Δύο μικροδιηγήματα που ανατέμνουν την ανθρώπινη ψυχολογία από τον συνάδελφο Πολύβιο Πρόδρομο.
Μια αλλιώτικη μέρα
Όταν ο κ. Ρ. πήγε στο πρωί στο γραφείο του είδε τα προσωπικά του αντικείμενα συσκευασμένα και τα μάτια των συναδέλφων του καρφωμένα στους υπολογιστές τους σα να ήθελαν να κάνουν τη στιγμή της αποχώρησής του, λόγω απόλυσης, λίγο πιο εύκολη. Πήρε τον χαρτοφύλακά του και μέσα έβαλε μόνο την κούπα που του είχε χαρίσει ο γιος του για να πίνει τον καφέ του στο γραφείο. Τίποτε άλλο. «Ένας αριθμός ήμουν γι’αυτούς», ψιθύρισε, κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια για να φτάσει στην έξοδο. Πήρε ένα ταξί και επέστρεψε στο σπίτι του. Ο μικρός στο σχολείο και η σύζυγός του για λίγες μέρες στη μητέρα της. Άνοιξε την πόρτα άφησε αργά-ευλαβικά σχεδόν-τον χαρτοφύλακά του σε μια καρέκλα, βυθίστηκε σε μια πολυθρόνα, πήρε στα χέρια του την κούπα τού μικρού και την περιεργαζόταν σα να την έβλεπε για πρώτη φορά. Πόσες φορές δεν είχε πει στο γιο του «όχι τώρα δεν μπορώ να παίξουμε, μη μ’ ενοχλείς, εργάζομαι»… Κι εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο ερχόταν δεύτερος στη ζωή μου. Που να ήξερε ότι ακριβώς επειδή ήταν πρώτος, δεν μπορούσε να παίξει μαζί του όταν ήθελε. Απογοήτευση. Όχι τόσο για τη δουλειά που έχασε, όσο για τις μικρές, όμορφες-ανεπανάληπτες- στιγμές που άφησε να του ξεφύγουν εξαιτίας της… Το τίμημα θα μου πεις. Να σου πω και κάτι ακόμα; Μάλλον είναι καλύτερα έτσι. Είχα αρχίσει να βαριέμαι. Τα ίδια και τα ίδια σε κείνη τη δουλειά. Ευκαιρία για μια νέα ζωή. Χωρίς τα παλιά τα λάθη. Το τηλέφωνο χτύπησε. Στην άλλη γραμμή ήταν η γυναίκα του. Θα επέστρεφε το απόγευμα. Έκλεισε το τηλέφωνο και σηκώθηκε να πάει στο σχολείο να πάρει το γιο του. Θα του έκανε έκπληξη. Τόσο καιρό ο μικρός τον παρακαλούσε να έρθει.
Ούτε και σήμερα
Φεβρουάριος. Χιονισμένη μέρα. Κρύο πρωινό. Χουχούλιαζε τα χέρια της πάνω από τα πλεχτά γάντια που φορούσε για να έχει την αίσθηση της ζεστασιάς, αυτή την αίσθηση που έχουμε όταν πίνουμε μια κούπα ζεστού καφέ δίπλα στο τζάκι. Κατέβαινε προς την Αριστοτέλους. Σταμάτησε για να πάρει εφημερίδα, την άνοιξε βιαστικά σαν κάτι να έψαχνε που την αφορούσε, την δίπλωσε και την έβαλε στη τσάντα της. Περπατούσε νωχελικά. Παρατηρούσε την κυρία Ντέζυ που είχε το μαγαζί με τα ρούχα. Μια κυρία που πάντα ντυνόταν κομψά για να κρύβει τις περιφέρειές της και βαφόταν έντονα για να κρύψει την ηλικία της. Ευγενική κυρία. «Καλημέρα Λίνα», της φώναξε. «Καλημέρα κυρία Ντέζυ». Χρόνια τώρα η ίδια σκηνή. Η κυρία Ντέζυ έξω από το μαγαζί της να καπνίζει και διακριτικά το βλέμμα της να πέφτει στους ώριμους καλοβαλμένους κυρίους. «Έβγαλε κρύο πολύ σήμερα Λίνα». «Καιρός του ήταν κυρία Ντέζυ». Δεν έδωσε συνέχεια στη κουβέντα και σχεδόν βαριεστημένα προχώρησε και έστριψε στη γωνία. Παρατηρούσε τα σπίτια. Κάπου εδώ ήταν το πατρικό των γονιών της. Ήταν γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας. Στάθηκε για λίγο στην ουρά να πάρει ένα καφέ με βαρύ χαρμάνι και συνέχισε το δρόμο της. Στριμώχτηκε σε ένα παγκάκι στην παραλιακή μαζί με άλλους δύο άγνωστους. Έτσι για νιώσει την ανθρώπινη επαφή. Άναψε ένα santé, τράβηξε μια βαθιά τζούρα πίνοντας παράλληλα μια γουλιά καφέ. Κοιτούσε προς τη θάλασσα και με τα μάτια της μετρούσε τον ορίζοντα σαν κάτι να περίμενε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου