε άλλωστε τόσο οικεία μέσα στο τμήμα της… Εδώ βρέθηκε και τώρα, «στο σπίτι της». Δεν ήθελε να βρίσκεται πουθενά αλλού.
Όταν στα 65 της χρόνια της είπαν πως συνταξιοδοτείται υποχρεωτικά, νοίκιασε ένα διαμέρισμα ακριβώς απέναντι από το Νοσοκομείο. Κάθε βράδυ παρατηρούσε τα φώτα των θαλάμων, παρακολουθούσε τις κινήσεις της Μαρίας που την αντικατέστησε. Έτσι αποκοιμιόταν. Στον ύπνο της συνομιλούσε με ασθενείς, έδινε φάρμακα, θερμομετρούσε, έστρωνε κρεβάτια όπως καμία άλλη. Ξαναφορούσε νοερά τη λευκή ποδιά.
Με αυτή τη λευκή ποδιά είναι ντυμένη και πάλι. Τα μαλλιά της χτενισμένα κότσο, το καπέλο στηριγμένο καλά με τσιμπιδάκια. Κλείνει τα μάτια κι επικεντρώνεται στους ήχους της εντατικής: χρρρρρ, φρρρρ, τικτικτικτικ… Χαϊδεύει τη λευκή ποδιά και χαμογελά. «Τώρα, είμαι έτοιμη!».
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΑΠΑΜΑΝΩΛΗ
Εξαιρετικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣέ εὐχαριστοῦμε Ἑλένη γιά τό μοίρασμα. Μέ ἄγγιξε πολύ τό κείμενο τῆς Ρίας... Τώρα πού μάχονται οἱ νοσηλευτές στήν πρώτη γραμμή τοῦ μετώπου ταιριάζει ἀπόλυτα!
ΑπάντησηΔιαγραφή