Η Τασούλα Γεωργιάδου ταξιδεύει μαζί μας σε μια άλλη εποχή και σε μια άλλη κοινωνία!
Στην Άσπρη Άμμο
Τα Landini είναι γεωργικά
οχήματα, κοινώς τρακτέρ. Συνήθως τα ξέρουμε κόκκινα βαριά με τεράστια ελαστικά
στις πίσω ρόδες, αλλά οι εκλεπτυσμένοι Ιταλοί τα φτιάχνουν σχεδόν ανάλαφρα,
κομψά και πάντα σε χρώμα azzurro,
αυτό το ενδιάμεσο χρώμα μεταξύ γαλάζιου και μπλε, που είναι του καθαρού και
φωτεινού ουρανού και της καθάριας θάλασσας. Έτσι γαλανό κι αστραφτερό θα ήταν
το χρώμα του δενδροκομικού τρακτέρ της ιστορίας μας, μισό αιώνα και βάλε
πριν. Τώρα έχει θαμπώσει δραματικά, οι σκουριές υπερτερούν, τ’ άσπρα γράμματα αλλού
έχουν γκριζάρει επικίνδυνα κι αλλού έχουν χαθεί.
Όταν πλησιάζει
προσεκτικά στην παραλία, καθημερινά στις έντεκα,αγκομαχά ευγενικά και ειδοποιεί
για την άφιξή του με κάποιες μαύρες τουλούπες καπνού από την ντηζελομηχανή,
συνοδευμένες με τη χαρακτηριστική οσμή του πετρελαίου. Κι ενώ τα αυτοκίνητα
επιδιώκουν τα τσιμεντωμένα ισώματα ή τις σκιερές πατικωσιές κοντά στον φράκτη,
το Landini
έρχεται απρόσκοπτα να παρκάρει στο νεροφάγωμα που γεμίζει με άμμο στην άκρη του
αγροτικού δρόμου, την πιο προνομιούχα θέση πάνω από την παραλία.
Για τον
τετράχρονο Νικολάκη, προερχόμενο από τα νότια προάστια της Αθήνας, το τρακτέρ
παραπέμπει σε αγρότη, όπως έμαθε από τα πρώτα του εικονογραφημένα βιβλιαράκια.
Από την άλλη η ηλικία του παραπέμπει στα πού, τα τι, τα
πώς και τα γιατί. «Τι καλλιεργεί στο χωράφι του; Πού είναι η φάρμα του; Τι ζώα
έχει μέσα; Μπορούμε να πάμε να τα δούμε; Γιατί έρχεται στη θάλασσα με το
τρακτέρ;». Πρέπει να ρωτήσει οπωσδήποτε, αλλά έχει και τους δισταγμούς
του.
Η παρέα του Landini, σταθερά η ίδια,
απαρτίζεται από τέσσερα “παλικάρια“ μεταξύ 75-80 χρόνων. Ο οδηγός,
συνοδηγός και οι άλλοι δυο στα καπούλια
των φτερών των δύο μεγάλων τροχών.Βαδίζουν συντονισμένοι σκυφτοί, με τις
μακριές σκούρες βερμούδες-μαγιό τους, τα υπόλευκα τζόκεϋ καπελάκια τους, με
πρόχειρες φθαρμένες πετσέτες, όχι
απαραίτητα θαλάσσης, στους ώμους και τα χέρια δεμένα πίσω, κάτω από τη μέση.
Αφήνουν βιαστικά στην τραβηγμένη στην αμμούδα κόκκινη βάρκα «Καπετάν Αντώνης»,που
ξεκουράζεται έξω από το παραλιακό κτήμα με τα λιόδεντρα, μαγκούρες και πετσέτες,
και βουρ στο νερό. Περί τα είκοσι λεπτά κολυμπούν, πιάνουν τη συζήτηση, καλαμπουρίζουν,
συναγελάζονται. Βγαίνουν όλοι μαζί, στέκονται λίγη ώρα στα σκαλάκια στο άνοιγμα
της περίφραξης να στραγγίσουν, χωρίς να ξεπλυθούν στο ντους, μετά από κάνα
δεκάλεπτο καβαλούν το τρακτέρ και αποχωρούν. Αυτή η καλοκαιρινή ρουτίνα μετρά
μισό και βάλε αιώνα, από τότε που αποκτήθηκε το γεωργικό μηχάνημα. Τότε που
ξύπναγαν αχάραγα να ξεκινήσουν τη σκληρή δουλεία στα καπνοχώραφα του Χαλκερού.
Μια δουλειά που γνώριζαν παιδιόθεν. Στον τρύγημα του καπνού όλο το χωριό ήταν ανάστατο, μικροί μεγάλοι στο πόδι. Τους σήκωναν τα γονικά γύρω στις τέσσερις, πριν φέξει. Φορούσαν ό,τι πιο παλιό ρούχο και χοντροπάπουτσο είχαν, μια και τα χώματα και η κόλλα του καπνού θα τα κατέστρεφαν. Το μάζεμα ήθελε δροσιά και προσοχή κάθε φύλλο να μαζωχτεί στην ώρα του με την ιδανική υγρασία, ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα. Ξεκινούσε από το κάτω μέρος του φυτού προς την κορφή. Πρώτο χέρι, δεύτερο χέρι κ.ο.κ. να γεμίσουν τις αγκαλιές, από κει στο κοφίνι πριν τα δει ο ήλιος και τα μαράνει. Όταν γύριζαν σπίτι με το φόρτωμα, το εξασφάλιζαν καλά φυλαγμένο στη σκιά, οι μεγάλοι τρίβονταν με νερό και πράσινο σαπούνι ν’ απαλλαγούν από τα χώματα και τη δυσάρεστη κόλλα των τραχιών φύλλων της αρωματικής ποικιλίας Μπασμά. Οι πιτσιρικάδες σε αντίθεση, ροβόλαγαν τις πλαγιές να βρεθούν στην παραλία, να ξεπλυθούν και ν’ αναγεννηθούν στη θάλασσα.
Τα νερά του μικρού κόλπου, ανάμεσα στους λόφους που σχηματίζουν το λιβάδι, είναι αβαθή, διάφανα και κρυστάλλινα. Το χρώμα σμαραγδένιο χάρη στην άσπρη άμμο που αντιφεγγίζει τον ήλιο. Ό,τι πρέπει για μικρά και άμαθα στο κολύμπι παιδιά. Τσαλαβουτούσαν, ψευτοπάλευαν, ανέβαινε ο ένας στους ώμους του άλλου, κάνανε μακροβούτια, διασκέδαζαν στα δροσερά νερά. Πριν φτάσει το μεσημέρι απολάμβαναν μόνοι ήλιο και θάλασσα. Γύρω στο μεσημέρι έφταναν τα λεωφορεία από την πόλη με τους παραθεριστές. Ένα λεωφορείο του στρατού μάζευε τα γυναικόπαιδα των αξιωματικών, από τα ΣΟΑ ή τις ανατολικές συνοικίες που γειτόνευαν με την 11η Μεραρχία. Από την άλλη ήταν το λεωφορείο του ΚΤΕΛ με τους ηλικιωμένους. Αυτοί δεν πολυκολυμπούσαν, ερχόντουσαν για … αμμόλουτρα. Δεν είχαν επινοηθεί ακόμη οι διαθερμίες των φυσιοθεραπευτών. Οι γιατροί συνιστούσαν παραμονή στη ζεστή άμμο για αρθριτικά και ρευματισμούς. Κι εδώ η άμμος είναι ιδανική. Λεπτή, λευκή, πυριτική, με τα ψήγματα του χαλαζία να λαμποκοπούν στο φως,πυρώνει όμορφα και, ακόμη και βρεμένη, δεν λασπιάζει σαν την αργιλική άμμο. Δεν υπάρχει καλύτερη για αμμόλουτρα.
Τα
χωριατόπαιδα ήταν πρόθυμα να ανοίξουν ρηχούς λάκκους και να σκεπάσουν τα
πονεμένα μέλη. Γιατί όχι και ολόκληρα τα κορμιά των ηλικιωμένων που
φουρνίζονταν, αφήνοντας μόνο το κεφάλι έξω καλυμμένο με πλατύγυρα ψαθάκια και
υγρές μαντήλες στο πρόσωπο. Κάτι πενηντάλεπτα, μια, δυο δραχμούλες έκαναν τα
παιδιά ακόμη πιο πρόθυμα στο πρόσκαιρο θάψιμο των γερόντων. Από αυτήν τους την
καλοκαιρινή ενασχόληση πρέπει να προέρχεται η εμπειρία της κατασκευής της
αυτοσχέδιας τσάπας από κόντρα πλακέ που φέρνει ο πιο παχουλός της παρέας. Τώρα,
βέβαια, βυθίζει στην άμμο τα δικά του μέλη, περιμένοντας να ευεργετηθούν από τη
ζέστη της.
Δυο μέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο,που αραίωσαν
οι κολυμβητές, θυμήθηκαν τα “παλικάρια” τα παλιά τους παιχνίδια. Άνοιξαν ένα
λάκκο δίπλα στην ξέμπαρκη βάρκα και μπήκε ολόκληρος μέσα ο ένας. Οι άλλοι
βοήθησαν με το τσαπί να σκεπαστεί με τη ζεστή άσπρη άμμο μέχρι τον λαιμό. Μόνο
το κεφάλι έμεινε έξω, προστατευμένο από
τον ήλιο χάρη στην σκιά του σκαριού «Καπετάν Αντώνης».
Ο Νικολής αφού
έτρεξε πάνω κάτω στην υγρή περιοχή της αμμουδιάς αλαλάζοντας, με τη δίχρονη
αδελφή του να τον ακολουθεί κατά πόδας, έτρεξε να της κρυφτεί. Πήγε και τρύπωσε
πίσω από τη βάρκα. Όπως τον έψαχνε τη μικρούλα, πήγαινε γύρω γύρω με την
όπισθεν ακροποδητί. Μέχρι που άκουσε το «ωχ!». Σαν διαπίστωσε πως κουνιόταν
παράξενα το έδαφος κάτω από τα ποδαράκια του, γούρλωσε τα ματάκια του
αντικρίζοντας το κεφάλι του παχουλού αγρότη …φυτεμένο στην άμμο. Πετάχτηκε
αλαφιασμένο, έντρομο, κι έτρεξε προς την ομπρέλα που καθόταν οι παππούδες του να
καταφύγει στην αγκαλιά της γιαγιάς του.
«Παππού, γιαγιά,
πέθανε ο αγρότης και τον βάλανε στα χώματα! Αλλά το κεφάλι του κουνιέται και τα
μάτια του είναι ανοικτά…».
Έτρεξαν τα
τέσσερα “παλικάρια“ με ένοχο ύφος, για την τρομάρα που πήρε το τετράχρονο, να
το παρηγορήσουν. «Κανείς δεν πέθανε πουλάκι μου, αμμόλουτρο κάνει ο παππούλης».
Ηρέμησε σε λίγο το μικρό, εξασφαλίζοντας την υπόσχεση να το πάρουν να δει την
υποτιθέμενη φάρμα. Να γνωρίσει την κατσίκα Κατινούλα, τις κότες και τον
πλουμιστό κόκορα της αυλής. Και φυσικά μια μικρή βόλτα με το πάλαι ποτέ γαλάζιο
τρακτέρ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου