https://www.pinterest.se/pin/729864683335258272/?autologin=true |
Ο Γιώργος Μουμουζιάς με καλοπροαίρετη διάθεση και χιούμορ αφηγείται τη γνωριμία του με τη γιαγιά της Ρίτας!
Η γιαγιά της Ρίτας
(Απόσπασμα από το «Το κυανό του Βερολίνου» - αδημοσίευτο)
Εκείνο τον καιρό ο Τάκης τα είχε φτιάξει με τη Ρίτα, μια κοπέλα που καταγόταν από την Περιστερά και δούλευε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο κοντά στο σπίτι του. Μερικές φορές βγαίναμε κουαρτέτο, δηλαδή εγώ, εκείνος, η Μίτσα και η Ρίτα. Η ύπαρξη του αυτοκινήτου αύξανε τις επιλογές μας και έτσι η Ρίτα πρότεινε, μια Κυριακή που οι γονείς της θα έλειπαν, να πάμε εκδρομή στην Περιστερά και να ψήσουμε σουβλάκια στα κάρβουνα. Η ιδέα έγινε ομόφωνα αποδεκτή και, αφού φορτώσαμε το 2CV με σουβλάκια, σαλατικά, κρασί και τα υπόλοιπα παρελκόμενα, ξεκινήσαμε ως μία χαρούμενη παρέα για το χωριό της ορεινής Θεσσαλονίκης.
Είναι προφανές ότι η Ρίτα καλοέβλεπε τον Τάκη για σοβαρό σκοπό και ήθελε να αναπτυχθεί περισσότερη οικειότητα μεταξύ τους. Από την άλλη, όμως, δεν ήθελε και να εκτεθεί στους δικούς της, οπότε η μετάβαση στην Περιστερά, την ημέρα απουσίας των γονιών της, ήταν κάτι ενδιάμεσο, που εξυπηρετούσε την ιδιάζουσα κατάσταση.
Όταν φτάσαμε διαπιστώσαμε ότι το σπίτι της Ρίτας δεν ήταν κλειστό, με αποτέλεσμα ο Τάκης να συγχυστεί.
«Αν είναι οι γονείς σου, εγώ δεν έρχομαι, το ξεκαθαρίζω!»
«Αμάν κι εσύ με τις εμμονές σου! Δεν θα σε φάνε οι γονείς μου! Αλλά είπαμε, δεν είναι εδώ. Μόνο η γιαγιά μου είναι μέσα, η οποία ζει σ’ ένα δικό της κόσμο. Και να σας συστήσω, δεν πρόκειται να καταλάβει ούτε ποιοι είσαστε, ούτε τι σχέση έχουμε. Δεν έχεις λόγο να ανησυχείς.»
«Εγώ, πάντως, προτείνω να καθίσουμε έξω, στην αυλή.»
Ούτως ή άλλως, δεν χρειαζόταν να μπούμε μέσα στο σπίτι γιατί η μέρα ήταν πολύ καλή. Ανάψαμε φωτιά στη χτιστή ψησταριά της βεράντας και στρώσαμε τραπέζι στα γρασίδια της αυλής. Λίγο πριν ψηθούν τα σουβλάκια, εμφανίστηκε μια φίλη και γειτόνισσα της Ρίτας, η οποία ήρθε να την χαιρετίσει. Η Ρίτα μάς την σύστησε (την έλεγαν Λένα) και την προσκάλεσε να καθίσει μαζί μας. Αυτή δίστασε στην αρχή, αλλά μετά την επιμονή της Ρίτας και την προτροπή και των υπολοίπων, κάθισε. Το κλίμα ήταν πολύ ευχάριστο, αντίστοιχο των καιρικών συνθηκών. Κάποια στιγμή, θέλησα να πάω στην τουαλέτα.
«Η τουαλέτα που βρίσκεται Ρίτα;»
«Μπες στο σπίτι και θα τη βρεις. Μη με κάνεις να σηκώνομαι τώρα.»
Μπήκα στο σπίτι και άρχισα να ανοίγω τις πόρτες μία-μία. Βρήκα το σαλόνι, την κρεβατοκάμαρα των γονιών της Ρίτας, μια άλλη κρεβατοκάμαρα, την κουζίνα. Υπήρχαν άλλες δύο πόρτες κλειστές. Άνοιξα τη μία και βρέθηκα, προφανώς, στο δωμάτιο της γιαγιάς της Ρίτας. Τα παντζούρια –αν και μεσημέρι- ήταν μισοκλεισμένα. Η γιαγιά της Ρίτας ήταν καθισμένη στο κρεβάτι κοιτώντας ένα τεράστιο εικονοστάσι, το οποίο βρισκόταν σε περίοπτη θέση. Καθώς άνοιξα χωρίς να χτυπήσω, αιφνιδιαστήκαμε και οι δύο. Την κοίταξα και με κοίταξε. Θέλησα να πω «συγγνώμη», αλλά δεν πρόλαβα. Η γιαγιά αποσβολωμένη κάρφωσε το βλέμμα της στο πρόσωπό μου. Εγώ, τότε, είχα μούσια και ίσια μακριά μαύρα μαλλιά που έφταναν λίγο πιο πάνω από τους ώμους μου. Φορούσα μια άσπρη λινή πουκαμίσα, που έπεφτε πάνω από το τζιν.
«Χριστέ μου», ψέλλισε η γιαγιά.
Νόμισα ότι το «Χριστέ μου» αναφερόταν στην τρομάρα της από το άνοιγμα της πόρτας, αλλά δεν ήταν έτσι, γιατί η γιαγιά γύρισε προς το μέρος μου και συνέχισε:
«Χριστέ μου, τόσα χρόνια σε περίμενα, ήρθες επιτέλους!» ενώ γονάτισε μπροστά μου και άρχισε να σταυροκοπιέται.
Ήταν η σειρά μου να αιφνιδιαστώ. Το μόνο που δεν περιμένει κάποιος όταν ψάχνει την τουαλέτα σε ένα σπίτι, είναι να τον περάσουν για τον Χριστό. Πήγα να απαντήσω ότι κάνει λάθος, ότι εγώ είμαι φίλος της Ρίτας, αλλά σκέφτηκα πως θα χαλούσα το όνειρο που ζούσε εκείνη την ώρα. Δεν ξέρω αν θα το ήθελε. Έκρινα ότι, μάλλον, θα ήταν καλύτερα να μη μιλήσω καθόλου. Σήκωσα μόνο το δεξί μου χέρι και ευλόγησα τη γιαγιά, όπως κάνουν οι ιερείς. Το έκανα τρεις φορές και έκλεισα την πόρτα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Άνοιξα αμέσως την τελευταία κλειστή πόρτα του σπιτιού και βρήκα αυτό που αναζητούσα, εναγωνίως μετά από τις μπύρες που είχα καταναλώσει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΜΟΥΖΙΑΣ
Ο Γιώργος Μουμουζιάς γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Αποφοίτησε από το 2ο Λύκειο και στη συνέχεια έλαβε πτυχίο Φυσικής και διδακτορικό Φυσικής Χημείας από το Α.Π.Θ.. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός, διδάσκοντας μαθήματα της ειδικότητάς του στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από το 2000 είναι επιθεωρητής του Υπουργείου Εργασίας. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 2007 με το βιβλίο «Με καμπάνα παντελόνι…». Το βιβλίο του «Ο μάγειρας ο Νικολός» μπήκε στη βραχεία λίστα του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου για το 2016, ενώ το βιβλίο του «Το δικό μας 2ο Γυμνάσιο» έγινε ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε από την ΕΡΤ3, από τη TV100 και το ΦΚΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου