Η φιλόλογος Εύη Κουτρουμπάκη στα λαϊκά παραθεριστικά, όπου διάγει βίον παρατηρητικόν, καταγράφει τις ιστορίες της!
Ιστορίες του θέρους.
Ο θρόνος του Τερζίδη.
Ο Τερζίδης, Πόντιος από την Κεντρική Μακεδονία , κεκοιμημένος εδώ και έξι μήνες, γείτονας στο λαϊκό παραθεριστικό στο οποίο διαμένουμε κατά τους θερινούς μήνες, ήρθε σαν εργάτης στα κτήματα της περιοχής από Μακεδονίτικο τόπο άνυδρο φτωχό και βουνίσιο.
Προφανής η παντελής φτώχεια και μηδενική η μοίρα στον ήλιο, διό και εγένετο προξενιό και ενυμφεύθη μετά της Ρούλας , επιληπτικής γηγενούς την οποία ξεφορτώθηκαν τρόπον τινά οι οικείοι της και την φόρτωσαν στις στιβαρές πλάτες του Πόντιου γαμπρού.
Εδόθη και προίκα , γη πελάγιος δίπλα στο κύμα, σκάρτη ουδόλως γεωργήσιμη, ανάμεσα σε καλαμιές τσαλιά και βάτα εκείνο τον καιρό. Τα χωράφια τα καλά που έσπερνες πέτρες κι έβγαιναν καρπούζια, τσαλιά και έβγαιναν ντομάτες , τη γη την εύφορη και την εύβατη , ο πεθερός την έδωσε στους άλλους γαμπρούς και στον αδερφό της νύφης.
Ο Τερζίδης τίποτε, τζίφος. Παρέμεινε εργάτης στη γη αλλονών και με νύχια και με δόντια έκοψε τα τσαλιά, τις καλαμιές και τα γαϊδουράγκαθα, ίσιαξε τον τόπο , ξεχέρσωσε την προίκα του και έχτισε το ανάκτορο του σχεδόν με τα χέρια του. Κάθε καινούργια χρονιά που ερχόμασταν,όλο και μια παράνομη καινούργια προσθήκη είχε σκαρώσει . Πότε μια κουζίνα στο μπαλκόνι για να τηγανίζει η συμβία του και να μη μυρίζει το σπίτι, πότε μια σκάλα που οδηγούσε στον ουρανό, πότε μια ψησταριά – στην οποία σημειωτέον δεν έψηνε ποτέ- .
Περήφανος για τα επιτεύγματα του, βέβαιος για την ορθότητα των σκέψεων και των λεγομένων του, τρέφοντας ένα μίσος ακοίμητο για τους παραθεριστές που έρχονται και του χαλάνε τη βολή, έστησε και θρόνο στο ανάκτορο του, μια πλαστική καρέκλα από τους γύφτους , στην πίσω πλευρά του σπιτιού, από την οποία ως θεός παντεπόπτης , ως άναξ στο μικρό βασίλειο της μπάμιας, της μελιτζάνας, της πιπεριάς και της ντομάτας- ζαρζαβάτια τα οποία καλλιεργούσε στον μικρό του κηπάκο και ψιλοπουλούσε στους λουόμενους -μαζί με σύκα που έκλεβε από τις συκιές των άλλων τους οποίους ως προείπαμε μισούσε- εγαμοσταύριζε καθημερινά τους παραθεριστές που τολμούσαν να παρκάρουν μπροστά από την πόρτα του, εξαπέλυε μηνύσεις και εξώδικα στα μαγαζιά που έβαζαν μουσική, στο μπατζανάκη του που του’ φαγε το κτήμα .Όλα τα ‘’γαλλικά’’ που μου έλειπαν από το λεξικό της υβρεολογίας , ο Τερζίδης μου τα συμπλήρωσε . Γ@μω τον αντίθεο σ( συγκεκομμένο σου κατά το μικρασιατικό γλωσσικό έθος ) παρ’ ταυτοκίνητο σ(ου) μαρή κακό χρόνο ναχς ( νάχεις).
Εμένα που με έβλεπε συχνά να διαβάζω στο μπαλκόνι, απαξιωτικά μου τόνιζε πως τα γράμματα δε με βοήθησαν πουθενά, ούτε έναν γαμπρό δε βρήκα.
Αλλά υπεράνω και πρωτίστως, ο αποδέκτης όλων αυτών των ‘’Γαλλικών’’ ήταν η συμβία του την οποία στόλιζε με λέξεις άγνωστες στο μέσο χρήστη της Ελληνικής γλώσσας πλειστάκις και καθ’ εκάστην. Συχνά αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να τα αντέχει όλα αυτά.
Αυτή αδιάφορη πια και μαθημένη σ’ αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας, το πολύ πολύ να ανταπαντούσε ενίοτε, κακό χρόνο ναχ ς εσύ ..κι αυτό ήταν όλο. Ξαναγυρνούσε στην κουζίνα της ή χάζευε από το μπροστινό μπαλκόνι τα σκαφτά μαγιό των κοριτσιών, σχολίαζε την ανηθικότητα των μεγαλυτέρων γυναικών που τολμούσαν να κυκλοφορούν με μαγιό, άντε το πολύ πολύ να εξαπέλυε και καμιά κατάρα κοιτώντας την παρακείμενη οικία της αδερφής της, η οποία την είχε ρίξει στα κληρονομικά. Η ζωή της υποταγμένη στον κάτοχο του θρόνου από πλαστικό. Ούτε έξω, ούτε βόλτες , λίγες και μετρημένες οι επισκέψεις φιλενάδων στο σπίτι της.
Φέτος καθώς ήρθαμε, συνειδητοποίησα ότι δεν άκουσα τη φωνή του Τερζίδη.
Έμαθα πως μας είχε αφήσει χρόνους το χειμώνα χτυπημένος από την επάρατο. Στεναχωρήθηκα, σκέφτηκα πως χάνω μια για πάντα αυτόν τον ανεξάντλητο αποταμιευτήρα αθυροστομίας που θα τον ζήλευε ακόμη κι αυτός ο συχωρεμένος ο Ηλίας Πετρόπουλος. Μα περισσότερο στεναχωρήθηκα για την καημένη αυτήν τη Ρούλα τη γυναίκα του. Και αίφνης την επόμενη μέρα Κυριακή πρωί, ακούω μια γυναικεία φωνή να χρησιμοποιεί με στεντόρεια φωνή τα Γαλλικά του Τερζίδη- κακό χρόνο ναχτε κλπ κλπ-. Βγαίνω γεμάτη περιέργεια στο μπαλκόνι και τι να δω.
Η Ρούλα , η συμβία του , παντάνασσα και παντεπόπτρια καθήμενη στον πλαστικό θρόνο του εκλιπόντος, εκστόμιζε όλα τα είδη των ‘’Γαλλικών’’ που είχε μάθει απ αυτόν και κρατώντας στιβαρά τα πλαστικά μπράτσα του θρόνου της φυλούσε με σθένος τις Θερμοπύλες του οίκου της.. ‘’που παρκάρτε εδώ , ‘’δεν βλέπτε που είναι πόρτα, οροσπούδες, ξεβράκωτες’’ και άλλα πολλά, καθώς επόπτευε με περηφάνια περισσή το μεγάλωμα των αγγουριών, το χρώμα της μελιτζάνας , τα καρύκια από τις ντοματιές νιώθοντας πρόδηλα σημαντική , ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της.
Την πόρτα της πια περνούν καθημερινά όλες οι χήρες της περιοχής για καφέ, η ίδια δε, για ψύλλου πήδημα βγαίνει στο δρόμο, επισκέπτεται πολλάκις τα μαγαζιά για να αγοράσει τη μια φορά αλάτι που της τελείωσε, την άλλη λευκαντικό για να είναι τα λευκά της εσώρουχα τα οποία απλώνονται με αρχιτεκτονική ακρίβεια , λευκότερα κι από το λευκό των νεφών.
Κάθε απόγευμα, αφού μαυροντυθεί πατόκορφα, οδεύει προς το κοιμητήριο για να ανάψει το καντηλάκι του εκλιπόντος.
Για πρώτη ίσως φορά στη ζωή της απέκτησε ρόλο και ιδιότητα. Τεθλιμμένη χήρα του εκλιπόντος άνακτος του βασιλείου της μπάμιας , της ντομάτας και της πιπεριάς.
ΕΥΗ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΑΚΗ
Εργάζεται στη β/θμια Εκπαίδευση. Κριτικός Λογοτεχνίας. Κριτικά της κείμενα είναι δημοσιευμένα στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου