Το πασάγιο της οδού Αθηνών
Το σπιτάκι, με δύο δωμάτια, μια κουζίνα κι ένα μικρό μπάνιο, του φύλακα του πασάγιου παράλληλα στην οδό Αθηνών στέκει ακόμα ορθό. Εκεί έμενε η κυρά-Θεώνη, φύλακας των γραμμών του ΟΣΕ. Μια γυναίκα με όψη γλυκιά, με ωραία θωριά, ψηλή, δυνατή, γεροδεμένη. Της το είχε παραχωρήσει ο ΟΣΕ για να μένει αυτή με τα παιδιά της, ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Έβγαινε κάθε φορά που ήταν να περάσει η οτομοτρίς, πήγαινε στο πασάγιο, περίπου δέκα μέτρα από το σπίτι της, για να βάζει τις προστατευτικές αλυσίδες. Στα χέρια της κρατούσε ένα φωτισμένο φανάρι με κόκκινο και πράσινο τζάμι και το κουνούσε ρυθμικά πέρα-δώθε, δείχνοντας το κόκκινο όταν ερχόταν η «καναδέζα» και το πράσινο όταν αυτή χανόταν από τον ορίζοντα των ματιών της.
Δεκαετία του ‘70. Μικρά παιδιά εμείς τότε, της γειτονιάς «κάτω από τις γραμμές», τρέχαμε να δούμε την οτομοτρίς και μας φώναζε: «Μακριά από τις γραμμές! Πιο πίσω-πιο πίσω!» και μετά ξέραμε πως η κυρά-Θεώνη θα μας μάζευε στο σπίτι της για να μας κεράσει γλυκό του κουταλιού βύσσινο φτιαγμένο με αρμπαρόριζα και να μας πει ιστορίες με την «καναδέζα». Άνοιγε το βάζο με το γλυκό και μύριζε ο τόπος όλος.
Ήταν και η «πρακτική» της περιοχής. Οι μανάδες μας την εμπιστεύονταν για να μας «σταυρώσει τις παραμαγούλες», όπως έλεγε την παρωτίτιδα, με καρβουνάκι Μεγαλοπαρασκευιάτικο που είχε στα εικονίσματα ή για να μας «ξεματιάσει» με το μαντίλι της. Πρόσφυγας και η ίδια είχε μάθει να ξεματιάζει δένοντας ένα κόμπο στην άκρη του μαντιλιού της, αφού πρώτα το μετρούσε με το άνοιγμα της «απαλάμης» της. Τρείς κόμποι. Τρία σταυρώματα. Τρεις φορές τα λόγια. Το ξαναμετρούσε, κι αν το μαντίλι κόνταινε ήταν μάτι. Έλυνε τον κόμπο, τίναζε το μαντίλι να φύγει το κακό κι αυτό ήταν. Βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα η ίδια, συμπλήρωνε μετά το ξεμάτιασμα: «Κάνε και τον σταυρό σου τρεις φορές». Ήθελε να τα’χει καλά με όλες τις Δυνάμεις.
Μόλις μάθαμε πως ήταν άρρωστη και κατέπεσε στο κρεβάτι πηγαίναμε, όπως παλιά, και μαζευόμασταν γύρω της. Έπαιρνε τόση χαρά όταν μας έβλεπε. Μας ρωτούσε ένα έναν για τις σπουδές μας, για την οικογένειά μας, για τη ζωή μας. Κι εκείνη μας έλεγε ιστορίες που είχε ζήσει όταν ήταν φύλακας στο πασάγιο. Πώς μετέφεραν τους στρατιώτες στον πόλεμο του 40, πως μετέφεραν τα άρματα πάνω στις πλατφόρμες, πως οι γυναίκες για να αποχαιρετίσουν τους άντρες τους που πήγαιναν στο μέτωπο, έτρεχαν κλαίγοντας για πολλά μέτρα παράλληλα προς τις γραμμές του τρένου. Πώς είχε σώσει πολλούς από σίγουρο θάνατο που δεν είδαν ότι ερχόταν η οτομοτρίς ή πόσα παιδιά γλίτωσε γιατί έπαιζαν κοντά στις ράγες. Στο σημείο αυτό θυμάμαι, πάντα σηκωνότανε-όσο στεκόταν στα πόδια της- πήγαινε στο άλλο δωμάτιο και επέστρεφε μετά από λίγο. Ιστορίες χιλιοειπωμένες, αλλά δεν της χαλάγαμε το χατίρι να μας τις ξαναλέει, με μικρές παραλλαγές.
Της κάναμε το ξόδι πριν από είκοσι χρόνια. Τόσα χρόνια είναι που κι εγώ έχω αλλάξει γειτονιά. Την αρμπαρόριζα που σαν ξενιστής έχει φυτρώσει τα τελευταία χρόνια σε μια γλάστρα του μπαλκονιού μου, κι ας μου τρώει το λουλούδι που την φιλοξενεί, δεν την χαλάω. Το άρωμά της μου θυμίζει να περνάω κάποιες Κυριακές από κείνο το πασάγιο κι από το σπίτι της απέξω. Ο ΟΣΕ πλέον το έχει πουλήσει σε άλλους, στο πλαίσιο της αξιοποίησης της περιουσίας του. Το πασάγιο έκλεισε αφού οι αλυσίδες καταργήθηκαν και στη θέση τους μπήκαν αυτόματες μπάρες. Περνάω, κοιτάζω από κοντά το σπίτι της -με κίνδυνο να παρεξηγηθώ από τους νέους ιδιοκτήτες του ή από τη γειτονιά. Μια βαθιά, αρωματισμένη από αρμπαρόριζα, επιθυμία με πηγαίνει εκεί. Στη γειτονιά που έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Τώρα στις αλάνες έχουν χτιστεί πολυκατοικίες. Τώρα τα παιδιά δε κινδυνεύουν να πάνε κοντά στις ράγες γιατί έχουν βάλει πλέγμα προστατευτικό. Ευτυχώς, γιατί η κυρά-Θεώνη δε ζει πια για να τα προστατέψει και με το φανάρι της να δείξει κόκκινο. Στέκομαι λοιπόν στο δρόμο και κοιτάζω το παράθυρο του δωματίου της. Στο δωμάτιο που «έφυγε». Σα να μην έβγαινε η ψυχή της αν δεν μας το μαρτυρούσε. «Δεν πρόκαμα να το σταματήσω. Έβρεχε ο Θεός με το Θεό. Σφύριξε αχάραγα η οτομοτρίς των τρεις. Σηκώθηκα, ντύθηκα και βγήκα στη βροχή να πάω στο πασάγιο για να βάλω τις αλυσίδες. Ο Κωστάκης μου ξύπνησε απ’την αντάρα και βάλθηκε να μου φέρει ομπρέλα. Η καναδέζα είχε μισιάσει τη διαδρομή. Το βλογημένο γλίστρησε κι έπεσε στις ράγες». Ήταν το πρώτο της παιδί.
Δρ Πολύβιος Ν. Πρόδρομος Ph.D.(Ed.)
Καθ. Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου