ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ
(Πρωτότυπο κείμενο)
ΑΔΟΛΕΣΧΙΑΣ
Ἡ δὲ ἀδολεσχία ἐστὶ μὲν διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων, ὁ δὲ ἀδολέσχης τοιοῦτός ἐστιν, [2] οἷος, ὃν μὴ γινώσκει, τούτῳ παρακαθεζόμενος πλησίον πρῶτον μὲν τῆς αὑτοῦ γυναικὸς εἰπεῖν ἐγκώμιον· εἶτα ὃ τῆς νυκτὸς εἶδεν ἐνύπνιον, τοῦτο διηγήσασθαι· εἶθ' ὧν εἶχεν ἐπὶ τῷ δείπνῳ, τὰ καθ' ἕκαστα διεξελθεῖν. [3] εἶτα δὴ προχωροῦντος τοῦ πράγματος λέγειν, ὡς πολὺ πονηρότεροί εἰσιν οἱ νῦν ἄνθρωποι τῶν ἀρχαίων, καὶ ὡς ἄξιοι γεγόνασιν οἱ πυροὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ, καὶ ὡς πολλοὶ ἐπιδημοῦσι ξένοι, καὶ τὴν θάλατταν ἐκ Διονυσίων πλόϊμον εἶναι, καὶ εἰ ποιήσειεν ὁ Ζεὺς ὕδωρ πλεῖον, τὰ ἐν τῇ γῇ βελτίω ἔσεσθαι, καὶ ὃ ἀγρὸν εἰς νέωτα γεωργήσει, καὶ ὡς χαλεπόν ἐστι τὸ ζῆν, καὶ ὡς Δάμιππος μυστηρίοις μεγίστην δᾷδα ἔστησεν, καὶ πόσοι εἰσὶ κίονες τοῦ Ὠιδείου, καὶ Χθὲς ἤμεσα, καὶ Τίς ἐστιν ἡμέρα τήμερον; [4] κἂν ὑπομένῃ τις αὐτόν, μὴ ἀφίστασθαι, [καὶ] ὡς Βοηδρομιῶνος μέν ἐστι τὰ μυστήρια, Πυανοψιῶνος δὲ τἀπατούρια, Ποσιδεῶνος δὲ [τὰ] κατ' ἀγροὺς Διονύσια. [5] Ἀδολεσχία εἶναι ἡ μανία νὰ λέγῃ κανεὶς πολλὰ καὶ ἀπερίσκεπτα [1]. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀδολέσχης. Καθίζει κοντὰ εἰς ἄγνωστον πρὁσωπον καὶ ἀρχίζει πρῶτον νὰ ἐγκωμιάζῃ τὴν γυναῖκά του, ἔπειτα τοῦ διηγεῖται τὸ ὄνειρον ποὺ εἶδε τὴν προηγουμένην νύκτα, κατόπιν περιγράφει τὸ δεῖπνόν του καὶ ἀναφέρει ἕνα ἕνα τὰ φαγητὰ ποὺ εἶχεν εἰς τὸ τραπέζι του, ἔπειτα ἀπὸ λόγο σὲ λόγο λέγει ὅτι οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι εἶναι περισσότερον πονηροὶ ἀπὸ τοὺς παλαιούς, ὅτι τὸ σιτάρι εἰς τὴν ἀγοραν εἶναι ἀκριβό, ὅτι πολλοὶ ξένοι εὑρίσκονται εἰς τὴν πόλιν, ὅτι μετὰ τὰ Διονύσια [2] εἶναι πλεύσιμος ἡ θάλασσα [3], ὅτι, ἂν βρέξῃ περισσότερον, θὰ γίνουν τὰ σπαρτὰ καλύτερα, ὅτι τὸν ἐρχόμενον χρόνο θὰ καλλιεργήσῃ τὸν ἀγρόν του, ὅτι ἡ ζωὴ κατήντησε δύσκολος, ὅτι ὁ Δάμιππος κατὰ τὰ μυστήρια [4] ἤναψε μεγίστην λαμπάδα· — προσέτι ἀναφέρει πόσαι εἶναι αἱ στῆλαι τοῦ ᾨδείου [5] καὶ ὅτι τὸν μῆνα Βοηδρομιῶνα τελοῦνται τὰ (Ἐλευσίνια) μυστήρια, τὸν Πυανοψιῶνα τὰ Ἀπατούρια [6], τὸν Ποσιδεῶνα τὰ κατ' ἀγροὺς Διονύσια· καὶ (ἐξακολουθεῖ) “χθὲς πῆρα ἐμετικόν” [7], “τί ἡμέρα εἶναι σήμερα;” καὶ ἂν κανεὶς ὑποφέρῃ τὴν φλυαρίαν του εἶναι ἱκανὸς νὰ μὴ ξεκολλήσῃ ἀπὸ κοντά του.
[Παρασείσαντα δὴ δεῖ τοὺς τοιούτους τῶν ἀνθρώπων καὶ διαράμενον ἀπαλλάττεσθαι, ὅστις ἀπύρευτος βούλεται εἶναι· ἔργον γὰρ συναρκεῖσθαι τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν.]
ΑΠΟΔΟΣΗ (Δαυίδ Εμμανουήλ)
Ἀδολεσχία εἶναι ἡ μανία νὰ λέγῃ κανεὶς πολλὰ καὶ ἀπερίσκεπτα [1]. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀδολέσχης. Καθίζει κοντὰ εἰς ἄγνωστον πρὁσωπον καὶ ἀρχίζει πρῶτον νὰ ἐγκωμιάζῃ τὴν γυναῖκά του, ἔπειτα τοῦ διηγεῖται τὸ ὄνειρον ποὺ εἶδε τὴν προηγουμένην νύκτα, κατόπιν περιγράφει τὸ δεῖπνόν του καὶ ἀναφέρει ἕνα ἕνα τὰ φαγητὰ ποὺ εἶχεν εἰς τὸ τραπέζι του, ἔπειτα ἀπὸ λόγο σὲ λόγο λέγει ὅτι οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι εἶναι περισσότερον πονηροὶ ἀπὸ τοὺς παλαιούς, ὅτι τὸ σιτάρι εἰς τὴν ἀγοραν εἶναι ἀκριβό, ὅτι πολλοὶ ξένοι εὑρίσκονται εἰς τὴν πόλιν, ὅτι μετὰ τὰ Διονύσια [2] εἶναι πλεύσιμος ἡ θάλασσα [3], ὅτι, ἂν βρέξῃ περισσότερον, θὰ γίνουν τὰ σπαρτὰ καλύτερα, ὅτι τὸν ἐρχόμενον χρόνο θὰ καλλιεργήσῃ τὸν ἀγρόν του, ὅτι ἡ ζωὴ κατήντησε δύσκολος, ὅτι ὁ Δάμιππος κατὰ τὰ μυστήρια [4] ἤναψε μεγίστην λαμπάδα· — προσέτι ἀναφέρει πόσαι εἶναι αἱ στῆλαι τοῦ ᾨδείου [5] καὶ ὅτι τὸν μῆνα Βοηδρομιῶνα τελοῦνται τὰ (Ἐλευσίνια) μυστήρια, τὸν Πυανοψιῶνα τὰ Ἀπατούρια [6], τὸν Ποσιδεῶνα τὰ κατ' ἀγροὺς Διονύσια· καὶ (ἐξακολουθεῖ) “χθὲς πῆρα ἐμετικόν” [7], “τί ἡμέρα εἶναι σήμερα;” καὶ ἂν κανεὶς ὑποφέρῃ τὴν φλυαρίαν του εἶναι ἱκανὸς νὰ μὴ ξεκολλήσῃ ἀπὸ κοντά του.
[Παρασείσαντα δὴ δεῖ τοὺς τοιούτους τῶν ἀνθρώπων καὶ διαράμενον ἀπαλλάττεσθαι, ὅστις ἀπύρευτος βούλεται εἶναι· ἔργον γὰρ συναρκεῖσθαι τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν.] (Πρέπει λοιπὸν νὰ φεύγῃ κανεὶς μὲ τα τέσσαρα [8] μακρυὰ ἀπὸ τοιούτους ἀνθρώπους, ἂν δὲν θέλῃ νὰ πάθῃ πυρετόν διότι δὲν εἶναι εὔκολον πρᾶγμα νὰ ὑποφέρῃ τὴν συναναστροφὴν ἀνθρώπων ποὺ δὲν διακρίνουν πότε ἔχεις ἐργασίαν καὶ πότε καιρὸν διαθέσιμον).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου