Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΚΑΡΟ ΠΙΖΑΜΑ (Οι εκπαιδευτικοί γράφουν...ΙΙ)

                                                    Νίκος Παπασταματίου,"Ο παππούς Αριστείδης και η γιαγιά Αντωνία", 1964, 
[Λεπτομέρεια από το έργο]

 


ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΚΑΡΟ ΠΙΖΑΜΑ

Αυτή η τηλεργασία στο σπίτι μας έγινε πιζαμοεργασία από τη μέση και κάτω. Δουλεύει κλεισμένος στο γραφείο του με ένα φούτερ πουκάμισο συνήθως και κρατά σταθερά το παντελόνι της καρό φανελένιας  πιζάμας και τις παντόφλες από το Lidl. Κατεβαίνει πού και πού στην κουζίνα να πάρει κολατσιό, χυμό ή τον καφέ του. Ευτυχώς δεν καπνίζει, δεν το έκανε ποτέ, οπότε δεν ντουμανιάζει τα δωμάτια. Αλλιώς θα ήταν σαν τον κυρ Βασίλη στα στερνά του.

Έτσι κι αυτός γύρω στα ογδόντα του, συνταξιούχος χονδρέμπορος εδωδίμων κι αποικιακών, τριγυρνούσε με τις κετσεδένιες κλειστές του παντούφλες, τις καρό σε διάφορα χρώματα πιζάμες στο σπίτι και τον κήπο. Έριχνε κάνα πλεκτό στους ώμους όταν έπιανε κρυουλάκι. Α! Και ένα σκουφί μαλλένιο γιατί είχαν αποδράσει τα μαλλιά δια παντός από το πάνω μέρος της κεφαλής και φέγγιζε το γυμνό κρανίο. Είχε, όμως, ένα κολοκοτρωνέικο μύστακα λευκόξανθο. Λευκό από τη φύση, ξανθό από τη νικοτίνη. Εξακολουθούσε να απολαμβάνει τον καφέ με το άφιλτρο τσιγαράκι του καθισμένος σταυροπόδι στην πλιάν πολυθρόνα, δίπλα στο μεταλλικό τραπεζάκι καφενείου της αυλής. Όταν απουσίαζε, βέβαια, η σβέλτη νύφη του έπαιρνε το θάρρος. Γιατί παρόλο το απέραντο σέβας της του γλυκογκρίνιαζε να μην το βάζει το καταραμένο στο στόμα του, καθάπως είπε ο γιατρός. 

«Έλα κοπελιά μου, σύρε ίσαμε το περίπτερο να μου πάρεις πέντε τσιγάρα», με φώναζε που έκανα κουτσό στον χωματόδρομο που χώριζε τα σπίτια μας «Κιρέτσιλερ Ξάνθης όπως πάντα, και τα ρέστα καραμέλες για σένα», η μεταξύ μας συνωμοσία. Μεγάλο δέλεαρ οι καραμέλες και οι τσιχλόφουσκες στα γυάλινα βάζα του περίπτερου παρά την εκκλησία. Έσπευδα για την παραγγελία του σε τσιγάρα χύμα και χάζευα τα βάζα να διαλέξω τις στριφτές καραμέλες της «πεθεράς». Όλα τα παιδιά τρελαινόμασταν για ζαχαρωτά και στα  εφτά-οκτώ ξεκινούσαμε το βασανιστήριο του τροχού στον οδοντίατρο, μια και με το ζεύγος οδοντόβουρτσα – Kolynos δεν είχαμε και την καλύτερη σχέση. Έφερνα τα τσιγαράκια και συνέχιζα με επιμονή, ώστε να τελειοποιηθώ στο κουτσό. Να μην με κερδίζει συνέχεια η Όλγα που κατεύθυνε με μεγάλη μαεστρία την πέτρινη ομάδα εύστοχα στα ορθογώνια οικοπεδάκια πάνω στο χώμα.

Κάποιες φορές ερχόταν και η γιαγιά μου στην γειτονική αυλή και της κέρναγε τσιγαράκι να το απολαύσει με τον καφέ του Ανανιάδη και να πολεμήσουν τη μοναξιά των γηρατειών τους. Πολύ προχωρημένη την έβρισκα τη γιαγιά. Εδώ δεν κάπνιζε η μάνα μου και οι φίλες της μια γενιά νεότερη. Κατάλοιπο της κοσμικής ζωής της γιαγιάς προπολεμικά, πριν χηρέψει απότομα στα σαρανταπέντε της και αποκλειστεί στο νοικοκυριό της. Είχε ζήσει χοροεσπερίδες, βεγγέρες, τραπεζώματα και τα πολυτελή φορέματα τσάρλεστον του μεσοπολέμου. Μη κοιτάς που εγώ την γνώρισα σταφιδιασμένη, βαπτισμένη στο κατράμι του διαρκούς πένθους.

Για δες πού με ταξίδεψε μια καρό πιζάμα κυκλοφορούσα γύρω μου εν μέσω καραντίνας! «Βάλε μια φόρμα σε παρακαλώ, βγάλε επί τέλους την πιζάμα, μην τριγυρνάς σαν άρρωστος» μην και  το επόμενο ταξίδι του μυαλού με παραπέμψει σε ασθενείς που σουλατσάρουν σέρνοντας τους ορούς και τα σακουλάκια του καθετηριασμού στους διαδρόμους των νοσοκομείων.

 Υγεία να έχουμε, κουράγια  και υπομονή!   

ΤΑΣΟΥΛΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου