Γιώργος και Μαρία
Ο Γιώργος Τριλλιράκης ,το πεμπτάκι, το αντράκι του Κρητίκαρου παππού Γιώργη, το σκιαγμένο κατά τον Νικόλα, τον πατέρα του, άφησε το χαρτί, που πάνω του βασάνιζε τόση ώρα την αγάπη, στο θρανίο της Άννας Μαρίας. Η αγάπη του για την Άννα Μαρία που καθόταν στο μπροστινό του θρανίο και μύριζε τσιχλόφουσκα, γέμιζε τα σκούρα του μάτια με καταιγίδες και τρυπούσε το στομάχι του σαν την πείνα πέντε ημερών. Έγλειψε τα χείλη του που είχαν κοκκινίσει, άλλη μια φορά. Έτσι έκανε ,όταν βρισκόταν σε αμηχανία, όπως όταν η δασκάλα τον σήκωνε να κάνει διαίρεση με υποδιαστολή. Πάλι μηδέν εις το πηλίκον θα του φώναζε ο πατέρας και θα τον κρεμούσε ανάποδα να αντρειέψει. Ο μικρούλης, που είχε γεννηθεί πριν δέκα χειμώνες σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου με σπασμένο τζάμι και από εκείνη την νύχτα είχε αποφασίσει πως δεν θα κλάψει για τίποτα σε αυτή τη σκατοζωή, ένοιωθε την αγάπη να του βουρκώνει την ψυχή. Ο Γιώργος, που του περίσσευε το μπόι αλλά αρνιόταν να παρακολουθήσει το σφάξιμο του αρνιού το Πάσχα, γινόταν αντράκι κάθε φορά που ο πατέρας σήκωνε το χέρι στη Μυρσίνη, τη μάνα του, και την προστάτευε. Αυτός δεν θα φώναζε ποτέ στην Άννα Μαρία, μόνο θα της τραγουδούσε «για του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν και του έρωτος τις μπόρεσες και τση φιλιάς τη χάρη», που του έμαθε ο παππούς Γιώργης. Φτάνει να έβγαινε μαζί του μια βόλτα, μόνο μια βόλτα.
Η Άννα Μαρία Ανανία ξεχώριζε για δύο πράγματα. Το ένα ήταν οι μακριές πλεξούδες της με σχέδιο λαϊκής παράδοσης, που της έπλεκε κάθε πρωί η γιαγιά Σιώνα, βγαλμένο θαρρείς από αργαλειό και το άλλο το βήμα της, που έμοιαζε χορευτικό, καθώς το δεξί της πόδι ήταν κοντύτερο από το αριστερό. Η μαμά Ιουλία έλεγε πως της πρόσδιδε μια χάρη μπαλαρίνας, από αυτές στο μουσικό κουτί που στροβιλίζονται ,για να σε ευχαριστήσουν ,επειδή τις ελευθέρωσες. Μοναχοκόρη του Τάκη Ανανία, της γνωστής κουλουροποιίας «Ανανία», έκλαψε δέκα Απρίληδες πριν σε μια σουίτα ιδιωτικού μαιευτηρίου, γιατί η ζωή ήθελε να της μάθει την απώλεια από την κούνια της. Όσα εκατοστά έλειπαν από το δεξί της πόδι άλλα τόσα ψήλωναν την καρδιά της, που έμαθε να μοιράζεται. Οι δάσκαλοι είχαν να λένε πως γεννήθηκε κατευθείαν στο στάδιο της λογικής σκέψης σύμφωνα με τον Piaget και ήταν περήφανοι για την ωριμότητά της. Είχε ξεχωρίσει και αυτή τον Γιώργο Τριλλιράκη, που καθόταν ακριβώς πίσω της στο θρανίο και μετρούσε τις ανάσες του. Έχανε πολλές φορές τους ενεστώτες και τους μέλλοντες, καθώς ένοιωθε τη δόνηση της καρέκλας του σαν υποθαλάσσιο σεισμό. Την βοηθούσε στις σκάλες, της κουβαλούσε τα βιβλία, έσπρωχνε για χάρη της στο κυλικείο, όμως μια σκέψη τυλιγόταν σαν χαρτάκι άφιλτρου τσιγάρου στο μυαλό της, πως όλα αυτά τα έκανε από οίκτο. Έτσι τσαλάκωσε το χαρτάκι, που πάνω του ο Γιώργος βασάνισε την αγάπη και ευχήθηκε να βγει μια βόλτα με κάποια άλλη, που θα την κοιτούσε στα μάτια και όχι στα πόδια, μήπως πέσει.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΦΩΤΗ, Φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου