Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Βασανισμένες γυναίκες...

 Μια αληθινή ιστορία, παρόμοια με πολλές άλλες, παρουσιάζει τα βάσανα και την κατώτερη θέση των γυναικών στην ελληνική ύπαιθρο στο παρελθόν, αλλά, δυστυχώς, σε ορισμένες περιπτώσεις, και σήμερα. Πάνω σ' έναν αυθεντικό καμβά κεντήθηκαν μελανά μοτίβα με κλωστές φανταστικές...

                                                                                                            

                                                                                                                         

«Σαν να’ χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί 1 …» των γυναικών

                                                                                                                              στη Χαδούλα

   Το μωρό σπαρταρούσε, το χρώμα του ήταν πελιδνό κι έβγαζε μια υπόκωφη και σπαρακτική φωνή. Η μάνα του από πάνω του σαν χελιδόνα ακουμπούσε τα χείλη της στο στοματάκι του και προσπαθούσε να του ξαναδώσει τη ζωή. Η Ανθή, εφημερεύουσα νοσοκόμα του θαλάμου 206 με τα βαριά καρδιολογικά περιστατικά, έβλεπε σαστισμένη τον αργό θάνατο του νεογέννητου με τη ραγισμένη καρδιά. Ανήμπορη κι ανίκανη να σώσει τον μικροσκοπικό ασθενή, περνούσε από μπροστά της, σαν σκηνή κινηματογραφικής ταινίας, η εικόνα του δικού της αγοριού που πάλευε να ζήσει. Ποιος να το φανταζόταν; Η ίδια η μάνα της, η Χαρίκλεια, πίεζε με τα ακροδάκτυλά της το εύθραυστο λαιμουδάκι του μωρού κι αυτό παλλόταν, ώσπου σταμάτησε να αναπνέει…

- Τι τού’ κανες μάνα; Τό πνιξες το μωρό μου!

Οι φωνές της από το παρελθόν, διαπεραστικές, ηχούσαν μέσα στο μυαλό της, αλλά η ίδια νόμιζε ότι τις άκουγε και μέσα στον θάλαμο του νοσοκομείου.

   Η Ανθή ήταν το τέταρτο παιδί μιας οικογένειας φτωχών γεωργών που ζούσαν σ’ ένα μικρό χωριό της Δυτικής Μακεδονίας. Ο πατέρας της, ο Χρήστος, είχε αποκτήσει δύο παιδιά από τον προηγούμενο γάμο του. Η πρώτη του γυναίκα πέθανε πάνω στη γέννα του δεύτερου παιδιού τους. Με προξενιό τού δώσανε τη Χαρίκλεια και μαζί της έφερε στον κόσμο άλλα τέσσερα παιδιά.

  Ο Χρήστος, χουσμεκιάρης 2 στα χωράφια μιας οικογένειας προυχόντων,  δούλευε ολημερίς για τον επιούσιο και η Χαρίκλεια μεγάλωνε μόνη της τα παιδιά τους. Μετά τη γέννα των διδύμων, άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης, που φυσικά δεν αντιλήφθηκε κανείς. Έγινε σκληρή και αδιάφορη απέναντι στα παιδιά της και πίεζε τα μεγαλύτερα, και κυρίως την Ανθή, να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού και να φροντίζουν τα μικρότερα αδέλφια τους.

- Ανθή, σύρε να μάσεις 3  μαντάρες 4  απ’ το δάσος. Θα είναι γεμάτο από δαύτες μετά το χτεσινό δρολάπι 5  και το σημερνό κάμα. Και πρόσεχε, πάρε μαχαιράκι μαζί σου, να τις κόβεις από το κοτσάνι τους, μην τις ξεριζώνεις! Θα’ ρθει κι ο πατέρας πεινασμένος το απόγευμα να του κάνεις μια τηγανιά μαντάρες και όσες περσσέψουν να τις απλώσεις στον ήλιο, να ξεραθούν.

- Εντάξει μάνα, τρέχω...

Στο δάσος, η δεκατριάχρονη Ανθή έψαχνε να βρει καλογεράκια και βασιλικές, τα νοστιμότερα μανιτάρια της περιοχής, και με ήρεμες και προσεκτικές κινήσεις ανασήκωνε τα πεσμένα φύλλα στα ριζά των δέντρων εκεί που «ελλοχεύουν» οι βρώσιμοι μύκητες. Δεν ήταν, όμως, μόνη της. Ένας άλλος θηρευτής μανιταριών, ένας ευυπόληπτος οικογενειάρχης του χωριού, με καλή έξωθεν μαρτυρία, πρώην επίτροπος της Εκκλησίας, καλοκοίταζε την παιδούλα. Στάθηκε μπροστά της, κρύβοντάς της τον ήλιο, και της επιτέθηκε. Το κορίτσι μάταια προσπάθησε να ξεφύγει από τις ανώμαλες ορέξεις του γιγαντόσωμου άντρα. Κακοποιημένο και βιασμένο επέστρεψε στο σπίτι του τρεκλίζοντας και με άδεια χέρια. Την κόφα με τα μανιτάρια την είχε αφήσει στον τόπο του εγκλήματος.Η Χαρίκλεια σαν την είδε να προβάλει από την αυτοσχέδια πόρτα του μαγειριού 7 τής έβαλε τις φωνές:

- Πού είναι οι μαντάρες; Ξαστόχαστη! Πάλι δεν μπόρεσες να τις βρεις; Άλλα κορίτσια μαζώνουν  οκάδες και τις πλάνε 8 στους Ιταλούς εμπόρους κι εσύ δεν βρήκες ούτε μια τηγανιά;

Η Ανθή, αμίλητη και με κακοφορμισμένες πληγές στο σώμα και στην ψυχή πήγε στην κάμαρη όπου κοιμόντουσαν τα μικρά αδέλφια της και έγειρε το άδειο κορμί της πλάι τους.

   Οι μήνες περνούσαν και η Ανθή όλο και στρογγύλευε, η κοιλιά της διαγραφόταν στα φουστανάκια της κι όλα τα παιδιά στην πλατεία την φώναζαν «χοντρέλω». Μια μέρα έπεσε στο κρεβάτι. Αισθανόταν άρρωστη βαριά, το στομάχι της ήταν έτοιμο να αναπηδήσει από το στόμα της. Η Χαρίκλεια βλέποντας το παιδί να μην συνέρχεται, κάλεσε τη θεια Ζώγια, την ξεματιάστρα και μαμή του χωριού, που εκτελούσε και χρέη εμπειρικού γιατρού, να το γιατροπορέψει. Η Ζώγια, αφού εξέτασε το κορίτσι, κατάπληκτη επιβεβαίωσε την εγκυμοσύνη της Ανθής και προσπάθησε να της εκμαιεύσει το μυστικό της σύλληψης. Όταν το έμαθε και η Χαρίκλεια, άρχισε να χτυπιέται και να φωνάζει:

- Τι θα πει ο κόσμος; Τι θα το κάνουμε το μούλικο; Γιατί μας τό’ κανε αυτό ο παλιάνθρωπος; Θα πεθάνει ο πατέρας σου απ’ την ντροπή!

Αμέσως έκλεισε ερμητικά τα πορτοπαράθυρα κι έσπρωξε την Ανθή μέσα στο καμαράκι, στο κατώι, όπου έμελλε να είναι η φυλακή της μέχρι να γεννήσει. Η θεια Ζώγια κράτησε καλά το μυστικό μέσα της και όταν έφτασε η στιγμή ξεγέννησε το αγοράκι της Ανθής και το περιποιήθηκε στα πρώτα λεπτά της σύντομης ζωής του. Ψήλωσε, όμως, ο νους της Χαρίκλειας και αμέσως μετά το ξεπροβόδισμα της Ζώγιας, το έπνιξε και η ψυχούλα του σαν χρυσαλλίδα πέταξε ανάλαφρα στον αέρα. Η Ανθή τα είδε όλα. Τη μάνα της να πνίγει το παιδί της και την ψυχή του να φτερουγίζει. Η εικόνα του βίαιου θανάτου του σκέπασε την προηγούμενη εικόνα της ζωής, όταν η θεια Ζώγια τής έδωσε το λεχούδι να το ακουμπήσει στο στήθος της κι αυτό να ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τρόπο να ενωθεί με τη μητέρα του.

   Το μυστικό κρύφτηκε καλά μέσα στο σπιτικό σεντούκι των αλγεινών αναμνήσεων της οικογένειας. Όταν η Ανθή έγινε δεκαοκτώ, η θεία Χάιδω, η αδελφή της μάνας της, τής έφερε προξενιό από τη μάνα του Μιχαλάκη, του βοσκού από το διπλανό χωριό. Ο Μιχαλάκης, αλαφροΐσκιωτος, χανόταν με τα πρόβατά του στα αχαρτογράφητα ρουμάνια της περιοχής. Μιλούσε με τα στοιχειά του δάσους και πάλευε με τους δαίμονές του. Η μάνα του πίστευε ότι ο γάμος θα τον συνέφερνε και θα τον λογίκευε. Η Ανθή ήταν η ιδανική νύφη. Ήταν φτωχή, άβουλη και σπανίως μιλούσε σε άνθρωπο. Έγινε αμέσως ο γάμος σ’ ένα ξωκλήσι χωρίς κόσμο και όργανα χαράς και γλεντιού. Η Ανθή έζησε τρία χρόνια μαζί του μέσα στη δυστυχία και στον παραλογισμό, μα πιο πολύ υπέφερε ψυχικά από την εικόνα του νεκρού μωρού της, που κάθε βράδυ, σαν έπεφτε στο κρεβάτι να ξεκουράσει το σώμα της, παρουσιαζόταν μπροστά της και την έκανε να πετιέται κάθιδρη και με τον ίδιο σφάχτη στην καρδιά.

- Ανθή πρέπει να τον αφήσεις. Θα σε βοηθήσω να βγάλεις διαζύγιο. Είναι τρελός ο Μιχαλάκης!

   Τη διαπίστωση την έκανε η αδελφή του πατέρα της, η Αμαλία, που μόλις έφτασε από την Αμερική στα πάτρια εδάφη επισκέφτηκε την ανιψιά της να την δει και να ελέγξει αν ευσταθούσαν οι φήμες για τα κακοπαθήματά της. Η Αμαλία κατάφερε με ένα παλιό συμμαθητή  της, δικηγόρο από τη Θεσσαλονίκη, να γλιτώσει την Ανθή από τον Μιχαλάκη αλλά και από την οικογένειά της. Χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες της, την έγραψε εσώκλειστη στη σχολή Αδελφών Νοσοκόμων του Κεντρικού Νοσοκομείου. Στη σχολή η Ανθή παρακολουθούσε τα μαθήματα και παράλληλα εργαζόταν με μια πενιχρή αμοιβή στις διάφορες κλινικές του νοσοκομείου. Εκεί, η Ανθή γνώρισε και τον μελλοντικό σύζυγό της, τον Μήτσο, που ήταν φύλακας στο Γεντί Κουλέ, με πλούσια «σωφρονιστική» δράση και ποικιλία στα είδη των βασανιστηρίων που εφάρμοζε στους πολιτικούς κρατούμενους της φυλακής, ανοίγοντας ένα νέο οδυνηρό κεφάλαιο στο βιβλίο της βασανισμένης της ζωής, με τίτλο: «Σαν να’ χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί» των γυναικών.

Γλωσσάρι

  1. Η γνωστή φράση από το «μοιρολόγι της φώκιας» του Α. Παπαδιαμάντη

  2. ακτήμονας, μεροκαματιάρης εργάτης 

  3. μαζέψεις

  4. έτσι ονομάζονται στην ντοπιολαλιά τα μανιτάρια

  5. έντονη βροχή

  6. καλάθι

  7.  κουζίνας

  8. πουλάνε



Ελένη Κ. Παπαδοπούλου


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου